Πέντε από τους ήρωες του «Μια άλλη χώρα» είναι καλλιτέχνες: ο Ρούφους, ένας μαύρος ντράμερ της τζαζ, η αδελφή του, η Αΐντα, τραγουδίστρια των μπλουζ, ο Βιβάλντο, συγγραφέας με ταλέντο αλλά χωρίς έμπνευση, ο Ρίτσαρντ, συγγραφέας χωρίς ταλέντο που όμως κερδίζει την επιτυχία, και ο Έρικ, ηθοποιός κι ομοφυλόφιλος. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με τη ζωή των καλλιτεχνών, αλλά με τις διαφυλετικές σχέσεις μεταξύ μαύρων και λευκών, που οδηγούν τον Ρούφους στην αυτοκτονία, καθώς και με τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα: τη φιλία, τον έρωτα, το μίσος, τη ζήλια, τη μοναξιά… Η δράση εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, αλλά και στη Γαλλία, όπου ο Έρικ ζει για αρκετά χρόνια αυτοεξόριστος, όπως είχε ζήσει και ο ίδιος ο Τζέιμς Μπόλντουιν. Είναι φανερό ότι το «Μια άλλη χώρα» πηγάζει κυρίως από τις εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα, παρά από τη φαντασία του: ήταν ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που εξέφραζαν την οργή των μαύρων Αμερικανών της εποχής εκείνης, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κουλτούρας. «Σε κρατάνε εδώ επειδή είσαι μαύρος, ενώ διατυμπανίζουν ανοησίες για τη χώρα της ελευθερίας και την πατρίδα των γενναίων… Μερικές φορές θα ΄θελα να μπορούσα να γίνω μια μεγάλη γροθιά και να κάνω αυτή την ελεεινή χώρα σκόνη. Μερικές φορές πιστεύω ότι δε δικαιούται να υπάρχει».
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Τίτος Πατρίκιος
Όταν φτάσεις κάποτε ν’ ανακαλύψεις
πόσες ακόμα αυταπάτες συντηρούσες
όταν αναγκαστείς ν’ αναγνωρίσεις
κι εκείνα που δεν ήθελες να παραδεχτείς
όταν πέσει και το τελευταίο είδωλο
που πάνω του στήριζες την πίστη σου
τότε μπορεί ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις
πόσο βαθιά πηγαίνουν, πόσο είναι σκοτεινές
οι ρίζες της καθεμιάς σου πράξης.
Βίκτορ Κλέμπερερ
O Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ άρχισε να μελετά τη γλώσσα και τις συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί το 1933. Βασιζόμενος σε ποικίλες πηγές (ραδιοφωνικές ομιλίες του Χίτλερ ή του Γκαίμπελς, ανακοινώσεις γεννήσεων και θανάτων, εφημερίδες, βιβλία και μπροσούρες, συζητήσεις κ.λπ.), μπόρεσε να εξετάσει την καταστροφή του γερμανικού πνεύματος και της κουλτούρας από τη ναζιστική «νεογλώσσα». Με το να κρατά λοιπόν το ημερολόγιό του, επιδόθηκε σε μια πράξη αντίστασης και επιβίωσης. Το 1947 από την εργασία του αυτή προέκυψε το βιβλίο LTI: Lingua Tertii Imperii, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ – Σημειώσεις ενός φιλολόγου, που έγινε κείμενο αναφοράς για κάθε προβληματισμό πάνω στη γλώσσα του ολοκληρωτισμού. Η ανάγνωσή του, σχεδόν γδόντα χρόνια αργότερα, δείχνει πόσο παλεύει ο σύγχρονος κόσμος να θεραπευτεί από εκείνη τη μολυσματική γλώσσα, καθώς και ότι καμία γλώσσα δεν είναι απρόσβλητη από καινούργιες προσπάθειες χειραγώγησης.
Η ανάλυση του Βίκτορ Κλέμπερερ για τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού και τον αντίκτυπό της είναι ένα αριστούργημα της ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, είναι ένα πρώτης τάξεως ιστορικό ντοκουμέντο για την αυτοδιάσωση ενός μελετητή της γλώσσας και της λογοτεχνίας σε μια εποχή απελπισίας. Η Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ προέκυψε από την πεποίθηση του Κλέμπερερ ότι η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ συνέβαλε στο σχηματισμό της ναζιστικής κουλτούρας. Όπως γράφει: «Δεν πρέπει να εξαφανιστούν μόνο οι ναζιστικές πράξεις αλλά και η ναζιστική ιδεολογία, ο τυπικός ναζιστικός τρόπος σκέψης αι το έδαφος που τον αναπαράγει: η γλώσσα του ναζισμού».