Ο Πίτερ και ο Πολ, δίδυμα δεκατριάχρονα αδέλφια, κάτοικοι του αγροτικού Τρινιντάντ, παρά την εξωτερική τους ομοιότητα, διαφέρουν τελείως στην ψυχική και νοητική τους συγκρότηση: ο πρώτος θεωρείται ιδιοφυΐα προορισμένη να έχει ένα λαμπρό μέλλον, ο άλλος είναι «παράξενος». Όταν ο Πολ πέφτει θύμα απαγωγής, ο πατέρας τους βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τρομερό δίλημμα: να τον σώσει δίνοντας για λύτρα τα χρήματα που έχει εξασφαλίσει για τις σπουδές του «χαρισματικού» του παιδιού ή να τον θυσιάσει;
Χρυσό παιδί
€15.30
Μετάφραση: Δημήτρης Μαύρος
Σελίδες: 341
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Σάμιουελ Μπέκετ
Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης.
Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.
Κοινωνιολογία
Συλλογικό
Μαζί με τη σχέση των δύο φύλων και των διαφορετικών γενεών, αυτή του αφέντη-υπηρέτη συνιστά ίσως την πιο πλούσια σημασιολογικά, θέτοντας ζητήματα εξουσίας, αυτοπροσδιορισμού, ιδεολογικής ταυτότητας, κοινωνικών και εργασιακών διεκδικήσεων και οικονομικών, ταξικών και φυλετικών ιεραρχήσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων.
Η παρούσα έκδοση φωτίζει με σφαιρικό τρόπο, για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία, τις ιστορικές διαδρομές και τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις που σχετίζονται με το υπηρετικό προσωπικό στον ελληνόφωνο χώρο σε ένα διάστημα δύο αιώνων (19ος αιώνας έως σήμερα), μέσα από δεκαεννέα κείμενα ειδικών από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους, δομημένα σε τέσσερα μέρη που αλληλοσυμπληρώνονται («Ιστορικές αποτυπώσεις και εργασιακή καθημερινότητα», «Όψεις της οικιακής εργασίας στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία», «Το υπηρετικό προσωπικό στη δραματουργία και τη θεατρική πράξη», «Απεικονίσεις στον κινηματογράφο και την τηλεόραση»), Η διεπιστημονική και χρονικά διευρυμένη αυτή εξέταση αναδεικνύει τις εξελίξεις στην εργασιακή καθημερινότητα του υπηρετικού προσωπικού, τις ομοιότητες και τις διαφορές σε αναπαραστάσεις ποικίλων καλλιτεχνικών και πολιτιστικών προϊόντων και τις αναλογίες και αποκλίσεις ανάμεσα στις ιστορικές πτυχές του θέματος και τις μυθοπλαστικές αποδόσεις του.
Με αυτόν τον τρόπο, προεκτείνονται οι γνώσεις που έχουν παράσχει προγενέστερες μελέτες και εγκαινιάζονται νέοι ορίζοντες στην έρευνα για το υπηρετικό προσωπικό στην Ελλάδα. Πάνω από όλα, ο συλλογικός αυτός τόμος βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα ζητήματα που αφορούν τις εμπειρίες και τις εικόνες μίας μεγάλης ομάδας εργαζομένων με μακρά ιστορία και στενή σχέση με την ελληνική οικογένεια: από τα κορίτσια και τα αγόρια που εγκατέλειπαν την επαρχία στο παρελθόν για να υπηρετήσουν εύπορες οικογένειες των αστικών κέντρων μέχρι τις σημερινές μετανάστριες και τους μετανάστες που απασχολούνται στο μέσο ελληνικό σπίτι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
Ποίηση
Χάρης Μεγαλυνός
ΗΜΕΡΑ
Καταλαβαίνω τη μέρα απ’ το στόμα,
απ’ το πώς τρέχει το νερό στον νιπτήρα,
απ’ το πώς συνδυάζεται το κρασί της περασμένης βραδιάς
με την κολλημένη στον πίσω γομφίο οδοντόπαστα.
Κι όμως δεν ήταν πάντα έτσι ανθρώπινη η μέρα μου,
ο ξυπνητός μου ήλιος,
αφού δεν περίμενε ούτε καν την αυγή
για να κοκκινίσει τα σκοτεινά παντζούρια
και τις αναλαμπές των τζαμιών.
Πες ότι οι μέρες τότε ήσαν αμίμητες,
έτοιμες να εφορμήσουν απ’ τον τάφο των σεντονιών
και τις ομίχλες που τύλιγαν στη μακαριότητά τους
τα χαλιά, τα υπνοδωμάτια, τις κορνίζες.
Πες καλύτερα ότι οι μέρες εκείνες
για πρώτη φορά έσπρωχναν προς τα πίσω
χοντρά ρούχα, φατνώματα και πόρτες
που δεν είχαν αριθμούς σπιτιών
ούτε σούπες ρυθμισμένες για το κρύο
παρά οκτάωρα μελετηρών παιδιών
με εξασφαλισμένο το οικονομικό τους μέλλον.
Ξένη λογοτεχνία
Κάρολιν Έμκε
Ποιοι είμαστε; Ποιοι μπορούμε να είμαστε, ποιοι θέλουμε να είμαστε, όταν μάλιστα ακολουθούμε διαφορετικούς δρόμους από αυτούς που επιτάσσει η «κανονικότητα»;
Ανακαλύπτουμε εμείς την ερωτική επιθυμία ή μας ανακαλύπτει εκείνη; Πόσο ελεύθεροι είμαστε να ζήσουμε τον πόθο μας; Και έχει αυτός μία και μόνο μορφή, ή μεταβάλλεται και βαθαίνει, γίνεται τρυφερότερος;
Στο τόσο προσωπικό και συγχρόνως αναλυτικό κείμενό της, η Καρολίν Έμκε ψηλαφεί την αναζήτηση και τη βαθμιαία ανακάλυψη του δικού της, διαφορετικού πόθου. Μιλάει για την ομοφυλοφιλική επιθυμία, την περίοδο της νιότης της στη δεκαετία του ’80, όταν η σεξουαλικότητα παρέμενε καταχωνιασμένη σε βαθύ σκοτάδι. Αρθρώνει τις ποικίλες διαλέκτους του πόθου, περιγράφει την απόλαυση της εκπλήρωσης, αλλά και το δράμα, τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανθρώπων που δεν βρίσκουν τον τρόπο να δώσουν περίγραμμα και μορφή στην επιθυμία τους. Ένας ύμνος στην ελευθερία, μια συγκλονιστική μαρτυρία, βαθιά προσωπική και, ταυτόχρονα, άκρως πολιτική.
Ελληνική λογοτεχνία
Στρατής Παπαϊωάννου
Ο ρήτορας και φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (Κωνσταντινούπολη, 1018-1078) είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στην ιστορία της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα. Η απήχησή του δεν είναι τυχαία. Ἐγραψε σχεδόν για τα πάντα, καλλιεργώντας περίπου όλα τα βυζαντινἀ λογοτεχνικά είδη και παρέχοντάς μας όχι απλώς μια μοναδική ματιά στο Βυζάντιο του ενδέκατου αιώνα, αλλά και μια πολυτυπία προσωπογραφιών που ακροβατούν ανάμεσα στην εξιδανίκευση, την ειρωνεία και την ευαισθησία. Η μορφή που ξεχωρίζει στις προσωπογραφήσεις του Ψελλού είναι αναμφισβήτητα εκείνη του εαυτού του, το εγώ του συγγραφέα.
Το βιβλίο προσπαθεί να αποδομήσει αλλά και να ανασυνθέσει τον αυτοαναφορικό λόγο του Ψελλού, εντοπίζοντας τις εμμονές και τις σιωπές του. Πώς ορίζει τον λογοτέχνη και την αυτοπαρουσίαση; Πώς χειρίζεται τη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο; Με ποιούς τρόπους σκιαγραφεί και πραγματώνει το πορτρέτο του; Τι ρόλο προσδίδει στο σώμα και στα συναισθήματα, στο εγώ που γοητεύει αλλά και πάσχει; Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, ποιο ήταν το κύρος ενός ρήτορα, όπως ο Ψελλός, στη βυζαντινή κοινωνία; Ποιο το ακροατήριο και οι προσδοκίες του; Ποια η θέση των κειμένων του στην ιστορία της ρητορικής και της αυτοπαρουσίασης στον ελληνικό έντεχνο λόγο, από τους κλασικούς έως το Βυζάντιο της μέσης περιόδου; Τι ήταν εντέλει η βυζαντινή ρητορική; Και ποια η σχέση της με αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως λογοτεχνία; Στις απαντήσεις που προτείνονται, αναδύεται μια λογοτεχνία που παραμένει άγνωστη και παρεξηγημένη, ένας λόγος ίσως ξένος, αλλά και τόσο οικείος.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Βασίλι Γκρόσμαν
Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.
Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.
Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.
Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.
Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.
Στέφανος Καβαλλιεράκης
Η Ελληνική Επανάσταση κατατάσσεται δικαιολογημένα στις μεγάλες επαναστάσεις που σφράγισαν την εποχή της Νεωτερικότητας. Η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έκρηξή της έχει εύλογα κορυφώσει το ενδιαφέρον.
Η σειρά 200 χρόνια από την Επανάσταση φιλοδοξεί να συνεισφέρει στη δημόσια ιστορία και στον διάλογο για τον χαρακτήρα και τις μορφές της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων.
Το βιβλίο αυτό διερευνά ένα γοητευτικό μυστήριο, αλλά και μια συναρπαστική ιστορική διαδρομή, τη συνάντηση προσώπων, γεγονότων, συγκυριών, στην πορεία της προετοιμασίας για το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η οποία έμοιαζε άκαιρη και εκτός διεθνούς πλαισίου.
Δύο αιώνες μετά, η ιστορική μελέτη έχει να επιλύσει πολλά ιστορικά ζητήματα ακόμα, ενώ εκκρεμεί η ένταξη της επανάστασης στα κυρίαρχα σχήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας – ίσως γιατί διατηρεί έως και σήμερα την ιδιοτυπία της, που έχει να κάνει ακριβώς με τις διαφορετικές οπτικές και τα βλέμματα που μπορεί να συγκεντρώνει πάνω της. Η Ελληνική Επανάσταση συνιστά ένα νεωτερικό γεγονός για την ίδια την Ευρώπη σ’ ένα φαινομενικά ασφυκτικό, παραδοσιακό πλαίσιο.
Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι Διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών-Ιδρύματος Βούρου Ευταξία από το 2018. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα των Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου όπου ολοκλήρωσε και τη διδακτορική του διατριβή ως υπότροφος. Είναι εισηγητής στο Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει γράψει σειρά ιστορικών άρθρων με άξονα την ιστορία της εκπαίδευσης, την κίνηση των ιδεών και τις ιδεολογικές διαμορφώσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αρθρογραφεί τακτικά στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων παρουσιάζοντας ιστορικά βιβλία, καθώς και στην επιθεώρηση Βιβλίου Books’ Journal. Με τον Α. Κουτσολαμπρόπουλο επέλεξαν, συνέθεσαν και επιμελήθηκαν τα κείμενα για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Σπουδαία ερείπια: Η Ελλάδα με τα μάτια των ξένων ταξιδιωτών (16ος-19ος)» που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2020.
Στη σειρά «200 χρόνια από την Επανάσταση» κυκλοφορούν: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, Ιωάννης Καποδίστριας: Ο «αμνός» της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων των Θάνου Μ. Βερέμη, Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου) και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης: Ο ηγέτης της Μάνης στην Ελληνική Επανάσταση του Αθανάσιου Συροπλάκη (κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου).
Η σειρά συνεχίζεται το 2021 με τα βιβλία: Ρήγας Φεραίος, Μπουμπουλίνα, Τα συντάγματα της Επανάστασης, Οι εμφύλιες διαμάχες του 1821, Από τη σφαγή της Χίου στην Έξοδο του Μεσολογγίου, Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Επανάσταση.
Πολιτική
Τζενκίζ Ακτάρ
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη μελλοντική πορεία της Τουρκίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αποτελούσε υπόδειγμα για τις μουσουλμανικές χώρες και ήταν υποψήφια για να γίνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η αποτυχία της ευρωπαϊκής της πορείας, για την οποία είναι συνυπεύθυνη και η Ευρώπη, ήταν προάγγελος μιας εκτροπής από την πορεία εκδυτικισμού.
Η Τουρκία γίνεται πολεμοχαρής στην εσωτερική και εξωτερική της πολιτική, ενώ οι χώρες της Δύσης προσπαθούν να διαχειριστούν την “τουρκική κρίση” χωρίς να την έχουν κατανοήσει. Αμφιταλαντεύονται στον τρόπο αντιμετώπισης, ενώ η μεγάλη αυτή χώρα οδηγείται στην αποσύνθεση. Ο συγγραφέας μάς δίνει τα απαραίτητα εργαλεία ανάλυσης για να κατανοήσουμε τον διαμελισμό μιας κοινωνίας ανάμεσα στο κράτος, το έθνος, τη θρησκεία, τους αυτοκρατορικούς μύθους και τη Δύση.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το ολοκαύτωμα
Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο - Αλμπέρτος Ναρ
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ, τις οποίες συγκέντρωσαν και εξέδωσαν στον τόμο αυτό οι Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτας Ναρ, δεν αποτελούν απλώς τεκμήριο και ανεκτίμητη ιστορική πηγή, αλλά και μάθημα για τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κακό, τόσο από τη μεριά εκείνων που το επιβάλλουν όσο και από εκείνους που το υφίστανται και επιβιώνουν. Μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στην καρδιά του βαθύτερου σκότους, αυτού της ζωής και του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό λεξικό όρων, ονομάτων και τόπων, καθώς και χρονολογικό πίνακα γραμμένα από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.
“Κι εμείς μυρίζαμε όλο τον καπνό. Ήτανε μυρωδιά από κρέας καμένο. Και το πιστεύαμε και δεν το πιστεύαμε. Είναι άσχημα να το πεις αυτό σ’ έναν άνθρωπο, ότι καίγονται άνθρωποι εκεί μέσα. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Μπορεί να το κάνουν αυτό άνθρωποι; Κι εντούτοις, μετά, με τον καιρό… Βλέπεις η συνήθεια σου δίνει μια ανακούφιση. Συνηθίζεις το κακό. Στην αρχή υποφέρεις πολύ. Μετά το συνηθίζεις και λες, αυτή είναι η ζωή, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είμαστε σ’ ένα στρατόπεδο και είναι αδιέξοδο”.
“Υπήρχαν κάποιοι αποχωρισμοί που σε κανένα βιβλίο δεν γράφονται, δηλαδή μια μάνα να αφήνει το παιδί, το παιδί να αφήνει τη μάνα… και να ξέρουμε ότι δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ. Ήταν μαρτύριο, κόλαση εκείνη η ώρα. Αποχωρισμός ζωντανός… Και δεν φταίγαμε σε τίποτα, έφταιγε μόνο το ότι ήμασταν Εβραίοι. Δεν κλέψαμε, δεν δολοφονήσαμε, μόνο που ήμασταν Εβραίοι”.
“Κι εγώ ήθελα να φύγω και μου λέει ο πατέρας μου: “Πάρε ένα πιστόλι, σκότωσέ μας, κι ύστερα φύγε”. Πως να φύγουμε λοιπόν; Τι να κάνουμε; Να αφήναμε τον πατέρα με πέντε παιδιά;”
“Αυτά που σας λέω, ούτε λέγονται, ούτε μπορεί να τα γράψει κανείς, ούτε να τα φανταστεί. Το τι μέρες δύσκολες, του θανάτου, έχουμε περάσει, δεν γράφονται, ούτε διηγούνται”.
“Εύχομαι άλλο κακό να μη δούμε”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ξένη λογοτεχνία
Τζούλιαν Μπαρνς
O βραβευμένος με Μπούκερ Τζούλιαν Μπαρνς μας ξεναγεί στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, αφηγούμενος τη ζωή του πρωτοπόρου της ιατρικής Σάμιουελ Πότσι.
Το καλοκαίρι του 1885, τρεις Γάλλοι κατέφτασαν στο Λονδίνο για ψώνια. Ο ένας ήταν πρίγκιπας, ο άλλος κόµης και ο τρίτος ένας κοινός θνητός µε ιταλικό όνοµα, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε απαθανατιστεί σε ένα από τα πιο σπουδαία πορτρέτα του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ. Αυτός ο κοινός θνητός ήταν o Σαµιέλ Πότσι, γιατρός, πρωτοπόρος γυναικολόγος και ελεύθερο πνεύµα – ένας λογικός επιστήµονας µε µια διαβόητα περίπλοκη προσωπική ζωή.
Φόντο της ζωής του, η παρισινή Μπελ Επόκ. Η όµορφη εποχή της λάµψης και της ευχαρίστησης συχνότερα έδειχνε την άσχηµη πλευρά της: υστερική, ναρκισσιστική, χλιδάτη και βίαιη, µια εποχή αχαλίνωτης προκατάληψης και νατιβισµού, που έχει περισσότερες οµοιότητες µε τη δική µας εποχή απ’ όσο θα φανταζόµασταν.
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Ξυλούρη
Σε κάποιους τόπους, οι άνθρωποι έστηναν γύρω από τους τάφους πέτρες σε σχήμα καραβιού, πέτρινα πλοία για να πάνε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο. Για τους ζωντανούς, τα πλοία αυτά γίνονταν τόποι συνάντησης και τελετουργίας. Τα διηγήματα αυτής της συλλογής, δεκαπέντε ιστορίες για νησιά κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε θάλασσες πραγματικές ή φανταστικές, είναι πέτρινα πλοία με τον τρόπο τους: αφηγήσεις για ανθρώπους και τόπους που χάνονται, για τα ίχνη τους που κάποτε σβήνουν, και για όσους μένουν πίσω να θυμούνται.
Λένε κάποιοι πως η θάλασσα είναι απλώς ένας καθρέφτης. Τα νησιά δεν είναι παρά αντανακλάσεις των αστεριών? ο ωκεανός, ο ουρανός αντίστροφα. Γι’ αυτό και, όταν έχεις χαθεί στη θάλασσα, αρκεί να σηκώσεις τα μάτια στον ουρανό και τ’ αστέρια θα σου δείξουν τον δρόμο. Στο τέλος, θα χρειαστεί κάποιος να στραγγίξει τον ωκεανό για ν’ ανασύρει τα πτώματα. (απόσπασμα από το βιβλίο)
Δήμητρα Κελέση
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.