Ο Φίμα είναι πενήντα τεσσάρων ετών, διαζευγμένος δύο φορές και εργάζεται ως υπάλληλος υποδοχής σε μια γυναικολογική κλινική. Είναι επίσης γιος ενός αυτοδημιούργητου εργοστασιάρχη καλλυντικών αλλά, παρά τις λαμπρές πανεπιστημιακές του σπουδές, εξακολουθεί να τον στηρίζει οικονομικά ο ηλικιωμένος πατέρας του. Ο Φίμα ζει στην Ιερουσαλήμ, νιώθει ωστόσο ότι θα έπρεπε να βρίσκεται αλλού. Έχει στο ενεργητικό του διάφορους μυστήριους ερωτικούς δεσμούς, άπειρες φαεινές ιδέες και μια πολλά υποσχόμενη ποιητική συλλογή. Αναρωτιέται ποιος είναι ο σκοπός του κόσμου και γιατί η χώρα του έχει πάρει τον λάθος δρόμο. Τον διακατέχει η ακόρεστη λαχτάρα για κάτι το άπιαστο και η μόνιμη επιθυμία να γυρίσει σελίδα. Να όμως που τώρα, στη διάρκεια ενός μουντού χειμωνιάτικου πρωινού, τον βλέπουμε σε ένα καταθλιπτικό διαμέρισμα να επιδίδεται σε μια ταπεινωτική μάχη, πασχίζοντας να ξεσκαλώσει το πουκάμισό του από το φερμουάρ του παντελονιού του. Με τρόπο συναρπαστικό και στιβαρό, ο Άμος Οζ πλάθει έναν μοναχικό και απρόβλεπτο αντιήρωα, έναν συνδυασμό προφήτη και κλόουν σε διαρκή αναζήτηση, πανέτοιμο ανά πάσα στιγμή για τη συντροφιά μιας γυναίκας, κάποια αποκάλυψη ή την ίδια τη σωτηρία.
Κάρλο Μούσο, Πάπας Φραγκίσκος
Μια αυτοβιογραφία δεν είναι το ιδιωτικό μας αφήγημα, είναι περισσότερο οι αποσκευές μας για το ταξίδι. Και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο αυτό που θυμόμαστε, αλλά αυτό που μας περιέχει.
Δεν μιλούν αποκλειστικά για όσα συνέβησαν, αλλά για όσα θα συμβούν. Μοιάζει σαν χτες, κι όμως είναι αύριο. Όλα γεννούνται για ν᾽ ανθίσουν σε μια αιώνια άνοιξη.
Στο τέλος, ένα πράγμα θα πούμε μονάχα: δεν θυμάμαι τίποτα στο οποίο να μη βρίσκεσαι Εσύ.
Όμηρος
Τα περισσότερα, ιστορικά και γραμματολογικά, συμφραζόμενα της ομηρικής Ιλιάδας παραμένουν ή αδιάγνωστα ή υποθετικά. Τίποτε βέβαιο δεν ξέρουμε για τον ποιητή της (ή τους ποιητές της): ούτε πότε έζησε ακριβώς ούτε που έζησε και έδρασε ούτε καν πώς λεγόταν. Ίσως γεννήθηκε σε κάποια πόλη της παράλιας Μικράς Ασίας ή σε κάποιο παράκτιο νησί της.
Η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι συντάχθηκε στα μέσα περίπου του όγδοου προχριστιανικού αιώνα ότι η Οδύσσεια ακολούθησε, εν γνώσει μάλλον της Ιλιάδας, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Τα δύο έπη προϋποθέτουν πάντως μακρά προφορική παράδοση, που την καλλιέργησαν κάποιοι εμπνευσμένοι αοιδοί, οι οποίοι εξελίχτηκαν σε ραψωδούς. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση χρωστούν τα ομηρικά έπη λίγο-πολύ: το μύθο τους και τα κύρια πρόσωπά τους σίγουρα τον εξάμετρο και τη γλώσσα τους τους επαναλαμβανόμενους λογοτύπους (άλλως πως: φόρμουλες), τις τυπικές σκηνές, τα τυπικά τους θέματα και μεγαθέματα. […]
Γκουρμπετελλί Ερσόζ
Από παλιά τα βουνά ήταν μέσα στην καρδιά μου, αλλά κατάλαβα ότι πόλεμος σημαίνει να κεντήσω την καρδιά μου στα βουνά.
Δεν μπορεί να υπάρξει πόλεμος χωρίς το φόβο.
Ο πόλεμος δεν είναι ζωή στον κήπο με τα ρόδα, αλλά προσπάθεια συνέχισης της ζωής μέσα στην πυρίτιδα και στο αίμα”.
Tο ΚΕΝΤΗΣΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ. Ημερολόγιο μιας Κούρδισσας αντάρτισσας, 1995-1997 της Γκουρμπετελλί Ερσόζ είναι ένα χρονικό του αγώνα για ανεξάρτητο Κουρδιστάν και ταυτόχρονα μια επιτόπια μαρτυρία ως απάντηση στην παραπληροφόρηση του κράτους της Τουρκίας και των συμμάχων του.
Η Γκουρμπέτ, η Ξενιτοπούλα, αφηγείται μάχες, γράφει ποιήματα, αποδύεται σε στοχασμούς και αυτοκριτική. Το γράψιμο του ημερολογίου είναι για εκείνη, αφενός, πράξη πολιτική και προσωπική, που της επέτρεψε την ακατέργαστη καταγραφή των γεγονότων μιας ιστορίας που δεν θα δημοσιευθεί ποτέ επίσημα, και, αφετέρου, ευκαιρία να εκφράσει τα όνειρά της, τις πεποιθήσεις της, να διατυπώσει τις αναλύσεις και τις αμφιβολίες της.
Το Ημερολόγιο της Γκουρμπέτ μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωση μιας μαχήτριας, να διαπιστώσουμε και να εξερευνήσουμε τα παρακείμενα και τις αντιφάσεις του ένοπλου αγώνα, και, κυρίως, να συντροφέψουμε τις αντάρτισσες γυναίκες και να σφυρηλατήσουμε το ρόλο τους σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
Η κατασκευή ενός αρχείου μνήμης in situ μας είναι απαραίτητη στο να χαρτογραφούμε και να συνοδεύουμε τους πολιτικούς αγώνες.