Στο προτελευταίο βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ περιγράφεται με αλληγορικό τρόπο μια δυστοπική ιστορία στην οποία τα ζώα μιας φάρμας επαναστατούν επειδή δεν αντέχουν τη σκληρή αντιμετώπιση του ανθρώπου-αφέντη, αντανακλώντας τα γεγονότα που οδήγησαν στη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και ακολούθως στη σταλινική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Η επανάσταση των ζώων που οργανώνεται από ένα ηλικιωμένο γουρούνι για να ξεφύγουν από τη σκλαβιά μετατρέπεται σταδιακά σε μονοκρατορία, όπου τα γουρούνια γίνονται οι νέοι δυνάστες. Η αλλοτρίωση που φέρνει η εξουσία και η (εύκολη) μεταμόρφωση του καταπιεσμένου σε αφέντη που κάνει αφόρητη τη ζωή των γύρω του είναι διαχρονική ‒ και σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.
Η Φάρμα των Ζώων
€8.48 €6.10
Μετάφραση: Νίνα Μπάρτη
Σελίδες: 144
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LIFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LifO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop..
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LifO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LifO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιβλία
Μαργαρίτα Καραπάνου
Σε ένα ελληνικό νησί γεμάτο εκκεντρικούς καλλιτέχνες που ψάχνουν την έμπνευση, ο Θεός, απογοητευμένος και προδομένος από την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους, αποφασίζει να στείλει έναν καινούργιο Μεσσία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους ‒τον Θεό που θα τους άξιζε‒ με έναν ανορθόδοξο τρόπο: σκύβει πάνω από το νησί και κάνει εμετό. Το ελληνικό νησί, μικρόκοσμος της σημερινής Ελλάδας και γενικότερα του σύγχρονου πολιτισμού, είναι ένας πύργος της Βαβέλ, όπου οι γλώσσες, οι ανθρώπινες σχέσεις, τα φύλα, συγχέονται. Ο Μανόλης, ο νέος Μεσσίας, περνάει σ’ αυτόν τον χώρο σαν υπνοβάτης, αγνοώντας μέχρι τέλους τη θεϊκή του φύση. Μια αριστουργηματική απεικόνιση του διαλυμένου κόσμου μας, αιχμηρή και απεγνωσμένα κωμική, αλλά και γεμάτη συμπόνια, σε ένα βιβλίο παράξενα ανθεκτικό, που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται από γενιά σε γενιά, έχοντας αποκτήσει cult status.
Βιβλία
Όμηρος
Η δωδέκατη ραψωδία σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη είναι τοποθετημένη στο κέντρο της Μεσογείου, στο κέντρο του έπους και στο κέντρο του καλοκαιριού. Ο πολύπλαγκτος Οδυσσέας, επιστρέφοντας από τον Κάτω Κόσμο, περνά πάλι από το νησί της Κίρκης, όπου του δίνει συμβουλές για να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει στον δρόμο του. Το πλοίο περνά από το νησί των Σειρήνων και μετά από το θανατερό στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Φτάνοντας στη Θρινακία, το νησί του Ήλιου, οι άντρες, υποκύπτοντας στην πείνα τους, σφάζουν και τρώνε κάποια από τα ιερά βόδια, παρόλες τις προειδοποιήσεις του Τειρεσία και της Κίρκης. Ο Ήλιος εξαγριώνεται και ζητά από τον Δία να σηκώσει θύελλα και να χτυπήσει με κεραυνό το πλοίο. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα χάνονται και αυτός φτάνει, άθλιος ναυαγός, στην Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτή τη μετάφραση, κανείς δεν αμφισβήτησε ότι διαβάζεται σαν τραγούδι.
LiFO Βιβλία
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.
Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.
Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.
Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.
________________
Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.
Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.
________________
Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή · τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.
Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.
Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.
______________
Ρόμπερτ Μακφάρλαν
Μια επική εξερεύνηση των κάτω κόσμων του πλανήτη μας όπως υπάρχουν στον μύθο, τη λογοτεχνία, τη μνήμη, και τη γη την ίδια.
________________
ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ που ένιωθες χωρίς οδοδείκτη, χωρίς έναν οδηγό που θα μπορούσε να σε οδηγήσει από το σκοτάδι της πανδημίας στο φως, υπήρξε ένα βιβλίο βγαλμένο κυριολεκτικά από τα ακραία όρια του σύμπαντος και του Κάτω Κόσμου, φτάνοντας έως εκεί όπου φαντάζεσαι ότι απλώνεται η άβυσσος. Μεταφέροντας εικόνες από τα πιο υπόγεια, μακρινά και σκοτεινά σημεία της φύσης, η Υπογαία του Ρόμπερτ Μακφάρλαν αποκαλύπτει μυστικά για την πραγματική όψη της γης, κρυμμένη από το γυμνό μάτι, σαν ένας πίνακας που με το άπλετο φως του εμφανίζει τις πιο όμορφες, άγριες αλλά και αδόκητες λεπτομέρειές του.
Αυτό που καταφέρνει, λοιπόν, το πολυβραβευμένο βιβλίο (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι να ανακαλέσει τη μνήμη του Κάτω Κόσμου και της φύσης με πρώτο στοιχείο το βίωμα –καθώς σε όλα αυτά τα μέρη έχει παρευρεθεί ο ίδιος ο συγγραφέας και δεν τα περιγράφει απλώς θεωρητικά–, φτάνοντας σε ανακαλύψεις που δεν μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους, ούτε καν η φαντασία.
LiFO Βιβλία
Γουίλφρεντ Θέσιγκερ
«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]
―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO
ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ : Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ WILFRED THESIGER
LiFO Βιβλία
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Αυτό το βιβλίο βγήκε πριν οχτώ χρόνια για λόγους βιοποριστικούς. Προς μεγάλη μου έκπληξη, σήμερα τυπώνεται η τέταρτη έκδοσή του. Λογικά, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σ αυτό δεν θα έπρεπε να αφορούν τη σημερινή εποχή. Κι όμως. Υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον για τέτοιες περιπτώσεις, που είναι με τον τρόπο τους ακατάτακτες, ιδιοφυείς, λίγο εκκεντρικές και πάνω απ όλα ποιητικές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
LiFO Βιβλία
Γλυκερία Μπασδέκη
θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.
Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Βιβλία
Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία: Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
«Κάποτε υπολόγισα ότι η γνωστή και αναγνωρισμένη παγκοσμίως ρωσική λογοτεχνική παραγωγή, ποίηση και πεζογραφία, από τις αρχές του 19ου αιώνα και έπειτα, δεν ξεπερνά τις 23.000 τυπωμένες σελίδες κανονικού μεγέθους. Από την άλλη, η γαλλική ή η αγγλική, λόγου χάριν, λογοτεχνία έχει πίσω της ήδη μια ιστορία αρκετών αιώνων και ουκ ολίγων αριστουργημάτων. Καταλήγω, λοιπόν, στο πρώτο από τα συμπεράσματά μου: Με εξαίρεση ένα μεσαιωνικό μείζον έργο, η ρωσική λογοτεχνία μπορεί πολύ εύκολα να χωρέσει στα στενά όρια ενός περίπου αιώνα – ή έστω λίγο περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και κάποια πιο πρόσφατα έργα μιας κάποιας αξίας. Εν ολίγοις, ένας αιώνας, ο 19ος, υπήρξε αρκετός προκειμένου σε μια χώρα δίχως αυτοφυή λογοτεχνική παράδοση να “παραχθεί” λογοτεχνία υψηλής ποιότητας, με παγκόσμια ακτινοβολία, ικανή να συγκριθεί –σε όλα τα πεδία, με εξαίρεση τον όγκο της– με εκείνη της Γαλλίας ή της Αγγλίας, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται πολλούς αιώνες πίσω. Αυτή η αξιοθαύμαστη άνθηση θα ήταν αδύνατη αν η Ρωσία δεν είχε σημειώσει ανάλογη πρόοδο, και μάλιστα ταχύρρυθμη, και σε άλλα πεδία της πνευματικής ζωής – τόσο ώστε να μην υπολείπεται ως προς την πρόοδο αυτή των μεγάλων χωρών της Δύσης. Έχω επίγνωση ότι αυτή η αλματώδης πολιτισμική και πνευματική πρόοδος που σημειώθηκε στη Ρωσία του 19ου αιώνα είναι ελάχιστα γνωστή στη Δύση». B. N.
«Χάρη στη φαντασία και στο κομψό ύφος του Ναμπόκοφ, οι πανεπιστημιακές παραδόσεις του υπερβαίνουν σαφώς την απλή διδασκαλία και τη μετάδοση γνώσεων· ανάγονται σε απολαυστική εμπειρία». New Republic
«Όπως έχει γράψει ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, το 1940, πριν ακόμη ξεκινήσει την ακαδημαϊκή του καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, “ευτυχώς μπήκα στη διαδικασία να γράψω εκατό διαλέξεις –περίπου 2.000 σελίδες– με θέμα τη ρωσική λογοτεχνία […] οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμες κατά τη διάρκεια των είκοσι ακαδημαϊκών ετών που δίδαξα στα πανεπιστήμια Wellesley και Cornell”.
Βιβλία
Αλμπέρ Καμί
Το Καλοκαίρι είναι μια συλλογή δοκιμίων, γραμμένων από το 1939 έως και το 1953, με κοινό συνδετικό άξονα τον ήλιο της Μεσογείου, τις αναμνήσεις του Καμύ από την Αλγερία, τις τραγωδίες της Ευρώπης ‒την ανθρωπότητα που ασφυκτιά κάτω από τις δικτατορίες, αιμορραγεί από τους πολέμους, ξεψυχά στα μίση‒ αλλά και την ομορφιά για την οποία, όπως ο ίδιος λέει, «οι Έλληνες πήραν τα άρματα». Με ύφος λιτό, που αρμόζει στο μεσογειακό καλοκαίρι, και γλώσσα απολαυστική αναζητά το πιο αναγκαίο στη ζωή: το φως και την ευτυχία.
Βιβλία
Γκράχαμ Γκριν
Συναγερμός στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Μια διαρροή πληροφοριών πυροδοτεί κλίμα καχυποψίας, διάχυτης ανησυχίας και έντασης, ενώ διεξάγονται συνεχείς έλεγχοι ασφαλείας. Τα πρόσωπα σιγά-σιγά εμφανίζονται στη σκηνή: Ο Μορίς Κάσελ, ένας ήσυχος και διακριτικός πράκτορας που εγκατέλειψε το πεδίο δράσης του στην Αφρική για να αποσυρθεί στα κεντρικά γραφεία του Λονδίνου. Η γυναίκα του Σάρα, μαύρη, από τη Νότια Αφρική, που διέφυγε στη Βρετανία καταδιωκόμενη από το καθεστώς του απαρτχάιντ. Ο Ντέιβις, βοηθός του Κάσελ, που, για να ξεχάσει τους αποτυχημένους έρωτές του, βυθίζεται στο αλκοόλ και τον τζόγο. Ο κυνικός και επικίνδυνος Πέρσιβαλ, με το καλοκάγαθο παρουσιαστικό του οικογενειακού γιατρού. Ο Συνταγματάρχης Ντέιντρι, άνθρωπος αφοσιωμένος στο καθήκον, με αυστηρό προφίλ, μοναχικός, που παλεύει με τη συνείδησή του. Και ο C, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη του για την Αφρική και την πίστη του στις συντηρητικές αξίες και την ταξική δομή της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γκρην επιστρέφει στον κόσμο των κατασκόπων και της προδοσίας, για να πλέξει το εγκώμιο της ανυπακοής και να δείξει με οξυδερκή και ευαίσθητο τρόπο σε ποια τραγωδία μπορεί να καταλήξει η αδιάλλακτη και άκαμπτη εφαρμογή της έννοιας του “εθνικού συμφέροντος” που πολύ συχνά και εύκολα παραμερίζει τον ανθρώπινο παράγοντα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Έγραψαν για το βιβλίο:
Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.
– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Τα Ανθρώπινα Απωθημένα
Προχθές τα ήπια με έναν παλιό μου φίλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πρόσφορη για ιστορίες – άκουγα τις μυγδαλιές μέσα στο Galaxy. Γιατρός αυτός, με γκρίζα μαλλιά, φτασμένος και ενδιαφέρων. Θύμιζε αμυδρά τύπο του Χένρι Τζέιμς, λιγάκι Βενετία – λιγάκι γύρω μας βυθιζόταν η Αθήνα.
«Άκου μια ιστορία», είπε, «που μου συνέβη όταν έκανα το αγροτικό μου σ’ ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Είναι ένα γεγονός που με επηρέασε βαθιά. Ένα καλοκαίρι του 1973, Αύγουστος νομίζω, με ξύπνησαν μες στα άγρια χαράματα. Κοιμόμουν στην αυλή, κάτω από μια μουριά – για την ακρίβεια είχα αποκοιμηθεί ζαλισμένος από τα ποτά σε μια αιώρα. Με πήγαν σ’ ένα κεφαλοχώρι, από καρόδρομους, μιάμιση ώρα απόσταση, η πρωινή δροσιά κατέβαινε από το βουνό και ευτυχώς με ξύπνησε. Οι άνθρωποι στο αυτοκίνητο ήτανε έντρομοι –ο πατριάρχης της οικογένειας πέθαινε!- αλλά ο τρόμος τους είχε μαζί κάτι σαν φρίκη. Και απόγνωση
«Πεθαίνει ο μπαμπάς!», μου είπε γρήγορα και λίγο ντροπιασμένα μια γυναίκα στα πενήντα. «Έχει τρελαθεί, δεν ξέρει τι λέει. Δώστε του κάτι να σωπάσει»
«Τι λέει;», ρώτησα, ξέροντας ότι τέτοιες ώρες οι άνθρωποι θέλουν να πουν ό,τι δεν πρόλαβαν να εκφράσουν σε όλη τη ζωή τους. Έχω δει ισόβιες έχθρες να λιώνουν κάτω από ένα χάδι ή μια ευχή ή μία συγγνώμη. Σκληρότατους ανθρώπους να κλαίνε βουβά στα πόδια ενός κρεβατιού, καρδιές να γυρίζουν φόδρα, – οι ώρες αυτές έχουν κάτι άγιο
«Λέει πράγματα φρικτά!», είπε η γυναίκα και έπιασε με το χέρι της στο μέτωπό της, να συγκρατήσει ένα λυγμό.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, είδα τους άντρες στην αυλή. Είδα τις κάφτρες τους τσιγάρου τους στο μαβί φως του όρθρου. Καθόντανε σκυφτοί κι αμίλητοι, ένας πετεινός ελάλησε – κι έπειτα πάλι ησυχία. Οι γυναίκες ήταν καθισμένες στην κουζίνα γύρω από το αδειανό τραπέζι, τα μπράτσα δεμένα μεταξύ τους – άφηναν αραιά και πού έναν ψίθυρο ή ένα στεναγμό. Από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου είδα τρία-τέσσερα παιδιά να κοιμούνται σε ένα διπλό κρεβάτι, ένα μωρό σ’ ένα καρότσι. Ο αέρας ήταν πηχτός κι ακίνητος, μες στο γαλάζιο σκοτάδι διέκρινα τα κάδρα των προγόνων και τη φωτογραφία του ανθρώπου που πέθαινε στο μέσα δωμάτιο. Ήταν ένα άντρας όμορφος, με καλοκαιρινό κοστούμι, μεταξωτό μαντήλι και ωραίο παναμά. Ατίθασες μπούκλες τα καστανά μαλλιά του – μου φάνηκε παράξενο! Ήτανε γελαστός και ευθυτενής και με το χέρι απλωμένο χάιδευε το λαιμό ενός λευκού αλόγου που έκλινε το κεφάλι υπάκουα. Το ήξερα! Ή μάλλον, τον είχα ακουστά. Ήταν ένας περίβλεπτος παράγων της περιοχής με τέσσερα παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα. Αυτοδημιούργητος, είχε εμπλακεί με τα κοινά, με επιτυχία μάλιστα. Δεν είχε βλάψει άνθρωπο, είχε τεράστια περιουσία, είχε κάνει δωρεές σε ιδρύματα και εκκλησίες – εν γένει ήταν πρόσωπο περιωπής.
Ένας άντρας στα 60, με υγρά μάτια, με πήρε από το μπράτσο. Καθώς με οδηγούσε σε μία πόρτα κλειστή, που από μέσα της άκουσα κάτι ακατάληπτους ρόγχους, μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: «Γιατρέ, κάνε ό,τι μπορείς. Ήμασταν όλοι μέσα όταν έγινε αυτό, να πάρουμε την ευλογία του. Εμείς, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας… και ξαφνικά τον έπιασε αυτή η…». Συσπάστηκε. «Τι φταίξαμε, Θεέ μου! Τι ντρόπιασμα είναι αυτό!».
Τον χτύπησα στον ώμο και μπήκα μόνος στο δωμάτιο. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το πρώτο φως της μέρας και πάνω στο κρεβάτι ένας άντρας σε βαθύ γήρας ήταν σε παραλήρημα – ένα παραλήρημα ήσυχο, δίχως φωνές, ρυθμικό και υπόκωφο. Τα μάτια ήταν θολά κι ελάχιστα θυμίζανε το λαμπερό βλέμμα του κάδρου. Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του (και συγγνώμη για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.
Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του (και συγγνώμη για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.
Ένα γέλιο ανέβηκε κελαρυστά απ’ το λαρύγγι μου (ήταν και τα υπολείμματα της μέθης) και το ‘πνιξα μη με λιντσάρουν. Ο γέρων άρχων ήτανε κρυφός ομοφυλόφιλος, ολόκληρη ζωή! Κράτησε τέλεια το μυστικό του, ανέβηκε στα σκαλιά της κοινωνίας, απέκτησε απογόνους, αλλά τον πρόδωσε το πάθος, την τελευταία στιγμή, με ένα πάρθιον βέλος. Τουλάχιστον ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει. Όλη την ντροπή την έτρωγαν οι επίγονοι!
Του έκανα μια ένεση μορφίνης και έπεσε σε ένα βύθος που ελάχιστα απείχε από το κώμα. Ήπια έναν καφέ στη σιωπηλή κουζίνα και γύρισα στο εργένικο σπιτάκι μου να συμπληρώσω ύπνο.
Όταν ο γιος του γέροντα με άφησε μπροστά στην πόρτα μου και έφυγε αφήνοντας πίσω του σκόνη και καπνό, με πιάσανε τα γέλια. Ήταν ωραία εποχή, τότε απερίσκεπτη – θυμάμαι άκουγα το LittleCreatures των TalkingHeadsμέχρι να λιώσει. Ξέχασα γρήγορα το περιστατικό.
Τότε δεν είχα καταλάβει το βάρος και το δράμα αυτού του ανθρώπου’, κατέληξε πίνοντας το πέμπτο Oban. ‘Το είχα πάρει ελαφρά – ίσως γιατί εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιου τύπου σεξουαλικά απωθημένα. Μετά, όταν κι εγώ καταδυναστεύτηκα από επιθυμίες που έθαβα, από χειρονομίες που δεν έκανα και λόγια που δεν είπα, θυμόμουν του γέροντα του Βόλου και έκανα τη μοιραία κίνηση που μ’ ελευθέρωνε. Έκτοτε, λόγω επαγγέλματος, είδα πολλούς ανθρώπους ανελεύθερους που ενώ ζούσαν λαθραία, κρυμμένοι από τον εαυτό τους, πάντα στο τέλος ένα εμπόδιο (αλά Ρίπλεϋ) τους αποκάλυπτε και τους άφηνε γυμνούς. Μοιραίες γυναίκες που όλη τη ζωή τους δίψαγαν για τρυφερότητα, δεσποτικούς άνδρες που έκρυβαν μέσα τους ένα τρομαγμένο παιδάκι, αεράτους κοσμικούς που έπασχαν από αίσθημα κατωτερότητας, ισχυρούς πολιτικούς που διαφιλονικούσαν μυστικά ολόκληρη ζωή μ’ ένα νεκρό πατέρα. Γι’ αυτό σου λέω, η ιστορία αυτή με επηρέασε – γιατί παρ’ όλη την ακρότητά της εικονογραφεί ένα κυρίαρχο μοντέλο συμπεριφοράς».
«Παιδιά, πρέπει να κλείσω», μας διέκοψε ο Μίλτος, «πλησιάζει τέσσερις». Έτσι η ιστορία μας πρέπει να τελειώσει απότομα εδώ… Ούτως ή άλλως το ηθικό δίδαγμα το μαντέψατε ήδη.
Βιβλία
Ρέα Γαλανάκη
Έντεκα διηγήματα, έντεκα διαφορετικές ματιές στην πραγματικότητα και τον μύθο, στα αισθήματα και τα πάθη, στο όνειρο ή την τιμωρία, στα σύνορα μνήμης και λήθης. Και στα άλλα όμως σύνορα, αυτά που ενώνουν, που χωρίζουν, που σημαίνουν πόλεμο και προσφυγιά. Έντεκα διηγήματα, έντεκα απόπειρες για να ειπωθούν, όσο είναι δυνατόν να ειπωθούν, τα ανείπωτα. Για να ζυγιστεί, όσο κι αν είναι δύσκολο να ζυγιστεί, το σωστό και το λάθος στις ζωές των ηρώων, αλλά και στις δικές μας τις ζωές. Τι σώζει, ή τι στήνει ίσως την παγίδα της μοίρας. Έντεκα διηγήματα, καράβια να μας ταξιδέψουν, να μας κάνουν να σκεφτούμε, να συναισθανθούμε. Να μας πάνε παραπέρα.
Σ’ αυτό το βιβλίο συγκεντρώνονται όλα τα διηγήματα (1984-2018) της Ρέας Γαλανάκη, η οποία, εκτός από το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1999), έχει τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2005).