Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό Συκιά της Λακωνίας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά η απροκατάληπτη, αν και όχι χωρίς διάθεση κατανόησης και τρυφερότητα, ματιά πάνω σε έναν κόσμο σκληρό, την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘60. Λογοτεχνική γραφή, αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση, ψυχολογική μαρτυρία και στοχασμός δένονται με αξεδιάλυτο και γοητευτικό τρόπο.
Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά–, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.