Ποια τύχη μπορεί να έχει μια γυναίκα ορφανή και από τους δύο γονείς, μαύρη και νάνος, που μεγαλώνει με την εργάτρια γιαγιά της σε μια φτωχογειτονιά της επαρχίας; Στα δεκαπέντε της χρόνια, η ηρωίδα ?που δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά της? αφήνει τη γειτονιά που μεγάλωσε και τους ανοχύρωτους ανθρώπους της, “εκείνους που ο κόσμος θα ήθελε να εξαφανίσει”, για να αναζητήσει την οικογένεια της καρδιάς της, να βρει την ταυτότητά της, να γνωρίσει τον κόσμο. Είναι εφοδιασμένη με το χάρισμα του διαχωρισμού: η σκέψη της, παντοδύναμη, μπορεί να αποδεσμεύεται από το αδύναμο σώμα της και να ορθώνεται, ανίκητη, στις δυσκολίες. Στην περιπλάνησή της τίποτα δεν θα είναι εύκολο. Θα γνωρίσει τη δύναμη της φιλίας, αλλά θα αντιμετωπίσει και το ψέμα, την ιδιοτέλεια, την εξαπάτηση. Θα βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους περιθωριακούς, τσαλακωμένους, αποσυνάγωγους, αλλά κάποτε και μαχητικούς, σε υποβαθμισμένα προάστια, σε μια κατάληψη καλλιτεχνών, σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο, σε μια αναρχική ουτοπική κοινότητα. Το μυθιστόρημα της Kisukidi, πολυφωνικό και βαθιά ποιητικό, περιπετειώδες και ευφρόσυνο, αναμειγνύει ιδέες και πολιτική, λόγια φαντασμάτων, παλιά παραμύθια, αρχετυπικές ιστορίες για πειρατές και παιδιά που χάνονται στο δάσος, σε μια καταιγιστική διαδοχή. Πρωτοτυπία, διαύγεια, τόλμη της γραφής, επίμονος ρεαλισμός που συνυπάρχει με μια προκλητική φαντασία, κριτική της κοινωνίας δριμεία και ποιητική. Η ηρωίδα διατρέχει “των ηττημένων τα διανυμένα χιλιόμετρα”, παρατηρεί με οξυδέρκεια, καταγράφει και καταγγέλλει ψιθυριστά ή ηχηρά, αινιγματικά ή ξεκάθαρα, και μας παρασύρει σε ένα ταξίδι όπου η τέχνη του λόγου μετουσιώνει τα καθημερινά σε μια συγκλονιστική πραγματικότητα δράσης, έντασης, φαντασίας και ονείρου.
(Α.Κ.)
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Φάνης Παπαδημητρίου
Τον Ιούλιο του 2008 ο δεκαεννιάχρονος Φάνης, με μόνο εμπόδιο στις προοπτικές της επαγγελματικής ποδοσφαιρικής του καριέρας τους νεανικούς παραβατικούς πειραματισμούς του, εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα μιας μηχανής στην Πάρο, όπου έκανε διακοπές με την παρέα του, σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν πλέον αυτονόητο.
Τι κάνεις όταν από εκεί που έπαιζες μπουνιές στα Εξάρχεια και έψαχνες ναρκωτικά στην Πλατεία Βάθη, πρέπει να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς σανίδα για να μεταφερθείς στο κρεβάτι σου; Ποια είναι η λύση όταν το πατρικό σου έχει σκαλιά; Πώς μπορείς να τα καταφέρεις να ζήσεις αυτόνομα όταν είσαι ανειδίκευτος, άνεργος και εθισμένος στον τζόγο; Και τι γίνεται με τις σχέσεις με το άλλο φύλο;
Όπως και το αμαξίδιο, ο λόγος είναι άλλο ένα όχημα που ο Φάνης μαθαίνει να χρησιμοποιεί για να προχωρήσει σε αυτήν τη συγκινητική αυτοβιογραφία, που το ψυχικό σθένος μένει άσβεστο όταν βρέχει τουλούμια από παντού και το ζητούμενο είναι να κρατάς πάντα Ψηλά το Κεφάλι.
Μάλκολμ Λόουρι
O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του.
Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά