Με λες φτωχοδιάβολο, weirdo, τσουλίτσα, φουκαρά, καμένο χαρτί. Καταναλώνω τσάμπα οξυγόνο μού είπες, ενώ ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα και μου περνούσες χειροπέδες. Αναρωτιέσαι κι εσύ σε τι χρησιμεύω. Θες να σου πω; Σε κάνω να νιώθεις καλύτερα για τον εαυτό σου. Έχω ρίξει τον πήχη τόσο χαμηλά που με προσπερνάς και νιώθεις σένιος. Τα έχεις καταφέρει. Δεν είσαι εγώ, δεν σε πετάνε έξω από τα μπαρ, δεν είσαι κλεφτρόνι να σε συλλαμβάνουν μέρα μεσημέρι καταμεσής του δρόμου, εσύ κλέβεις αλλιώς. Όμως, σου παρέχω θέαμα, παραδέξου το. Σε έχω δει τόσες φορές να με κοιτάς με αηδία και οργή. Σε έχω δει κι εσένα που με κοιτάς με συμπόνια λέγοντας Oh my God και αηδίες. Λες και με νοιάζει. Είκοσι ζωές στη γη της αφθονίας. Είκοσι αντιήρωες, που το αμερικανικό όνειρο άφησε έξω από τις φτερούγες του, και ξεστρατισμένοι πορεύονται με δεκανίκια και τρύπιες ασπίδες. Τους μισείς θανάσιμα ή τους αγαπάς πολύ. Λες και τους νοιάζει.
Φώντας Τρούσας
Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.
Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Παύλος Μάτεσις
Aλδεβαράν ονόμασαν οι Άραβες τον πλέον λαμπερό αστέρα στον αστερισμό του Tαύρου.
Kάποιος πίστεψε πως ο έρωτας θα τον ανεβάσει εκεί πάνω, όμως γκρεμίστηκε επειδή κάποιος άλλος δεν ακολούθησε και μένει στη γη φυλακισμένος (δεν γνωρίζει αν τον εκλείδωσαν μέσα ή τον άφησαν απ’ έξω) σε ενοχές και τύψεις· ερήμην του ένοχος.
Όμως, μέσα από μία μαγική, πλήρη θαυμάτων ανάβαση, με χαλινούς την κατανόηση και την παραδοχή πως είναι υπαρκτό και εκείνο το είδος έρωτα που αυτός αγνοεί και όπου δεν μετέχει, θα αξιωθεί τον Aλδεβαράν, με συντρόφους του ισόβιους απλά και μεγαλειώδη πράγματα, όπως το χιούμορ, η αγάπη, η φιλία.
Λεονίντ Αντρέγεφ
Κάθε πρωί, μετά τη λειτουργία, ο πατήρ Ιγνάτιος πήγαινε στο καθιστικό, έριχνε το βλέμμα του στο άδειο κλουβί και στο γνώριμο σκηνικό του δωματίου, καθόταν στην πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια και άκουγε το δωμάτιο να σωπαίνει. Ήταν κάτι παράξενο. Το κλουβί σώπαινε σιγανά και τρυφερά, και στη σιωπή αυτή ήταν αισθητά η θλίψη, τα δάκρυα και το απόμακρο, πεθαμένο γέλιο. Η σιωπή τής γυναίκας του, μαλακωμένη από τους τοίχους, ήταν πεισματική, βαριά σαν μολύβι και τρομακτική, τόσο τρομακτική που στην πιο ζεστή μέρα ο πατήρ Ιγνάτιος ένιωθε παγωνιά. Παρατεταμένη, παγωμένη σαν τάφος και αινιγματική σαν το θάνατο ήταν η σιωπή της κόρης. Λες και η σιωπή ετούτη ήταν βασανιστική για αυτή την ίδια και ζητούσε παθιασμένα να μετατραπεί σε λόγο, αλλά κάτι ισχυρό και ανεγκέφαλο, σαν μηχανή, την κρατούσε ακίνητη και την τέντωνε σαν σύρμα. […] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Το εξαιρετικό αυτό διήγημα στηρίχτηκε στο αληθινό συμβάν της αυτοκτονίας της κόρης ενός ιερέα στην πόλη Οριόλ. Ο εν λόγω ιερέας, ο Αντρέι Καζάνσκι, είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο της οικογένειας Αντρέγεφ, τον Λεονίντ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τον αληθινό λόγο της αυτοκτονίας. Το κορίτσι είχε μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και ζούσε σε ένα σπίτι με πολλές απαγορεύσεις από έναν πολύ αυστηρό πατέρα.
Το διήγημα του Αντρέγεφ συγκίνησε ιδιαίτερα τον Μ. Γκόρκι, ο οποίος φρόντισε να το προωθήσει και να εισαγάγει τον σεμνό ανερχόμενο συγγραφέα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ενώ ο Λ.Τολστόι του έδωσε τιμητική θέση στην πλούσια βιβλιοθήκη του.