Τον Αύγουστο του 1806, πίσω από τους υδρατμούς μιας ζεστής μέρας, ο φιλέλληνας Γάλλος λογοτέχνης και θεμελιωτής του γαλλικού ρομαντισμού Σατωβριάνδος θα δει τις ακτές της «Κορφού» (κατοπινής Κέρκυρας). Το πλοίο του έχει ακινητοποιηθεί από την απόλυτη νηνεμία κι αυτός θα απολαύσει από το κατάστρωμα το «πρώτο ηλιοβασίλεμα και την πρώτη νύχτα κάτω από τον ουρανό της Ελλάδας». Έχοντας κάνει κτήμα του την αρχαία γραμματεία, θα διακρίνει στη φωτιά που έχουν ανάψει οι ψαράδες στην απέναντι ακτή «τις Νύμφες να βάζουν φωτιά στο πλοίο του Τηλέμαχου». Από κει θα συνεχίσει καταγράφοντας γλαφυρά την περιήγησή του στην Πελοπόννησο και στην Αττική των αρχών του 19ου αιώνα κατά τη διάρκεια του μεγάλου του ταξιδιού από το Παρίσι στην Ανατολή. Λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821 ο Σατωβριάνδος, μαζί με έναν γενίτσαρο και έναν Μιλανέζο έμπορο, θα περιηγηθεί στις κοιλάδες και στα βουνά του άδενδρου Μοριά: στη μοναξιά της Αρκαδίας, στις ερημιές του Άργους, της Κορίνθου, των Μεγάρων, αλλά και της κάποτε ένδοξης Σπάρτης, συναντώντας παντού αρχαία μνημεία ανάμεσα σε σύγχρονα ερείπια, μαζί με τη φτώχεια και τη δυστυχία ενός λαού που υποφέρει από τον κατακτητή. Στην πλούσια γη της Αττικής, όπου «το κλίμα επιδρά στην αισθητική», θα διαπιστώσει με λύπη πως οι Έλληνες κάτοικοι έχουν αποκοπεί από την ιστορική τους μνήμη και πως ο αρχαίος πολιτισμός διεκόπη βίαια, χωρίς ιστορική συνέχεια. Στο ταξίδι του από την Τζια στη Σμύρνη θα συνοψίσει το ελληνικό του οδοιπορικό σε μια πικρή σκέψη: η Ελλάδα μπορεί να απελευθερωθεί, αλλά το σημάδι απ’ τα δεσμά της δεν θα σβήσει εύκολα.
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Τίτος Πατρίκιος
Όταν φτάσεις κάποτε ν’ ανακαλύψεις
πόσες ακόμα αυταπάτες συντηρούσες
όταν αναγκαστείς ν’ αναγνωρίσεις
κι εκείνα που δεν ήθελες να παραδεχτείς
όταν πέσει και το τελευταίο είδωλο
που πάνω του στήριζες την πίστη σου
τότε μπορεί ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις
πόσο βαθιά πηγαίνουν, πόσο είναι σκοτεινές
οι ρίζες της καθεμιάς σου πράξης.
Βίκτορ Κλέμπερερ
O Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ άρχισε να μελετά τη γλώσσα και τις συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί το 1933. Βασιζόμενος σε ποικίλες πηγές (ραδιοφωνικές ομιλίες του Χίτλερ ή του Γκαίμπελς, ανακοινώσεις γεννήσεων και θανάτων, εφημερίδες, βιβλία και μπροσούρες, συζητήσεις κ.λπ.), μπόρεσε να εξετάσει την καταστροφή του γερμανικού πνεύματος και της κουλτούρας από τη ναζιστική «νεογλώσσα». Με το να κρατά λοιπόν το ημερολόγιό του, επιδόθηκε σε μια πράξη αντίστασης και επιβίωσης. Το 1947 από την εργασία του αυτή προέκυψε το βιβλίο LTI: Lingua Tertii Imperii, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ – Σημειώσεις ενός φιλολόγου, που έγινε κείμενο αναφοράς για κάθε προβληματισμό πάνω στη γλώσσα του ολοκληρωτισμού. Η ανάγνωσή του, σχεδόν γδόντα χρόνια αργότερα, δείχνει πόσο παλεύει ο σύγχρονος κόσμος να θεραπευτεί από εκείνη τη μολυσματική γλώσσα, καθώς και ότι καμία γλώσσα δεν είναι απρόσβλητη από καινούργιες προσπάθειες χειραγώγησης.
Η ανάλυση του Βίκτορ Κλέμπερερ για τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού και τον αντίκτυπό της είναι ένα αριστούργημα της ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, είναι ένα πρώτης τάξεως ιστορικό ντοκουμέντο για την αυτοδιάσωση ενός μελετητή της γλώσσας και της λογοτεχνίας σε μια εποχή απελπισίας. Η Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ προέκυψε από την πεποίθηση του Κλέμπερερ ότι η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ συνέβαλε στο σχηματισμό της ναζιστικής κουλτούρας. Όπως γράφει: «Δεν πρέπει να εξαφανιστούν μόνο οι ναζιστικές πράξεις αλλά και η ναζιστική ιδεολογία, ο τυπικός ναζιστικός τρόπος σκέψης αι το έδαφος που τον αναπαράγει: η γλώσσα του ναζισμού».