Βλέπετε 1–12 από 13 αποτελέσματα

Φερνάντ Μπρωντέλ

25.36

Οι τρείς τόμοι του Μπρωντέλ για τη Μεσόγειο προσφέρουν ένα πανόραμα της ζωής και της ιστορίας του μεσογειακού χώρου στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, δηλαδή από την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση μέχρι την αυγή των νεότερων χρόνων, όταν η Μεσόγειος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.

Το πρώτο μέρος «κινείται στη σφαίρα μιας ιδιότυπης γεωγραφίας, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα. Δεν παύει όμως να είναι, αν όχι μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, και αναζήτηση μιας ιδιότυπης ιστορίας», δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Πρόκειται για την ιστορία του ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του· μια ιστορία που κυλά και μεταβάλλεται αργά, συχνά ερήμην των ανθρώπων που τη  βιώνουν.
Το δεύτερο μέρος έχει την πρόθεση να συλλάβει μια ιστορία με πιο εξατομικευμένους ρυθμούς: μια ιστορία ομάδων, μια ιστορία συλλογικών πεπρωμένων και γενικών τάσεων. Μια ιστορία κοινωνική με αφετηρία τον άνθρωπο ή όσα κάνει ο άνθρωπος με τα πράγματα. Πραγματεύεται τις κοινωνικές δομές και την κίνησή τους και συνδυάζει το αμετάβλητο και το μεταβαλλόμενο, τη  βραδεία κίνηση και την υπερβολική ταχύτητα.

Για το τρίτο μέρος ο συγγραφέας σημειώνει: «Θεατές και ηθοποιοί, τον 16ο αιώνα, στη Μεσόγειο και αλλού, είχαν την αίσθηση ότι ήταν πιασμένοι στα δίχτυα ενός ζωντανού δράματος, που το ένιωθαν κυρίως ως δικό τους δράμα. Τα γεγονότα είναι κονιορτός: σχίζουν την ιστορία σαν σύντομες αναλαμπές· προτού καλά καλά υπάρξουν, έχουν γυρίσει πίσω στο σκοτάδι και συχνά στη λήθη. Καθένα τους, είναι αλήθεια, όσο σύντομο κι αν είναι, φωτίζει μια γωνιά του τοπίου, καμιά φορά κάποια παχιά κομμάτια ιστορικής μάζας».

Ντέιβιντ Αμπουλάφια

25.20

Για περισσότερα από 3.000 χρόνια, η Μεσόγειος υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του παγκόσμιου πολιτισμού. Από την εποχή της Τροίας μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανθρώπινη δράση στην περιοχή της Μεσογείου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας. Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ του Ντέιβιντ Αμπουλάφια είναι η πρώτη πλήρης ιστορική μελέτη για τη διαχρονική περιπέτεια των λαών της Μεσογείου από την εποχή της ανέγερσης του μυστηριώδους ναού στη Μάλτα γύρω στο 3.500 π.Χ. μέχρι και την πρόσφατη, εκ νέου επινόηση των μεσογειακών ακτών ως τουριστικού προορισμού.

Ο Αμπουλάφια περιγράφει εκείνες τις πόλεις οι οποίες άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση ή ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους – πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Βενετία και η Θεσσαλονίκη. Αποδίδει την ακμή τους στην ικανότητά τους να γίνονται κέντρα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών λαών, θρησκευμάτων και εθνικών ταυτοτήτων. Επιπλέον, παρουσιάζει την ιστορία συγκεκριμένων πληθυσμών καθώς και προσωπικοτήτων, οι οποίες προσδίδουν ζωντάνια και αμεσότητα στις ευρύτερες εξελίξεις που αναφέρονται στο βιβλίο – λόγου χάρη οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι προσκυνητές που κατευθύνονταν ανατολικά, ξεκινώντας από την Ισπανία του 12ου αιώνα, βασιλείς της Σικελίας, Οθωμανοί σουλτάνοι και ναύαρχοι από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την τσαρική Ρωσία.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ απλώνεται σε όλη την ιδιόμορφη έκταση της Μεσογείου, από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Συρία, από τη Γένοβα μέχρι την Τυνησία, δίνοντας έμφαση στη σύγκρουση και την αντίθεση, εθνική, γλωσσική, θρησκευτική και πολιτική. Έτσι, χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο η Μεσόγειος έγινε «πιθανόν ο πιο κατάλληλος χώρος για αλληλεπίδραση πολιτισμών και λαών σε ολόκληρο τον πλανήτη».

Ελληνική λογοτεχνία

Διακοπές στη Μύκονο

Γιάννης Μαρής

13.90

Μέσα στην καμπίνα της Α’ θέσεως διάβασε το τηλεγράφημα για δέκατη φορά. «Ο Αυγουστίδης θα βρίσκεται στην Αθήνα στο τέλος του μηνός. Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Δίπλωσε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε πικρά, «Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Σαν να ήταν δυνατό να τακτοποιήσει πια τίποτε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Με το τσιγάρο στο στόμα άνοιξε τη βαλίτσα του. Νευρικά το χέρι του έψαξε ανάμεσα στα ρούχα. Βρήκε αυτό που ήθελε. Ένα κομψό αυτόματο «Μπράουνινγκ» των εφτά. Χαμογέλασε με πίκρα. «Φρόντισε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα ως τότε…» Κοίταζε το πιστόλι. Έμοιαζε σαν ένα κομψό παιχνίδι από έβενο, μέσα στο μεγάλο, δυνατό χέρι του. Το ξανάβαλε στη βαλίτσα του και το σκέπασε πάλι με τα ρούχα. Η πόρτα χτύπησε.

“Οι διακοπές στη Μύκονο” ανήκουν στη χρυσή χρονιά του Γιάννη Μαρή, το 1956. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Καλοκαίρι, Αύγουστος, Μύκονος. Ο πρωταγωνιστής φλερτάρει με τον τίτλο του ζιγκολό κα’ι τιμωρείται επειδή δεν τηρεί τις αρχές του μέχρι τέλους, καθώς ερωτεύεται μια εικοσάχρονη, τη Λία Καραπάνου. «Μια κοπέλα με κοντά μαλλιά και παράξενα γκριζοπράσινα μάτια διάβαζε ένα περιοδικό μόδας δίπλα του. Μια στιγμή -τυχαία ή επίτηδες- το περιοδικό γλίστρησε από τα χέρια της. Εκείνος έσκυψε, το πήρε και της το έδωσε. Του χαμογέλασε με μια σειρά θαυμάσια άσπρα δόντια σε ένα πολύ Ηλιοψημένο πρόσωπο». Φλερτάρουν και κάνουν παρέα καθημερινά στις παραλίες. «Ήταν ευτυχισμένη να βρίσκεται δίπλα σε αυτόν τον όμορφο, δυνατό άντρα, κάτω από τον χρυσό ήλιο. […] Ήταν αυτό που δεν έπρεπε να τού τύχει. Και του έτυχε. Η Λία ήταν ερωτευμένη μαζί του κι αυτός τώρα το ήξερε πως την αγαπούσε. […] Ήταν γεμάτος απόγνωση και ταυτόχρονα ευτυχία. “Μια ευτυχία με προθεσμία”, σκέφθηκε και χαμογέλασε με πίκρα».

Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Μαρή στο ύφος του αμερικάνικου νουάρ, που θυμίζει το “Τέλος της διαδρομής” του W.R. Burnett (Άγρα, 1993). Οι “Διακοπές στη Μύκονο” είναι μέσα στα καλύτερα βιβλία του Μαρή και το μόνο με στοιχεία μαύρου αστυνομικού μυθιστορήματος.

Ξένη λογοτεχνία

Ποτέ πια μόνος

Καρίλ Φερέ

15.50

Eiναι οι πρώτες διακοπές του Μακ Κας με τη δεκατριάχρονη κόρη του Αλίς, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε μόλις πρόσφατα και αναπάντεχα. Ο πρώην αστυνομικός, μονόφθαλμος και στριφνός, χωρίς ψευδαισθήσεις, απροσποίητος και συνειδητά αυτοκαταστροφικός, εκμεταλλεύεται την περίσταση για να μάθει έστω και αργά τί σημαίνει να είναι πατέρας. Και, παρά την καλή του θέληση, είναι σαφές ότι έχει μια πολύ προσωπική προσέγγιση στην ευθύνη αυτή.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το παλιό λαγωνικό μαθαίνει για το θάνατο του καλού του φίλου Μάρκο, δικηγόρου και έμπειρου ιστιοπλόου, που χτυπήθηκε από φορτηγό πλοίο ενώ έπλεε στη Μάγχη. Για τον Μακ Κας, είναι αδιανόητο ο φίλος του να έκανε κάποιο λάθος πλοήγησης. Πώς όμως να συνδυάσει τις οικογενειακές διακοπές με την Αλίς και την εξιχνίαση του φριχτού θανάτου του φίλου του;

Αγανακτισμένος από τη συλλογική αδράνεια στο δράμα των προσφύγων και των μεταναστών, ο Μάρκο προσπάθησε να ταράξει τα νερά με τα μέσα που διέθετε, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνισή του στη θάλασσα. Και ενώ ο Μακ Κας αδιαφορεί παντελώς για τους ανθρωπιστικούς σκοπούς του φίλου του, αποκαλύπτεται ότι και η πρώην σύζυγός του έχει εξαφανιστεί, και εκείνος θα ορμήσει ενάντια σε όλους και σε όλα, έχοντας μοναδικό κανόνα το “ρίχνω τη βολή για το ‘σπάσιμο’ και κάποια άκρη θα βγει”. Όλα είναι ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του μηδενισμού του Μακ Κας. Κι όμως: Θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, και μάλιστα ένα είδος ευτυχίας, με τον δικό του τρόπο. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Αστυπάλαια, όπου και θα δοθεί η λύση.

Ο Καρύλ Φερέ επιχειρεί να περιγράψει την πραγματικότητα μιας βαλτωμένης από την κρίση Ελλάδας

Ξένη λογοτεχνία

Η τέχνη της απώλειας

Αλίς Ζενιτέρ

20.00

Η Ναϊμά, μια σύγχρονη νεαρή Γαλλίδα, είναι αλγερινής καταγωγής. Η οικογενειακή της ιστορία φαντάζει στα μάτια της μακρινή, σχεδόν αδιάφορη. Άλλωστε, κανείς δεν της μίλησε ποτέ γι’ αυτήν.

Ο παππούς της ο Αλί, ένας Καβύλιος ορεσίβιος, πεθαίνει πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί η Ιστορία τον έκανε έναν “αρκί”, συνεργάτη των Γάλλων, διωγμένο από την πατρίδα του, προδότη για τους Αλγερινούς, ξένο δεύτερης κατηγορίας για τους Γάλλους. Η Γιεμά, η γιαγιά της, θα μπορούσε ίσως να της απαντήσει, όχι όμως σε μια γλώσσα που η Ναϊμά θα την καταλάβαινε. Όσο για τον Χαμίντ, τον πατέρα της, που φτάνει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1962 και βρίσκεται κλεισμένος μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα γκέτο, δεν μιλάει πια για την Αλγερία των παιδικών του χρόνων. Πώς, λοιπόν, να κάνεις μια χώρα να αναδυθεί από τη σιωπή;

Η Αλίς Ζενιτέρ αφηγείται με τολμηρό τρόπο τη μοίρα, ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, τριών γενεών μιας οικογένειας φυλακισμένης σ’ ένα παρελθόν βαθιά ριζωμένο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γοητευτικό και βαθύ, στοχασμό πάνω στο τι σημαίνει να νιώθεις παντού ξένος και ταυτόχρονα ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, πέρα από κληρονομιές και προσωπικές ή κοινωνικές επιταγές.

Είναι ένα βιβλίο για τους ηττημένους, τους χαμένους της Ιστορίας, για την επώδυνη σχέση Γαλλίας και Αλγερίας που σημαδεύτηκε από την αποικιοκρατία και έναν πολυετή πόλεμο, για το πώς η ζωή των ατόμων συνυφαίνεται με την Ιστορία, το πώς σφραγίζεται από αυτήν, αλλά και το πώς, επίσης, μπορεί να χειραφετηθεί από αυτήν.

Ξένη λογοτεχνία

Χαμένος παράδεισος

Τζάιλς Μίλτον

22.95

O Χαμένος Παράδεισος είναι μια δυνατή ιστορία καταστροφής, ηρωισμού και επιβίω­σης, ειπωμένη με τον ξεχωριστό λόγο που κατέστησε τον Τζάιλς Μίλτον επιτυχημένο δημοσιογράφο και συγγραφέα. Ξετυλίγεται μέσα από τις αναμνήσεις επιζώντων, πολλοί απ’ τους οποίους μιλάνε για πρώτη φορά δημόσια, και τις μαρτυρίες εκείνων που βρέθηκαν στη δίνη μιας από τις μεγαλύτερες καταστροφές της σύγχρονης ιστορίας.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, το τουρκικό ιππικό μπήκε στη Σμύρνη, την πιο πλούσια και κοσμοπολίτικη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στην πόλη υπήρχε διάχυτος ο φόβος ότι ο νικηφόρος πια τουρκικός στρατός θα ξεσπούσε με παράφορο μένος στους κατοίκους της Σμύρνης.

Η πραγματικότητα όμως διέψευσε και την πιο δυσοίωνη πρόβλεψη. Αυτό που συνέβη τις επόμενες δύο εβδομάδες έχει καταγραφεί ως ένα απ’ τα πιο φρικτά δράματα στην ιστορία του εικοστού αιώνα, το δράμα του ξεριζωμού χιλιάδων προσφύγων, των οποίων το αίμα κυλάει στις φλέβες πολλών σύγχρονων ελληνικών οικογενειών. Σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύματα μιας τρομακτικής, σε βιαιότητα και έκταση, καταστροφής.

Ξένη λογοτεχνία

Η τριλογία της Μασσαλίας

Ζαν Κλωντ Ιζζό

22.00

Με τον τίτλο “Η τριλογία της Μασσαλίας” επανεκδίδονται σε έναν τόμο τα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό “Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας”, “Το τσούρμο”, “Solea”, με ήρωα τον Φαμπιό Μοντάλ, αυτό τον ευαίσθητο αστυνόμο, απόγονο μεταναστών, εχθρό της βίας, που αγαπά την ποίηση, την τζαζ, το ψάρεμα, τις γυναίκες και την πόλη του, τη Μασσαλία: μια πόλη σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, το μεγάλο λιμάνι της Γαλλίας.

Η Μασσαλία, με το λιμάνι και τους ανθρώπους της, τους δρόμους και τα κορίτσια της, εκεί όπου διασταυρώνονται Γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για νουάρ ιστορίες.

Και ο ήρωας, γεμάτος αμφιβολίες για τον εαυτό του, πάντα αποφασισμένος να φτάσει ως το τέλος, συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της χαμένης αθωότητας. Παλεύοντας μεταξύ νοσταλγίας και ανταρσίας, δρα για χάρη της συντροφικότητας και της φιλίας με την ίδια πάντοτε ανθρωπιά. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

“Ο Ιζζό, τέκνο της “λαθρομετανάστευσης” κι αυτός, όπως και ο Ζιντάν, χάρισε στην πόλη του κάτι που η πόλη του τού ανταποδίδει τώρα με αγάπη και ευγνωμοσύνη: μια νέα εικόνα μια νέα ζωή. Ένα μύθο. Ζηλεύω τη Μασσαλία. Πολύ θα το ‘θελα να βρω μια μέρα το μπαρ του Φονφόν – καλή του ώρα – και να του φωνάξω: “Patron, un pastis!”. Στη μνήμη του Ιζζό”.

Ξένη λογοτεχνία

Αλεξανδρινό κουαρτέτο

Λόρενς Ντάρελ

19.80

Το αριστούργημα του Λόρενς Ντάρελ, ενός από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς του β΄μισού του 20ού αιώνα, είναι ένα ολοζώντανο έργο το οποίο επαινέθηκε όσο λίγα. Τζαστίν, Μπαλτάζαρ, Μαουντόλιβ και Κλέα, τα πρόσωπα που δίνουν το όνομά τους στα βιβλία αυτής της τετραλογίας, διαπλέκονται μεταξύ τους ενώ πέμπτη πρωταγωνίστρια η πόλη της Αλεξάνδρειας, εξωτική και παρηκμασμένη, γεμάτη ομορφιά και γραφικότητα, σύμβολο ενός κόσμου κατεξοχήν ερωτικού. Αιχμηρό χιούμορ, αλήθεια και όνειρο…

Γενικά

Ο ξένος

Αλμπέρ Καμύ

10.60

«…Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον “Ξένο”, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, δίχως τίποτα το ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα ν’ αποδώσω με τον ήρωά μου τον μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόσθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί».
Αλμπέρ Καμύ, 1954

Έλενα Φερράντε

13.09

Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».

Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.

Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».

Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.

Μαρία Δρουκοπούλου

Έλενα Φερράντε

12.53

Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».

Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.

Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».

Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.

Μαρία Δρουκοπούλου

Έλενα Φερράντε

13.09

Η Τετραλογία της Νάπολης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα εκδοτικό φαινόμενο, έχοντας δημιουργήσει ένα πραγματικά φανατικό κοινό που από τόμο σε τόμο όχι μόνο δεν έχανε το ενδιαφέρον του, αλλά περίμενε τη συνέχεια της ιστορίας πριν ακόμα τελειώσει το βιβλίο που είχε ανά χείρας. Περισσότερο και από τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ταυτότητα της Φεράντε, είναι ενδιαφέρον να βλέπεις από τη μια το ενοχικό ύφος διαφόρων βιβλιόφιλων όταν εκμυστηρεύονταν το «κόλλημά» τους με την Τετραλογία και από την άλλη αρκετούς «διαβασμένους» να παραδέχονται ότι τελικά δεν πρόκειται για μια ελαφριά, πιασάρικη ιστοριούλα, αλλά για ένα μυθιστόρημα με λογοτεχνικές αξιώσεις, που ουδεμία σχέση έχει με «ροζ λογοτεχνία».

Προς τι, λοιπόν, όλο αυτός ο ντόρος; Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Λίλας, που μεγαλώνουν στην ίδια φτωχική γειτονιά τη δεκαετία του ’50 και η πορεία τους τούς φέρνει μέχρι τις μέρες μας, διατρέχοντας παράλληλα τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που βιώνει η Ιταλία στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών. Και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα βιβλίο με πρωταγωνίστριες δυο φίλες, η συγγραφέας πετυχαίνει να φέρει στο επίκεντρο το γενικότερα παραγνωρισμένο στη λογοτεχνία θέμα της γυναικείας φιλίας, μιλώντας για τον τρόπο που σχετίζονται οι γυναίκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυπλοκότητά της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρωίδων και το πώς αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά τους όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο βίο.

Σίγουρα η σχέση τους είναι πολυκύμαντη, μεγαλώνουν, στην προσπάθειά τους να ανεξαρτητοποιηθούν και να αποκτήσουν δική τους φωνή ακολουθούν διαφορετικές πορείες, ξαναβρίσκονται, τα συναισθήματα τις ενώνουν και τις χωρίζουν, τα θεμέλια της σχέσης τους όμως είναι γερά. Η ίδια η Φεράντε είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της: «Ο γυναικείος ανταγωνισμός είναι χρήσιμος μόνο όταν δεν επικρατεί∙ δηλαδή αν συνυπάρχει με την εγγύτητα, την οικειότητα, την επίγνωση του πόσο απαραίτητη είναι η μία στην άλλη, με ξαφνικές εξάρσεις αλληλεγγύης, παρά τη ζήλια, τον φθόνο και όλη την κακοδαιμονία που μπορεί να προκύψει».

Η Τετραλογία της Νάπολης καταφέρνει να καταρρίψει την άποψη που θέλει τις γυναίκες ανίκανες να δημιουργήσουν μια φιλία βασισμένη στη διαφάνεια, στην πίστη. Ίσως, μάλιστα, να μπορούσαμε να πούμε πως βλέπει πέρα από το στερεότυπο της ατελούς γυναικείας φιλίας, αποδεχόμενη τη μειονεκτική της πλευρά της ως συστατικό και όχι ως καθοριστικό της γνώρισμα. Η λέξη για τη φιλία στα ιταλικά είναι «amicizia» και προέρχεται από το ρήμα «amare», που σημαίνει «αγαπώ». Και η Φεράντε, με τον λιτό και ρεαλιστικό της λόγο, περιγράφει την πορεία των δύο γυναικών προς αυτήν.

Μαρία Δρουκοπούλου