Ξένη λογοτεχνία
Το ημερολόγιο του Χανς Φάλαντα γραμμένο μέσα στη φυλακή.
1944: Σε ένα κελί ναζιστικής φυλακής, τριγυρισμένος από ψυχασθενείς δολοφόνους και μονίμως υπό το άγρυπνο βλέμμα των SS, ο Χανς Φάλαντα γράφει με κίνδυνο της ζωής του τις αναμνήσεις του από τα δώδεκα χρόνια εθνικοσοσιαλισμού.
Ο Φάλαντα, αντίθετα με άλλους μεγάλους συγγραφείς, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ, γιατί “αγαπούσε αυτόν τον λαό”, ο οποίος του είχε γίνει πια ξένος. Του είχε απαγορευτεί να δημοσιεύει και είχε εθιστεί στα ναρκωτικά.
Στη φυλακή ξαναβρίσκει τον παλιό του εαυτό. Γράφει με φρενήρη ρυθμό λογοτεχνικά κείμενα και, κυρίως, καταγράφει τις εμπειρίες του επί εθνικοσοσιαλισμού. Αυτές οι καταγραφές συγκεντρώνονται και εκδίδονται για πρώτη φορά στο Ξένος στη χώρα μου, ημερολόγιο φυλακής 1944. Στις σελίδες του απελευθερώνει το μίσος του για τους ναζί, περιγράφει πρόσωπα και γεγονότα της εποχής, μιλά για τις ταλαιπωρίες που υπέστη, αλλά δεν κρύβει και τους συμβιβασμούς που αναγκάστηκε να κάνει.
Ξένη λογοτεχνία
Ο Τζόναθαν Κόου, στο βιβλίο του αυτό, εστιάζει τη ματιά του στις ανθρώπινες σχέσεις, γράφοντας ένα δυνατό, συγκινητικό, υποβλητικό και μελαγχολικό μυθιστόρημα που κυριαρχείται από γυναικείες φωνές και αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο την πορεία μιας οικογένειας κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα.
Μια ηλικιωμένη κυρία αποφασίζει, πριν πεθάνει, να καταγράψει σε μαγνητόφωνο, όχι μόνο τη δική της ιστορία, αλλά και την ιστορία ενός τυφλού κοριτσιού που εμφανίστηκε ξαφνικά στο πάρτι των πεντηκοστών της γενεθλίων πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια είκοσι ξεθωριασμένες φωτογραφίες που δεν απεικονίζουν κάτι το ιδιαίτερο: ένα τροχόσπιτο, ένα πικνίκ, ένα σπίτι στα προάστια…
Πόσες, όμως, απογοητεύσεις και ματαιώσεις μπορεί να κρύβει ένα αποτυπωμένο χαμόγελο ή ένα εορταστικό ενσταντανέ; Προχωρώντας από φωτογραφία σε φωτογραφία, αποκαλύπτεται μια οικογενειακή ζωή γεμάτη μυστήριο. Είναι η ιστορία τριών γενεών, σημαδεμένων από παιδικά χρόνια δίχως αγάπη, εγκλωβισμένων στην ίδια τραγική μοίρα, καθώς το φορτίο του πόνου μεταφέρεται αδιάλειπτα από μητέρα σε κόρη.
Ιστορία
“Εδώ θα καταγραφούν με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα έτυχε να συμβούν σε κάθε σημείο της Ρωμαϊκής Επικράτειας. Ο λόγος είναι ότι ήταν αδύνατο να καταγραφούν οι πράξεις με τον πρέποντα τρόπο όσο οι αυτουργοί τους ήταν ακόμη στη ζωή, γιατί, αν με ανακάλυπταν, δεν θα μπορούσα να γλιτώσω από τον πιο οικτρό θάνατο και δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ούτε καν για την ασφάλεια των πιο στενών μου συγγενών.” (Προκόπιος)
Η Απόκρυφη ιστορία του Προκόπιου [500 (;) – 565 μ.Χ.] είναι ένα παράξενο συμπλήρωμα των Ιστοριών και του Περί Κτισμάτων του ίδιου συγγραφέα. Η εξιστόρηση των τριών πολέμων -εναντίον των Περσών, των Βανδάλων και των Γότθων- είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν ο συγγραφέας, φανερά αηδιασμένος, αποφάσισε να χαρίσει εκ του ασφαλούς σε κάποιες απομακρυσμένες μέλλουσες γενεές το κουτσομπολιό των παρασκηνίων που ήταν του συρμού ενόσω ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα έπαιζαν τους αυτοκρατορικούς τους ρόλους και ο Βελισάριος οδηγούσε τα ρωμαϊκά όπλα από θρίαμβο σε θρίαμβο. Κατά τη δική του ομολογία, σκοπός της συγγραφής του βιβλίου, που ο ίδιος προφανώς ονόμασε Ανέκδοτα, ήταν να πει απροκάλυπτα την πάσαν αλήθεια που δεν είχε κρίνει φρόνιμο να καταγράψει στα εφτά βιβλία των Ιστοριών αυτά είχαν ήδη δημοσιευτεί και διαδοθεί από άκρη σ’ άκρη της αυτοκρατορίας.
Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια να αποδείξει την πλήρη διαφθορά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, την ασημαντότητα του Βελισαρίου και την αδιαντροπιά της Αντωνίνας.
Εκτός από την πολιτική διαφθορά και τα ερωτικά σκάνδαλα και τη γενική αδιαφορία για τη θρησκεία και την ηθική, ο αναγνώστης θα βρει στον Προκόπιο πολλά πράγματα, που θα του θυμίσουν τη σημερινή ζωή. Θα διαβάσει για κοινωνικές υπηρεσίες με γιατρούς και δασκάλους που πληρώνονται από το κράτος και για επιχορηγούμενες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις για τέλεια οργανωμένες ταχυδρομικές υπηρεσίες για κατασκοπεία και αντικατασκοπεία για δασμούς και φόρους, για τελωνεία, για επιβαρύνσεις στις εισαγωγές και απαγορεύσεις εισαγωγών για πλημμελή φωτισμό των δρόμων και ανεπαρκή ύδρευση για μονοπώλια, σταθεροποίηση των τιμών, παράνομα μερίσματα, κίβδηλες πωλήσεις και μαύρη αγορά για άνοδο του τιμαρίθμου και για υποτίμηση του νομίσματος για μικρότερα καρβέλια και νοθευμένα αλεύρια για αγορανομία για το παράφορο πάθος των φιλάθλων και τις μανιώδεις και σκληρές διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς διαφορετικών ομάδων.
Ξένη λογοτεχνία
Γύρω από τον μεγάλο βικτοριανό ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας μαίνεται ένας υπόγειος πόλεμος. Πανεπιστημιακοί, φιλόλογοι, μελετητές, διεκδικούν την αποκλειστικότητα της μελέτης του έργου του. Όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται, ακόμη και η κλοπή χειρογράφων, η δόλια απόσπαση πληροφοριών, η εξαπάτηση. Αλλά καθώς αυτές οι ακαδημαϊκές διαμάχες κορυφώνονται, ο νεαρός ερευνητής Ρόλαντ Μίτσελ ανακαλύπτει μια επιστολή του ποιητή που απευθύνεται σε μια άγνωστη γυναίκα.
Μαζί με τη φεμινίστρια, πρωτοπόρο των γυναικείων σπουδών, Μωντ Μπέιλι, θα επιχειρήσουν να διαλευκάνουν το ερωτικό μυστήριο που φαίνεται να περιβάλλει την επιστολή. Οι δυο τους, κρυφά από συναδέλφους και ανταγωνιστές μελετητές, θα αποδυθούν σ’ ένα ασθματικό κυνήγι θησαυρού και πολύ γρήγορα η διανοητική τους περιπέτεια θα γίνει και πραγματική.
Από τα αρχοντικά του Λίνκολνσαϊρ στους βαλτότοπους και στις λίμνες του βόρειου Γιορκσάιρ, από τους θρύλους για τη Νεράιδα Μελουζίνα και την καταποντισμένη πόλη Υς στις φυσιοδιφικές αναζητήσεις και τις πνευματιστικές ανησυχίες των επιφανών βικτοριανών, από τους παράνομους έρωτες στις ρομαντικές αυτοκτονίες, το κορυφαίο μυθιστόρημα της βραβευμένης Αγγλίδας συγγραφέως υφαίνει ένα δίχτυ παθών, παραπλάνησης και τραγωδίας.
Και είναι ταυτόχρονα ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι «μίμησης ύφους» ποιητών και ποιητριών του 19ου αιώνα, ένας αφηγηματικός άθλος που αξιοποιεί τα πιο συναρπαστικά στοιχεία του λογοτεχνικού αινίγματος που ονομάζεται ρομαντικό μυθιστόρημα.
Κι αν ο θάνατος χτυπάει οκτάωρο;
Κι αν έχει προβλήματα στη δουλειά;
Κι αν περιμένει αργίες, λαχταρά προαγωγές, τρέμει απολύσεις;
Κι αν γυρίζει σπίτι κουρασμένος μονάχα με την ελπίδα
ενός ήσυχου Σαββατοκύριακου;
Παλινδρομώντας μεταξύ σοβαρότητας και γκροτέσκου, επιστημονισμού και ιδεοληψίας, ποίησης και γλωσσικής αμηχανίας η Μικρή Εγκυκλοπαίδεια του Θανάτου τολμά να αναρωτηθεί. Επιχειρεί να απαντήσει.Ένα λογοτεχνικό φυτολόγιο του τέλους.Μια διασκεδαστική γεμάτη απορίες “θανατολόγηση”.Ένα γλωσσικό εκθετήριο γεμάτο διαφορετικά πορτρέτα του ίδιου προσώπου.
Τρέχει στις φλέβες μου σαν αίμα το “Βρώμικο ψωμί”. Και στις αρτηρίες μου επίσης. Ήμουν μόλις δεκατεσσάρων όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Σαββόπουλο στο Κύτταρο. Νοέμβριος του ’72, δικτατορία. Παρουσίαζε ζωντανά το “Βρώμικο ψωμί”. Ήμασταν μάρτυρες ενός τοκετού. Ο δίσκος κυκλοφόρησε δυο μήνες αργότερα.
Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι το βρώμικο ψωμί συμβόλιζε τον θάνατο, όπως έχει ισχυριστεί ο Σαββόπουλος. Για μένα βρώμικο ψωμί ήταν ένας τρόπος να βλέπεις αλλιώς τον κόσμο γύρω σου. Ένας κωδικός, ένα παρασύνθημα. Και μια κραυγή διαμαρτυρίας. Οι περιστάσεις απαιτούσαν “να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά”.
Το Κύτταρο ήταν κατακόμβη και ο Σαββόπουλος ήταν -ακόμα- γκουρού. Το “Βρώμικο ψωμί” υπήρξε και παραμένει ταξιανθία πολύτιμων χρησμών.
Ελληνική λογοτεχνία
“ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΞΕΓΥΜΝΩΝΑΝ, ΕΠΕΙΤΑ ΕΨΑΧΝΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ, ΤΙΣ ΒΑΛΙΤΣΕΣ και τους μπόγους τους και, φορώντας γάντια, έβαζαν τα χέρια τους ακόμα και στις τρύπες των γυναικών, μήπως είχαν κρύψει κάτι εκεί μέσα.
Να σκεφτείς, είπε, νεαρά κορίτσια τα ξεπαρθένευαν με τα βρωμόχερά τους, για να βρουν κάνα κρυμμένο δαχτυλίδι. Και μια γριά, την ώρα που την έψαχναν, χέστηκε και την περίλαβαν στις κλοτσιές […] Το πιο συγκινητικό, όμως, ήταν ένας γάμος που τελέστηκε το τελευταίο βράδυ. Επρόκειτο να γίνει στη συναγωγή λίγες μέρες αργότερα, αλλά αναγκαστικά τον έκαναν στην καπναποθήκη. Κι αφού ο ραβίνος διάβασε τη γαμήλια ευχή, έπειτα ο μπαμπάς του κοριτσιού τριγύριζε συγκινημένος κι έλεγε στους υπόλοιπους: “Σας ευχαριστώ που παραστήκατε στη χαρά των παιδιών μας… Σας ευχαριστώ για τις ευχές σας”. Στο τέλος όλοι μαζί είπαν ένα τραγούδι για τον γαμπρό και τη νύφη, που, αντί ν’ ακούγεται χαρούμενο, σου ξέσκιζε την ψυχή.
Τι μου ήρθε και τον ρώτησα: Εσύ, Κώστα, κούρεψες κάναν Εβραίο; Τότε έβαλε τα κλάματα με λυγμούς και είπε: Από αύριο θα σταματήσω τη δουλειά. Καλύτερα να πεθάνουμε από την πείνα, παρά να ξαναπάω στο κουρείο”.
Στη Δράμα του 1943 ένας ορφανός έφηβος υπηρετεί ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό και τη γυναίκα του, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Η επίσκεψη της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με φωτογραφίες γυμνών γυναικών, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές, η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του παιδιού συνθέτουν μια αφήγηση με απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Όταν, εντέλει, ο καθένας βρει τον δρόμο του, αυτό που μένει είναι η καλοσύνη κάποιων προσώπων, η συμπαράσταση από άτομα που δεν τα υπολόγιζες, η απίστευτη -κρυμμένη- δύναμη του έρωτα, μα προπαντός η αντοχή και το κουράγιο των τυραννισμένων, που ξαναρχίζουν μ’ ελπίδα τη ζωή τους σ’ έναν δύσκολο αλλά πανέμορφο κόσμο.
Η σημασία ορισμένων αρχαιολογικών ανακαλύψεων δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτή από την πρώτη στιγμή. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1901, όταν σφουγγαράδες ανέσυραν μια μάζα σκουριασμένου μπρούντζου από ένα ναυάγιο που βρισκόταν στον βυθό κοντά στην ακτή των Αντικυθήρων. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι είχε μόλις ανακαλυφθεί ο αρχαιότερος αναλογικός υπολογιστής, ένας εκπληκτικός μηχανισμός που κάποτε προσομοίωνε τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων όπως τις είχαν συλλάβει οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι, και που έγινε γνωστός ως «ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων».
Εκτός από το χρονικό της απίθανης αυτής ανακάλυψης, ο συγγραφέας του ανά χείρας βιβλίου εξηγεί λεπτομερώς πώς λειτουργούσε ο Μηχανισμός, πώς κατασκευάστηκε και για ποιον σκοπό, αλλά και πώς κατέληξε στο πλοίο που ναυάγησε στις ελληνικές ακτές γύρω στο 60 π.Χ. Το κορυφαίο αυτό έργο της μηχανικής ήταν επίσης και μία από τις πρώτες φορητές συσκευές υποστήριξης της διδασκαλίας. Η τεχνογνωσία που ενσωμάτωνε είναι ό,τι πιο προηγμένο έχουν συναντήσει από την κλασική ιστορία οι σύγχρονοι μελετητές, ενώ εκπληκτικά είναι και τα όσα φανέρωσε για την ελληνορωμαϊκή αστρονομία και επιστημονική τεχνολογία καθώς και για τη θέση τους στην αρχαία ελληνική κοινωνία.
Γραμμένο από έναν παγκοσμίου φήμης μελετητή του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, το βιβλίο Ένας φορητός κόσμος θα συναρπάσει όλους τους αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την αρχαία ιστορία, την αρχαιολογία και την ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας.
Ξένη λογοτεχνία
Λωζάνη, 30 Ιανουαρίου 1923: η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών. 1,3 εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί από την Ανατολία ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, και 300 χιλιάδες μουσουλμάνοι της Ελλάδας μετακινήθηκαν στην Τουρκία. Η Εμινέ Γεσίμ Μπεντλέκ, επίκουρη καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Bingöl της Τουρκίας, αναζητεί το κοινό οθωμανικό παρελθόν Ελλήνων και Τούρκων της Μικράς Ασίας πριν από την Ανταλλαγή του 1923, βασισμένη σε τρία λογοτεχνικά έργα: Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, Πουλιά χωρίς φτερά του Λουί ντε Μπερνιέρ και Μια προίκα αμανάτι: Οι άνθρωποι της ανταλλαγής του Κεμάλ Γιαλτσίν.
Δεδηλωμένος στόχος της Μπεντλέκ είναι να δείξει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Ανατολίας δεν διαπνέονταν από ελληνικά εθνικιστικά αισθήματα, διότι η κουλτούρα και οι παραδόσεις τους ήταν σχεδόν ίδιες με εκείνες των μουσουλμάνων Τούρκων της Ανατολίας, με τους οποίους συμβίωναν επί αιώνες. Η συγκινητική ιστορία των προσφύγων της Μικράς Ασίας δείχνει ότι οι Τούρκοι και οι Έλληνες ήταν σε θέση να συνυπάρχουν πριν από την άνοδο του εθνικισμού και το ξέσπασμα του πολέμου στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή το 1912, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται μάλιστα από τις γραπτές πηγές και τα διπλωματικά αρχεία. Στόχος του βιβλίου της Μπεντλέκ είναι να συμβάλει στη συμφιλίωση Ελλήνων και Τούρκων, δύο γειτονικών λαών του Αιγαίου που συγκρούστηκαν κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα.
Ξένη λογοτεχνία
Η μέρα αρχίζει άσχημα για την Αδέλα, μια νεαρή Νεοϋορκέζα κουβανικής καταγωγής, όταν την παίρνει τηλέφωνο η μητέρα της Λορέτα. Οι δύο γυναίκες είναι πάνω από έναν χρόνο τσακωμένες, επειδή η κόρη όχι μόνο έχει μετακομίσει στο Μαϊάμι αλλά ζει και με έναν τύπο που η μητέρα δεν εγκρίνει, τον γοητευτικό Μάρκος από την Αβάνα, ο οποίος έχει φτάσει πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μάρκος διηγείται στην Αδέλα ιστορίες από την παιδική του ηλικία στο νησί, τότε που ζούσε προστατευμένος μέσα σε μια ομάδα φίλων των γονιών του, γνωστή και ως Συμμορία. Κάποια στιγμή εκείνος της δείχνει μια φωτογραφία τραβηγμένη πριν από είκοσι πέντε χρόνια, μια σημαδιακή εικόνα από την τελευταία φορά που βρέθηκαν όλοι μαζί. Εκείνη, που είχε ένα προαίσθημα ότι η μέρα της θα στράβωνε, ανακαλύπτει ανάμεσα στα πρόσωπα και κάποιο που της είναι οικείο. Και τότε μια άβυσσος ανοίγεται κάτω από τα πόδια της.
Στο νέο του μυθιστόρημα ο Λεονάρδο Παδούρα μιλάει για τους Κουβανούς που επιβίωσαν στην εξορία και στη διασπορά, σε μέρη όπως η Βαρκελώνη, η βορειοδυτική άκρη των ΗΠΑ, η Μαδρίτη, το Πουέρτο Ρίκο, το Μπουένος Άιρες. Τι έκανε η ιστορία σε αυτούς τους ανθρώπους που κάποτε είχαν αγαπηθεί τόσο πολύ; Τι συνέβη με αυτούς που έφυγαν αλλά και με όσους αποφάσισαν να μείνουν; Πώς τους άλλαξε ο χρόνος; Θα τους ξαναφέρει κοντά ο μαγνητισμός που ασκεί το αίσθημα του ανήκειν και η δύναμη των συναισθημάτων; Ή μήπως είναι όλοι τους πια σαν σκόνη στον άνεμο; Ένα βιβλίο για το τραύμα της διασποράς και τη ρήξη των σχέσεων, και παράλληλα ένας ύμνος στη φιλία, στους αόρατους και πανίσχυρους δεσμούς της στοργής και της εμπιστοσύνης, στην αφοσίωση που έρχεται από παλιά. Ένα ακόμη θαυμάσιο, συγκινητικό έργο από τον Λεονάρδο Παδούρα.
Ξένη λογοτεχνία
Η χηµικός Ελίζαµπεθ Ζοτ απέχει πολύ από τη µέση γυναίκα. Μάλιστα, η Ελίζαµπεθ Ζοτ θα ήταν η πρώτη που θα επεσήµαινε πως δεν υπάρχει µέση γυναίκα. Βρισκόµαστε όµως στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και η ανδροκρατούµενη οµάδα της στο Ινστιτούτο Ερευνών Χέιστινγκς στο οποίο εργάζεται έχει µια εντελώς αντιεπιστηµονική άποψη για την ισότητα. Με εξαίρεση το µεγάλο αστέρι της επιστηµονικής κοινότητας, τον Κάλβιν Έβανς, υποψήφιο για το Βραβείο Νόµπελ. Ο Έβανς είναι µοναχικός, ιδιοφυής, συµπονετικός αλλά και άγαρµπος. Και την ερωτεύεται, µα για τι άλλο, για το µυαλό της. Πραγµατική χηµεία!
Όπως όµως η επιστήµη, έτσι και η ζωή είναι απρόβλεπτη. Μερικά χρόνια αργότερα η Ελίζαµπεθ Ζοτ θα βρεθεί ανύπαντρη, µε ένα παιδί κι έναν σκύλο, να παρουσιάζει –όλως παραδόξως– την πιο επιτυχηµένη εκποµπή µαγειρικής της τηλεόρασης. Η ασυνήθιστη προσέγγισή της απέναντι στη µαγειρική αποδεικνύεται επαναστατική. Όσο όµως το κοινό της µεγαλώνει τόσο µεγαλώνει και η δυσαρέσκεια ορισµένων. Γιατί απ’ ό,τι φαίνεται η Ελίζαµπεθ Ζοτ δεν µαθαίνει στις γυναίκες µόνο τα µυστικά της κουζίνας, αλλά κυρίως τους µαθαίνει ότι η θέση µιας γυναίκας είναι έξω από αυτήν. Τις προκαλεί να αλλάξουν τρόπο ζωής.
Ξένη λογοτεχνία
Το Σανταράμ είναι ένα ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που παραπέμπει σε αντίστοιχα επικά έργα (Λόρενς Ντάρελ, Χέρμαν Μέλβιλ). Ο αφηγητής είναι φυγάς. Μετά το χωρισμό του από τη γυναίκα του και την αδυναμία επαφής με την κόρη του, η ζωή του μεταμορφώθηκε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Ήταν νεαρός ερευνητής της φιλοσοφίας κι εξαιρετικός πολιτικός ακτιβιστής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, αλλά έγινε ένας επαναστάτης που έπνιξε τα ιδανικά του στην ηρωίνη, ένας φιλόσοφος που έχασε την ακεραιότητά του στο έγκλημα, ένας ποιητής που έχασε την ψυχή του σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, ένας από τους πλέον καταζητούμενους ανθρώπους στην Αυστραλία.
Είχε καταδικαστεί σε 19 χρόνια φυλάκιση για ένοπλη ληστεία, αλλά δραπέτευσε από τη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Πέντριτζ. Κατέφυγε στη Βομβάη, μέσα στην απίστευτη ποικιλία του όχλου της, μ’ ένα διαβατήριο που είχε το όνομα κάποιου Λίντσεϊ και μια πρωτόφαντη χαρά να σκιρτάει στην καρδιά του. Στη Βομβάη η μοίρα έριξε τα χαρτιά της για τον αφηγητή. Εκεί, θα αποκτήσει ένα καινούργιο όνομα στο εξής θα τον αποκαλούν Σανταράμ, άνθρωπο της ειρήνης του Θεού.