Η ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ τοποθετείται στην καρδιά του δράματος της ζωής του Τολστόι, στην πιο κρίσιμη στιγμή της πολυετούς εσωτερικής διαμάχης του (κατά τη γνώμη μας από τότε που έπιασε την πένα), μιας διαμάχης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον ηθικολόγο, τον ποιητή και τον προφήτη, τον άνθρωπο της γης -άξιο να γεύεται όλες τις χαρές της ζωής με τη μεγαλύτερη ένταση- και τον ασκητή που τείνει προς μια ολοένα και πιο ολοκληρωτική λιτότητα, έως την ύστατη φυγή και το θάνατο στον μικρό σταθμό του Αστάποβο. Οι δύο αυτές αντίθετες δυνάμεις συνυπάρχουν μέσα του και κυριαρχούν με τη σειρά τους, παίρνοντας η μία τη σκυτάλη από την άλλη: Εκείνος άλλοτε δίνεται στη μία, άλλοτε στην άλλη, και δεν βρίσκει ισορροπία παρά μονάχα στη σωματική άσκηση: κυνήγι, εργασίες στα χωράφια, τα οποία, εξουθενώνοντάς τον, κάνουν να πάψουν προς στιγμήν αυτές οι δύο αγωνιώδεις φωνές. Έτσι, όταν γράφει την Άννα Καρένινα, είναι βαθιά διχασμένος: από τη μια εύχεται να τελειώσει το συντομότερο το έργο ώστε να βρει χρόνο για τα επιτακτικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν, ιδίως το θρησκευτικό ερώτημα: Ποιός είναι ο Θεός; Μπορεί άραγε να πιστεύει ακόμη σ’ Εκείνον; Από την άλλη όμως, ο καλλιτέχνης ωθείται από μια σχεδόν ακατανόητη δύναμη να τελειοποιήσει το έργο, να το κάνει όσο πιο άψογο γίνεται. Τα συναισθήματα που τρέφει για τη δουλειά του είναι αντιφατικά: Άλλοτε την αγαπά, άλλοτε την απεχθάνεται. Η πλέον θεαματική κρίση ξεσπά τη στιγμή περίπου όπου έχει φτάσει στη μέση του μυθιστορήματος. Συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, που φαινομενικά δεν του λείπει απολύτως τίποτε, αμφιταλαντεύεται για το έργο και τη ζωή του, καταλαμβάνεται από ένα είδος ιλίγγου μπροστά στο αιώνιο ερώτημα “προς τί;” και σκέφτεται την αυτοκτονία. […]
Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Εμανουέλ Καρέρ
Η τρέλα και ο τρόμος έχουν στοιχειώσει τη ζωή μου. Όλα τα βιβλία μου δεν μιλούν για τίποτε άλλο.
Μετά τον Εχθρό, δεν άντεχα πια. Ήθελα να ξεφύγω.
Πίστεψα ότι θα ξέφευγα αγαπώντας μια γυναίκα και κάνοντας μια έρευνα.
Η έρευνα αφορούσε τον παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου, ο οποίος αφού έζησε μια δραματική ζωή εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 1944 και εκτελέστηκε, κατά πάσα πιθανότητα, ως συνεργάτης των Γερμανών. Αυτό είναι το μυστικό της μητέρας μου, το φάντασμα που καταδιώκει την οικογένειά μας.
Για να ξορκίσω αυτό το φάντασμα, πήρα ριψοκίνδυνους δρόμους. Κατέληξα σε μια μικρή πόλη, χαμένη κάπου στη ρωσική επαρχία, όπου έμεινα για αρκετό καιρό, όντας συνέχεια σ’ επιφυλακή, περιμένοντας να συμβεί κάτι. Και όντως συνέβη κάτι: ένα αποτρόπαιο έγκλημα.
Η τρέλα και ο τρόμος επέστρεφαν. Επέστρεψαν, επίσης, στην ερωτική μου ζωή. Έγραψα, για τη γυναίκα που αγαπούσα, μια ερωτική ιστορία η οποία πίστευα ότι θα είχε αντίκτυπο στην πραγματικότητα, όμως η πραγματικότητα ανέτρεψε τα πλάνα μου. Μας βύθισε σ’ έναν εφιάλτη που έμοιαζε με τις χειρότερες ιστορίες των βιβλίων μου και ο οποίος ισοπέδωσε τις ζωές μας και την αγάπη μας.
Γι’ αυτό μιλάει ετούτο το βιβλίο: για τα σχέδια που καταστρώνουμε προκειμένου να ελέγξουμε την πραγματικότητα και για τον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα ξαναπαίρνει πάντοτε το πάνω χέρι και μας απαντάει.
Γωγώ Ατζολετάκη
H Αλεξάνδρα, μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά που βιώνει, μετρά τα χρόνια της. Σίγουρα είναι πολλά. Βρίσκεται πια στη «γκρίζα ζώνη» της ζωής της… Όμως, δεν είναι τόσο μεγάλη ούτε τόσο άρρωστη, όσο πιστεύουν οι άλλοι.
Κι αυτοί ο «άλλοι» δεν είναι παρά τα παιδιά της –ο γιος της και η νύφη της, ιδιαιτέρως η νύφη της–, που πλέον δεν θέλουν τη γιαγιά μέσα στα πόδια τους, στο πολυτελές σπίτι τους, που η ίδια η Αλεξάνδρα τους βοήθησε ν’ αποκτήσουν.
Και πώς ν’ απαλλαγούν από τη «γριά»; Πού να τη στείλουν;
Το Γηροκομείο είναι πάντα μια καλή λύση!
Ανήμπορη να αντιδράσει η Αλεξάνδρα, υποτάσσεται στη μοίρα της. Αποφασισμένη ότι εκεί, στο Γηροκομείο, παραπεταμένη και ξεχασμένη, θα τελευτήσει τις μέρες της.
Όμως, η πάντα απρόβλεπτη ζωή, θα κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Ένα τυχαίο γεγονός θα γίνει το έναυσμα για μια καινούργια αρχή, για πρωτόγνωρους και ελπιδοφόρους ορίζοντες.
Ποτέ μη λες «ποτέ»!
Μια ωδή στην τρίτη ηλικία της ζωής μιας γυναίκας, που τελικά μπορεί να εξελιχθεί σε μια… τρίτη άνοιξη!