Πολύ σύντομα μου γεννήθηκε η υποψία ότι το « βλέμμα » του έκρυβε κάποιο μυστικό και ότι αυτή η πόζα περιείχε κάτι που αιχμαλώτιζε την ψυχή του συνταξιούχου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μια οποιαδήποτε άλλη συνηθισμένη πόζα δεν θα επέτρεπε να φανερωθεί το συγκεκριμένο μέρος του κορμιού, και εννοώ τη στάση των γυμνών ποδιών ιδωμένων κάτω από το άνοιγμα του κίμονο, την καμπύλη γραμμή που έφτανε μέχρι τα νύχια των δαχτύλων. Καθώς ήμουν ήδη από την παιδική μου ηλικία ιδιαιτέρως επιρρεπής στη γοητεία των αρμονικών γυναικείων ποδιών, είχα υπνωτιστεί από την τέλεια καμπύλη των ποδιών της Ο-Φούμι. Οι γάμπες της, λεπτεπίλεπτες και αισθησιακές, ήταν λες και είχαν σμιλευτεί προσεκτικά σε λευκό ξύλο, το περίγραμμά τους, καθώς κατηφόριζε προς τους αστραγάλους, γινόταν όλο και πιο φίνο, καταλήγοντας με μία μαλακή κλίση στην καμάρα του πέλματος, ενώ στο τέλος αυτής της καμπύλης παρατάσσονταν το ένα μετά το άλλο τα δάχτυλα από το μικρό μέχρι το πιο μεγάλο σε μία σειρά, και αυτή η ευθυγράμμιση μου φαινόταν πολύ πιο όμορφη ακόμα κι απ’ το πρόσωπο της Ο-Φούμι. Ο Ουνοκίτσι , φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και τη μαιτρέσσα του Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, κατά τον τρόπο όμως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, σε μια στάση που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η εμμονή του για ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός της, τα πόδια της, θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας. Το πόδι της Φουμίκο παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που διερευνούν πλευρές «διαστροφικής», όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή, σεξουαλικότητας. Μπορεί να φανεί παράξενο ότι μιλάμε για έκφραση αναφερόμενοι σε ένα πόδι, αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω πως ένα πόδι δεν είναι λιγότερο εκφραστικό από ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια γυναίκα παθιασμένη ή ένα ψυχρό και σκληρό άτομο από την εντύπωση που δημιουργεί το πόδι τους. Μες στη λευκότητα του ποδιού, ένα ροζ ιρίδιζε στα άκρα των δαχτύλων, καταλήγοντας σε ένα ωχρό κόκκινο φωτοστέφανο. Μου θύμιζε τα καλοκαιρινά γλυκά, τις φράουλες στο γάλα, τα χρώματα ενός φρούτου που λιώνει μέσα σ’ ένα λευκό υγρό, και είναι ακριβώς αυτό το χρώμα που απλωνόταν σε όλη την καμπύλη γραμμή του ποδιού της Ο-Φούμι.
Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Όσιαν Βουόνγκ
«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Ο Χάι, δεκαεννιάχρονος Αμερικανο-βιετναμέζος, κάτοικος της Ανατολικής Χαράς του Κονέκτικατ, ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα. Τον σταματά μια ηλικιωμένη από τη Λιθουανία με αρχικά συμπτώματα άνοιας. Οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και η ζωή τους αλλάζει.
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι Όσιαν Βουόνγκ (γενν. Βιετνάμ, 1988) επιστρέφει μ᾽ ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για όσα μας στοιχειώνουν, για τη ζωή στο περιθώριο, για τους ανθρώπους που επιλέγουμε να γίνουν η οικογένειά μας και για το πώς πείθουμε τον εαυτό μας για μια δεύτερη ευκαιρία.
Γωγώ Ατζολετάκη
H Αλεξάνδρα, μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά που βιώνει, μετρά τα χρόνια της. Σίγουρα είναι πολλά. Βρίσκεται πια στη «γκρίζα ζώνη» της ζωής της… Όμως, δεν είναι τόσο μεγάλη ούτε τόσο άρρωστη, όσο πιστεύουν οι άλλοι.
Κι αυτοί ο «άλλοι» δεν είναι παρά τα παιδιά της –ο γιος της και η νύφη της, ιδιαιτέρως η νύφη της–, που πλέον δεν θέλουν τη γιαγιά μέσα στα πόδια τους, στο πολυτελές σπίτι τους, που η ίδια η Αλεξάνδρα τους βοήθησε ν’ αποκτήσουν.
Και πώς ν’ απαλλαγούν από τη «γριά»; Πού να τη στείλουν;
Το Γηροκομείο είναι πάντα μια καλή λύση!
Ανήμπορη να αντιδράσει η Αλεξάνδρα, υποτάσσεται στη μοίρα της. Αποφασισμένη ότι εκεί, στο Γηροκομείο, παραπεταμένη και ξεχασμένη, θα τελευτήσει τις μέρες της.
Όμως, η πάντα απρόβλεπτη ζωή, θα κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Ένα τυχαίο γεγονός θα γίνει το έναυσμα για μια καινούργια αρχή, για πρωτόγνωρους και ελπιδοφόρους ορίζοντες.
Ποτέ μη λες «ποτέ»!
Μια ωδή στην τρίτη ηλικία της ζωής μιας γυναίκας, που τελικά μπορεί να εξελιχθεί σε μια… τρίτη άνοιξη!