Ρωπογραφήματα. Σαράντα πέντε σύντομες, ευτράπελες ιστορίες, που καταγράφουν ή κάποια στενάχωρη οπτική της καθημερινής ημιπραγματικότητας ή κάποια αναπάντεχή της λεπτομέρεια, με αποκλειστικό στόχο την κινητοποίηση είτε του μείζονος ζυγωματικού μυός (έκφραση γέλιου) είτε του γελαστηρίου μυός (έκφραση χαμόγελου) του προσώπου.
Πρώτα ο Θεός
€7.70
Σελίδες: 72
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ελληνική λογοτεχνία
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος». [Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896]Σαν τον ήχο του νάι που παίζει στους δρόμους της Αθήνας ο ξεπεσμένος δερβίσης στο ομώνυμο διήγημα, έτσι ακούγεται και η φωνή του Παπαδιαμάντη (1851-1911), αυτού του άρχοντα της ελληνικής γλώσσας, στα 23 αριστουργηματικά διηγήματα που ανθολογούνται στον παρόντα τόμο. Αυτό το καλαμένιο νάι που παίζει ο ξένος μουσουλμάνος, όπως ακριβώς και η φωνή του Παπαδιαμάντη, «κατά δύο κοκκίδας διαφέρει διά να είναι το “ναι”, όπου είπεν ο Χριστός. Το “ναι” το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το “ναι” το φιλάνθρωπον».
Ελληνική λογοτεχνία
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Στη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης ένα αινιγματικό γοητευτικό πλάσμα περιφέρεται στα στενά του Βαρδάρη, ντυμένο με παλιομοδίτικα γυναικεία ρούχα. Το φωνάζουν «Παρτάλι» (η λέξη που χρησιμοποιούν οι Βορειοελλαδίτες για το πολυφορεμένο ρούχο αλλά και τον ξεπεσμένο, τον περιθωριακό) και κανείς δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν. Ο μύθος γύρω από τη ζωή του αλλά και η εμφάνισή του ελκύει δύο φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, που σαγηνευμένοι εισβάλλουν ριψοκίνδυνα στη ζωή του ‒ στην πραγματικότητα, όμως, το Παρτάλι είναι εκείνο που εισβάλλει στη ζωή τους και την κατακτάει. Με υπαινικτικές αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα και μυστικά της διανοούμενης Θεσσαλονίκης, το Παρτάλι είναι ένα βιβλίο συγκινητικό και ανθρώπινο, μυστηριώδες και τολμηρό, με την παρενδυσία από ανάγκη ή από επιλογή ως βασικό μοτίβο.
Ελληνική λογοτεχνία
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Έγραψαν για το βιβλίο:
Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.
– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ
Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.
Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».
Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.
Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη
δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.
Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».
Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.
Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Ελληνική λογοτεχνία
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Στα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που όλα σχεδόν διαδραματίζονται καλοκαίρι πλάι στη θάλασσα (ή ολόγυρα στη λίμνη), τα όμορφα κοράσια δεν είναι πάντα «όνειρο στο κύμα» αλλά και επικίνδυνα στοιχειά του νερού. Και οι νεαροί άντρες, εκστατικοί μπροστά στο ίνδαλμα της ομορφιάς, κρύβουν κάποτε μέσα τους τη βία του αρπακτικού, ακόμα και τον ίδιο τον Διάβολο. Η θάλασσα και η λίμνη, η φωτιά, τα λουλούδια, οι σπηλιές, τα άστρα και η σελήνη δεν είναι μονάχα διάκοσμος του φυσικού κόσμου αλλά αποτελούν και σημεία που οδηγούν στο βαθύτερο νόημά του. Τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικής αφηγηματικής τέχνης, περιγράφουν με ένταση, πυκνότητα, μυστικό παλμό και χάρη τον έρωτα που πυρπολεί τον άνθρωπο και τον τρελαίνει, καθώς και την απάρνηση του πάθους, με το μεγαλείο και τη μελαγχολία της. Εκτός από το Όνειρο στο κύμα, περιέχονται τα Ολόγυρα στη λίμνη, Η νοσταλγός, Έρως-ήρως, Η Φαρμακολύτρια και η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη «Έρως νάρκισσος, έρως θείος: Όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη», που επιχειρεί να φωτίσει τα αινιγματικά παπαδιαμαντικά κείμενα με οδηγό τα πανανθρώπινα και τα χριστιανικά σύμβολα.
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Ιορδανίδου
Το βιβλίο που αγάπησαν πολλοί είναι ένας ύμνος στην κουζίνας της Μικράς Ασίας. Η δυναμική Λωξάνδρα, μια σπουδαία μαγείρισσα και μια ασύγκριτη οικοδέσποινα, μας μαθαίνει μέχρι σήμερα πώς γίνονταν οι ντολμάδες, πότε είναι η εποχή για κάθε ψάρι, κάθε φαγητό, τι έτρωγαν μετά τα λουτρά και πώς στόλιζαν τα σπίτια τους οι νοικοκυρές της Πόλης για τις γιορτές. Αξίζει να διαβαστεί ξανά απ’ όσους αγαπούν την κουζίνα της Ανατολής.
Ελληνική λογοτεχνία
Γλυκερία Μπασδέκη, Θοδωρής Γκόνης
Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου (το λαϊκό ανάγνωσμα με κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που κυκλοφορούσε σε φτηνές εκδόσεις από το 1680 περίπου ως τις μέρες μας) είναι το σώμα της παράστασης που δούλεψαν μαζί ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης και η συγγραφέας Γλυκερία Μπασδέκη και το καλοκαίρι του 2020 πρωτοπαρουσιάστηκε στο «πατρογονικό» των Αιγών.
Οι περίεργες και φανταστικές αυτές περιπέτειες του γνωστού-αγνώστου Oικουμενικού της Φυλλάδας που κατατροπώνει φουσάτα, Αμαζόνες και μονοπόδαρους, έρχονται στο σήμερα για να «ξαναπαιχτούν» και να «ξανακουστούν».
Ο Αλέξανδρος από την κορυφή του κόσμου και ο Αλέξανδρος από τα βάραθρα της μνήμης μιλάει συνεχώς, προσπαθώντας να γεφυρώσει τα χάσματα της θλιμμένης του ψυχής. Μαζί του ο Πλούταρχος, ο Αρριανός, οι θυμωμένες γοργόνες, η χήρα του η Ρωξάνδρα, σε μια λαϊκή παραμυθία για χαλεπούς καιρούς.
Το βιβλίο Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και άλλες παρηγορίες κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική με πρόλογο της αρχαιολόγου και προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας Αγγελικής Κοτταρίδη η οποία, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Η Γλυκερία Μπασδέκη και ο Θοδωρής Γκόνης με το έργο αυτό άναψαν ένα κεράκι στη μνήμη του [Μεγαλέξανδρου], ζωντανεύοντάς τον με τρόπο άκρως συγκινητικό στη σκηνή του θεάτρου. Παίρνοντας ως καμβά την ιστορία της Φυλλάδας, εμπλουτίζοντάς την με εξαιρετικά εύστοχα διαλεγμένα αποσπάσματα από άλλες πηγές και βάζοντας τη δική τους ποιητική-σκηνοθετική πινελιά, έπλασαν έναν ήρωα που γεφυρώνει τον καιρό και μιλάει στην ψυχή του σύγχρονου θεατή-αναγνώστη».
Ελληνική λογοτεχνία
Μαλβίνα Κάραλη
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
__________
Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.
Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.
Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!
____________
Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.
___________
Ελληνική λογοτεχνία
Βίκυ Τσελεπίδου
Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος; Ως τι εξακολουθεί να ζει αν χάσει τη μνήμη και την προσωπικότητά του; Κατά πόσο η γλώσσα ενυπάρχει σε όλα και κατά πόσο εμείς μέσα της; Πώς βρίσκει κανείς τη θέση του σε έναν κόσμο που συνεχώς ρέει; Υπάρχει άραγε κάποιο φωτεινό σημάδι στον ουρανό που να οδηγεί τα βήματά μας;
Ο Μεγάλος Σκύλος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο του νυχτερινού ουρανού και περιλαμβάνει το πιο λαμπρό άστρο του στερεώματος, τον Σείριο. Στην ελληνική μυθολογία ο αστερισμός αναπαριστά τον Σκύλο του κυνηγού Ωρίωνα που καταδιώκει τον Λαγό. Μυθολογικές δοξασίες των Ρωμαίων συνδέουν τον Μεγάλο Σκύλο με τον Κέρβερο της Κόλασης.
Ένα βιβλίο που ψηλαφεί τη σχέση του εγώ με τον τόπο και τον χρόνο και αναδεικνύει τη μνήμη ως μοναδικό όπλο άμυνας απέναντι στην τρωτότητά μας. Ένα βιβλίο για το πέρασμα από το φως στο σκοτάδι και τανάπαλιν. Για αυτό το μάταιο, συνεχές –και κατ’ ουσίαν απερίγραπτο– πηγαινέλα μας.
Ελληνική λογοτεχνία
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό Συκιά της Λακωνίας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά η απροκατάληπτη, αν και όχι χωρίς διάθεση κατανόησης και τρυφερότητα, ματιά πάνω σε έναν κόσμο σκληρό, την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘60. Λογοτεχνική γραφή, αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση, ψυχολογική μαρτυρία και στοχασμός δένονται με αξεδιάλυτο και γοητευτικό τρόπο.
Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά–, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.
Ελληνική λογοτεχνία
Οδοιπορικό του 1806: Πελοπόννησος – Αττική – Σμύρνη – Κωνσταντινούπολη
Σατωβριάνδος
Τον Αύγουστο του 1806, πίσω από τους υδρατμούς μιας ζεστής μέρας, ο φιλέλληνας Γάλλος λογοτέχνης και θεμελιωτής του γαλλικού ρομαντισμού Σατωβριάνδος θα δει τις ακτές της «Κορφού» (κατοπινής Κέρκυρας). Το πλοίο του έχει ακινητοποιηθεί από την απόλυτη νηνεμία κι αυτός θα απολαύσει από το κατάστρωμα το «πρώτο ηλιοβασίλεμα και την πρώτη νύχτα κάτω από τον ουρανό της Ελλάδας». Έχοντας κάνει κτήμα του την αρχαία γραμματεία, θα διακρίνει στη φωτιά που έχουν ανάψει οι ψαράδες στην απέναντι ακτή «τις Νύμφες να βάζουν φωτιά στο πλοίο του Τηλέμαχου». Από κει θα συνεχίσει καταγράφοντας γλαφυρά την περιήγησή του στην Πελοπόννησο και στην Αττική των αρχών του 19ου αιώνα κατά τη διάρκεια του μεγάλου του ταξιδιού από το Παρίσι στην Ανατολή. Λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821 ο Σατωβριάνδος, μαζί με έναν γενίτσαρο και έναν Μιλανέζο έμπορο, θα περιηγηθεί στις κοιλάδες και στα βουνά του άδενδρου Μοριά: στη μοναξιά της Αρκαδίας, στις ερημιές του Άργους, της Κορίνθου, των Μεγάρων, αλλά και της κάποτε ένδοξης Σπάρτης, συναντώντας παντού αρχαία μνημεία ανάμεσα σε σύγχρονα ερείπια, μαζί με τη φτώχεια και τη δυστυχία ενός λαού που υποφέρει από τον κατακτητή. Στην πλούσια γη της Αττικής, όπου «το κλίμα επιδρά στην αισθητική», θα διαπιστώσει με λύπη πως οι Έλληνες κάτοικοι έχουν αποκοπεί από την ιστορική τους μνήμη και πως ο αρχαίος πολιτισμός διεκόπη βίαια, χωρίς ιστορική συνέχεια. Στο ταξίδι του από την Τζια στη Σμύρνη θα συνοψίσει το ελληνικό του οδοιπορικό σε μια πικρή σκέψη: η Ελλάδα μπορεί να απελευθερωθεί, αλλά το σημάδι απ’ τα δεσμά της δεν θα σβήσει εύκολα.
Ελληνική λογοτεχνία
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
“Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος χάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.
Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.”
Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Κορυτσά – Αθήνα (υπουργείο Τύπου). Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εποχή του «Μυθιστορήματος», των «Ημερολογίων Καταστρώματος Α’» και των Δοκιμών για την ποίηση.
“…Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων – πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.”