Βλέπετε 1–15 από 112 αποτελέσματα

Άγρα

Ξένη λογοτεχνία

Αμοκ και Άλλες Νουβέλες

Στέφαν Τσβάιχ

Στον παρόντα τόμο συγκεντρώνονται πέντε από τις γνωστότερες και δημοφιλέστερες ιστορίες του Στέφαν Τσβάιχ (Βιέννη 1881 – Πετρόπολις, Βραζιλία, 1942), που αν και δημοσιεύτηκαν πολλές φορές και σε διάφορες μεταφράσεις στην Ελλάδα σε προηγούμενες δεκαετίες, παραμένουν κατ’ ουσίαν άγνωστες στο ελληνικό κοινό που ανακαλύπτει ξανά τον Στέφαν Τσβάιχ τα τελευταία χρόνια. Γραμμένες από έναν από τους διασημότερους αυτόχειρες της λογοτεχνίας, έχουν κοινό παρονομαστή την αυτοχειρία και βίαιους θανάτους. Το ΑΜΟΚ, η εκτενέστερη και διασημότερη από τις ιστορίες, πραγματεύεται την απομόνωση και την απώλεια της λογικής και του εαυτού ενός γιατρού σε μια ζούγκλα των Τροπικών της Μαλαισίας. Στο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ ανακαλύπτεται γυμνός σε μια σχεδία ένας Ρώσος λιποτάκτης πολέμου. Στη ΛΕΠΟΡΕΛΛΑ, μία αλλόκοτη υπηρέτρια με ανύπαρκτη ζωή στο αρχοντικό ενός βαρόνου στις όχθες του Δούναβη, ερωτεύεται το αφεντικό της με καταστροφικές συνέπειες. Στο κλασικό και πολυδημοσιευμένο ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ έχουμε την ιστορία ενός ταπεινωμένου πάθους σ’ ένα μικρό γαλλικό λιμάνι, όπου βρίσκεται τυχαία ο αφηγητής-συγγραφέας, με ένα αριστοτεχνικό διφορούμενο τέλος. Στη ΒΕΑΤΡΙΚΗ ΤΣΕΝΤΣΙ, με άλλο αφηγηματικό ύφος, ο Τσβάιχ αναδιαπραγματεύεται έναν αιμοσταγή θρύλο μέσα από την Ιστορία, δίνοντας μια νέα ποιητική διάσταση στο τραγικό και καταστροφικό πάθος. Στο Επίμετρο της έκδοσης δημοσιεύεται μια συγκλονιστική επιστολή του Τσβάιχ από την Πετρόπολη της Βραζιλίας στον Φράντς Βέρφελ και τη γυναίκα του Άλμα τον Νοέμβριο του 1941 καθώς και το δοκίμιο του Π. Κ. Τσούκα “Εκούσιος θάνατος κατ’ ανάγκη” γύρω από το μοτίβο του θανάτου και της αυτοχειρίας στο έργο και τη ζωή του Τσβάιχ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

12.00

Μπραμ Στόκερ

Η ιστορία “Ο καλεσμένος του Δράκουλα” δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1914, δύο μόλις χρόνια από το θάνατο του Στόουκερ, ως μέρος της ανθολογίας διηγημάτων “Ο καλεσμένος του Δράκουλα και άλλες παράξενες ιστορίες”, που την επιμελήθηκε η χήρα του Florence Balcombe. Φημισμένη καλλονή της εποχής και πρώην αγαπημένη του Oscar Wilde, η Μπάλκομπ ακολούθησε τον άγραφο νόμο που σχεδόν επιβάλλει στην τεθλιμμένη χήρα να αξιοποιήσει με κάποιο τρόπο ακόμα και τη στάχτη από τα τσιγάρα της εκλιπούσης μεγαλοφυΐας είτε για λόγους διάσωσης και διαφύλαξης του έργου είτε για λόγους βιοπορισμού ή οικονομικής διασφάλισης (συχνά πρόκειται για συνδυασμό προθέσεων διπλά επικερδή, ειδικά όταν έχει εκλείψει από τον ορίζοντα οποιαδήποτε υπόνοια που μπορεί να οδηγήσει σε ηθική απομείωση της χήρας).

Στην εισαγωγή του βιβλίου η Μπάλκομπ περιγράφει την ιστορία ως επεισόδιο από την πλοκή του “Δράκουλα”, που κόπηκε από την τελική μορφή του μυθιστορήματος λόγω έκτασης, αλλά ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους αναγνώστες, τους λάτρεις και τους μελετητές του έργου του συζύγου της. Πολλοί απ’ αυτούς τους μελετητές θεωρούν πώς ο συγγραφέας σκόπευε αρχικά να δώσει στη συγκεκριμένη ιστορία τη θέση του πρώτου κεφαλαίου στο μυθιστόρημά του, μια και σχετικές αναλύσεις στο χειρόγραφο καταδεικνύουν πώς όντως υπήρχε ένα πρώτο κεφάλαιο, που αργότερα αφαιρέθηκε. Κάπως έτσι προκύπτει και η εικασία ότι ο ανώνυμος κεντρικός χαρακτήρας του “Καλεσμένου” είναι ο Τζόναθαν Χάρκερ (ή έστω μια πρώιμη εκδοχή του), ο νεαρός Άγγλος δικηγόρος που ταξιδεύει στην Τρανσυλβανία και εξελίσσεται σ’ έναν από τους βασικούς ήρωες του Δράκουλα – εξάλλου ο συγγραφέας τον έχει πλάσει από το ίδιο υλικό: Αυτό του ακραίου ρασιοναλισμού, που αρχικά λειτουργεί ως αντίβαρο στο γοτθικό «μελόδραμα», όπως σταδιακά εξελίσσεται και το αναδεικνύει καλύτερα όταν, εν τέλει, οι κανόνες του συγκεκριμένου είδους αναλαμβάνουν ολοκληρωτικά τα ηνία. […] (Απόσπασμα από την εισαγωγή της Ευαγγελίας Κουλιζάκη)

Τη Βαλπούργεια νύχτα, σύμφωνα με την πεποίθηση εκατομμυρίων ανθρώπων, ο διάβολος κυκλοφορούσε ελεύθερος – τότε άνοιγαν οι τάφοι και οι νεκροί έβγαιναν και περπατούσαν. Τότε όλα τα σατανικά όντα της γης και του νερού και του αέρα συνυπήρχαν σε μακάβριο ξεφάντωμα. Αυτό ακριβώς το μέρος ήθελε να αποφύγει ο οδηγός. Εδώ ήταν το προ αιώνων αποδεκατισμένο και ερημωμένο χωριό. Εδώ ήταν η κοιτίδα της αυτοκτονίας· κι εδώ ακριβώς βρισκόμουν μόνος – χωρίς ενισχύσεις, να τρέμω απ’ το κρύο μέσα σ’ ένα σάβανο από χιόνι, υπό την απειλή της επερχόμενης άγριας θύελλας. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλα τα φιλοσοφικά και θεολογικά γνωστικά εργαλεία που είχα διδαχθεί και όλο μου το σθένος, για να μην καταρρεύσω σ’ έναν παροξυσμό τρόμου. Η Βαλπούργεια νύχτα είναι μοτίβο του γερμανικού Ρομαντισμού· το χρησιμοποίησαν ο Γκαίτε, ο Μέντελσον κ.ά. Ο Ιρλανδός Στόουκερ, ως προοίμιο στο διάσημο μυθιστόρημά του, κάνει άμεση αναφορά στον γερμανικό Ρομαντισμό. Ο ήρωάς του, που έχει τα χαρακτηριστικά του Τζόναθαν Χάρκερ, διασχίζει τη Γερμανία για να πάει να συναντήσει στην Τρανσυλβανία τον κόμη Δράκουλα και μυείται σε τούτο το «μακάβριο ξεφάντωμα» της γερμανικής λογοτεχνικής παράδοσης. […] (Απόσπασμα από την παρουσίαση της έκδοσης)

9.00

Ξένη λογοτεχνία

Η Σκέψη & Ο Κυβερνήτης

Λεονίντ Αντρέγιεφ

Η ΣΚΕΨΗ είναι ένα από τα αριστουργήματα του Αντρέγιεφ (γράφτηκε το 1902), όπου ο συγγραφέας παίζει με το μοτίβο της προσποίησης της τρέλας ή της καταβύθισης στην τρέλα. Ο ήρωας, ο γιατρός Κερζέντσεφ, έχει δολοφονήσει έναν στενό του φίλο και καταθέτει την απολογία του στους κριτές του. Να είχε άραγε ο Αντρέγιεφ επίγνωση ότι η καλλιτεχνική του διαίσθηση τον είχε οδηγήσει να βρει και να περιγράψει αυτό που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα κλινικά συμπτώματα στην εξέλιξη της σχιζοφρένειας;

Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ είναι, κατά κάποιο τρόπο, “το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου”. Ο κυβερνήτης κάποιας μικρής πόλης έχει καταπνίξει μιά εξέγερση διατάσσοντας πυρ κατά των λιμοκτονούντων απεργών: τριανταπέντε άντρες, εννέα γυναίκες και τρία παιδιά σκοτώθηκαν. Από την επομένη κιόλας της επίθεσης, όλη η πόλη ξέρει πώς ο κυβερνήτης είναι καταδικασμένος, πώς κάποιος θα τον σκοτώσει κάτι για το οποίο άλλωστε έχει και ο ίδιος απόλυτη επίγνωση. Δεν προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τη μοίρα του και, με καθαρό μυαλό, βαδίζει προς αυτό το πεπρωμένο, που και ο ίδιος το θεωρεί θεία δίκη. “Χτες ονειρεύτηκα την κηδεία σας”, του γράφει ανώνυμα μια μαθήτρια λυκείου, “Πίσω απ’ το φέρετρο υπήρχαν μόνο αστυνομικοί”. Και κλείνει ως εξής: “Θα σας κλάψω σαν να ήμουν κόρη σας, γιατί σας λυπάμαι αφάνταστα”. Το αφήγημα αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 1905. Ένας μοναδικός προβληματισμός για την εξουσία και το θάνατο.

15.64

Πατρίσια Χάισμιθ

« Η ευχή μου για τον νέο χρόνο: Όλοι οι διάβολοι, οι λαγνείες, τα πάθη, οι απληστίες, οι ζήλιες,
οι έρωτες, τα μίση, οι παράξενες επιθυμίες, οι εχθροί, φανταστικοί ή πραγματικοί,
η στρατιά των αναμνήσεών μου, όλα με τα οποία παλεύω –
να μη με αφήσουν ποτέ στην ησυχία μου ». –Π. ΧΑΪΣΜΙΘ

ΠΡΟΤΟΥ Ο ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΕΙ για τη μεγάλη οθόνη το πρώτο της μυθιστόρημα Ξένοι  στο τραίνο · προτού ο σαγηνευτικός κοινωνιοπαθής Τομ Ρίπλεϋ αποκτήσει μόνιμη θέση στον κανόνα  του ψυχολογικού θρίλλερ· και προτού Η τιμή του αλατιού ( Κάρολ ) γίνει το κλασικό, καλτ βιβλίο για  την ερωτική εμμονή, τί γνωρίζουμε για την Πατρίσια Χάισμιθ;

Εστιάζοντας στα χρόνια της διαμόρφωσής της στο Μανχάτταν, αυτή η ανθολόγηση από τα ογκώδη  ημερολόγια και σημειωματάριά της μας αποκαλύπτει την «Πατ» στα νιάτα της, όταν έσφυζε από πάθος και λάμψη.

Με αφετηρία το 1941, όταν ήταν εικοσάχρονη φοιτήτρια στο Κολέγιο Μπάρναρντ, μέχρι την  περιπετειώδη τρίτη δεκαετία της, τα Χρόνια της Νέας Υόρκης συνυφαίνουν σκηνές από την ιλιγγιώδη  κοινωνική της ζωή – όλο άυπνες νύχτες στα μπαρ της queer underground σκηνής του Βίλλατζ, γεμάτες  έρωτες και φλερτ– με την αυτοπροσωπογραφία μιας νεαρής καλλιτέχνιδας, που την ημέρα δούλευε  γράφοντας κόμικς. Ανάμεσα σε χάνγκοβερ και χωρισμούς, διάβαζε λογοτεχνία αδηφάγα και δούλευε  την τέχνη της με νεύρο. Ρουφάει στην κυριολεξία τον Σαίξπηρ, τον Ρίλκε, τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Τζόυς,  τον Κάφκα, τον Χαίλντερλιν, τον Φρόυντ, τους Ρώσους, τη Βιρτζίνια Γουλφ και αμέτρητους άλλους.

 

 

24.50

Ξένη λογοτεχνία

Φρίντα Κάλο, Viva la Vida

Πίνο Κακούτσι

Σε αυτόν τον χειμαρρώδη μονόλογο, ο συγγραφέας Πίνο Κακούτσι δίνει το λόγο στη ζωγράφο Φρίντα Κάλο. Λίγες μέρες πριν από το θάνατό της, μέσα στην οδύνη, τη μοναξιά, τις στιγμές απελπισίας, ξαναζεί όλα όσα μπόρεσε να ξεπεράσει με τη δύναμη της θέλησής της. Διηγείται τη θυελλώδη σχέση της με τον Ντιέγκο Ριβέρα, τον άντρα της ζωής της, και εξηγεί το πάθος της για “το δικό της” Μεξικό. Μιλά για τα πολιτικά ιδανικά της, για τη φιλία της με τον Τρότσκι και για τους αναρίθμητους άλλους δεσμούς της.

Η ζωή της ήταν μια ζωή στα άκρα γεμάτη χρώματα, ακριβώς όπως και η ζωγραφική της. Μια ζωή επαναστατική, γιατί, αν και γεννήθηκε το 1907, της άρεσε να λέει ότι το έτος γέννησής της ήταν το 1910, το έτος της Μεξικανικής Επανάστασης.

Σε μια αφήγηση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ο Πίνο Κακούτσι ανασυνθέτει την ιστορία μιας μυθικής ανθρώπινης ύπαρξης, μιας σπουδαίας ζωγράφου, της οποίας το έργο εξακολουθεί να συγκλονίζει. Μέσα σε λίγες σελίδες βρίσκουμε το Μεξικό, το ξύπνημα της φαντασίας, τον πόθο που ποτέ δεν έσβησε για τον ίδιο άνδρα, μια φλογερή γυναίκα που δεν σταματά να δρα και να δημιουργεί. Στο μικρό αυτό βιβλίο είναι κλεισμένος ένας τεράστιος θρίαμβος: ΖΗΤΩ Η ΖΩΗ!

10.00

Ξένη λογοτεχνία

Το μεγαλείο της ζωής

Μίχαελ Κούμπφμύλλερ

“Ποιός ήταν ο Φράντς Κάφκα; Χάρη στον Μίχαελ Κούμπφμύλλερ, μπορούμε να φανταστούμε τον διάσημο συγγραφέα σαν ευτυχισμένο άνθρωπο που στο τέλος της ζωής του βρίσκει τον μεγάλο έρωτα. Ένα έξυπνο, συγκινητικό μυθιστόρημα για την αγάπη, την πλήρωση και την αξία κάθε μιας μέρας που ζει κανείς με προσοχή και φροντίδα. ”

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1923 σε μια λουτρόπολη της Βαλτικής, το Μύριτς. Ο φυματικός Φράντς Κάφκα, που έχει μόλις κλείσει τα σαράντα, γνωρίζει την εικοσιπεντάχρονη Ντόρα Ντιαμάντ και τολμά, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, να κάνει ένα βήμα που δεν είχε επιχειρήσει ώς τότε : Μετακομίζει στο Βερολίνο και ζει για πρώτη φορά μαζί με μια γυναίκα – και μάλιστα κόντρα στην οικονομική κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που κορυφώνεται, κόντρα στους γονείς του, κόντρα στη θανάσιμη αρρώστια του… Θα είναι ο τελευταίος του έρωτας, ο μεγαλύτερος ίσως στη ζωή του, σίγουρα ο πιο σημαντικός.

Ο Μίχαελ Κούμπφμύλλερ μεταμορφώνει την αληθινή ιστορία του τελευταίου χρόνου που έζησε ο Φράντς Κάφκα σ’ ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα αγάπης, ζωντανεύοντας για μας όχι μόνο τον διάσημο συγγραφέα αλλά και την Ντόρα Ντιαμάντ, τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του.

Ο συγγραφέας ερεύνησε συστηματικά τον Τύπο της εποχής, την αλληλογραφία και τα τετράδια με τις σημειώσεις του Κάφκα και εμβάθυνε στην ψυχή και στο ύφος του.

Το συγκλονιστικό του μυθιστόρημα μας αποκαλύπτει ένα πρόσωπο του Κάφκα που δεν γνωρίζαμε.

 

15.90

Πατρίσια Χάισμιθ

«Πέντε ώρες αργότερα το πλοίο είχε δέσει στον Πειραιά. Ο Τσέστερ άνοιξε δρόμο προς την κουπαστή μέσα από ένα πλήθος επιβάτες και αχθοφόρους που είχαν ανέβει για να βοηθήσουν τον κόσμο να μεταφέρει τις βαλίτσες του. Είχε πάρει με την ησυχία του πρωινό στην καμπίνα του, περιμένοντας να επιβιβαστεί μπροστά ο πολύς κόσμος. ‘Ομως τώρα διαπίστωσε ότι η αποβίβαση δεν είχε καν αρχίσει. Τα σπίτια της περιοχής και το λιμάνι του Πειραιά έμοιαζε να βρίσκονται μέσα στο χάος και τη σκόνη. Ο Τσέστερ απογοητεύτηκε που δεν μπορούσε να δει την Αθήνα στο βάθος. Άναψε τσιγάρο και χάζεψε τις κινούμενες ή σταθερές φιγούρες στη φαρδιά προβλήτα. Αχθοφόροι στα μπλε μερικοί με μάλλον τριμμένα παλτά βάδιζαν νευρικά, ρίχνοντας ματιές προς το πλοίο έμοιαζαν περισσότερο με ανθρώπους που ετοιμάζονταν να παζαρέψουν συνάλλαγμα ή ταξιτζήδες παρά με αστυνομικούς, σκέφτηκε ο Τσέστερ. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε σε όλο το μήκος της προβλήτας, από δεξιά προς τ’ αριστερά κι ανάποδα. Όχι, δεν φαινόταν κανείς από αυτούς τους ανθρώπους να τον περιμένει. Η σκάλα είχε πέσει κι αν υπήρχε κάποιος γι’ αυτόν, δεν θ’ ανέβαινε πάνω, αντί να τον περιμένει κάτω στην προβλήτα; Φυσικά. Ο Τσέστερ καθάρισε το λαιμό του και τράβηξε μια ελαφριά ρουφηξιά. Ύστερα γύρισε και είδε την Κολέτ.
«Η Ελλάδα, του είπε χαμογελώντας.»

Έχοντας φύγει από τις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να φυλακιστεί για απάτες, ο Τσέστερ ΜακΦάρλαντ κατέφυγε στην Ελλάδα με τη γοητευτική γυναίκα του, την Κολέτ. Και οι δύο προσπαθούν να έχουν το ύφος αθώων τουριστών στην Αθήνα. Μέχρι τη μέρα που στον πανικό του ο Τσέστερ σκοτώνει, χωρίς να το θέλει, έναν ιδιαίτερα περίεργο αστυνομικό επιθεωρητή, στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου Κίνγκ’ς Πάλας.

Γιατί ο Ράυνταλ Κήνερ, ένας αργόσχολος και άφραγκος νέος Αμερικανός, που εδώ και λίγο διάστημα παρατηρεί αυτό το ζευγάρι, προτείνει τη βοήθειά του; Ο Τσέστερ περιμένει έναν εκβιασμό, αλλά ο Ράυνταλ μοιάζει να ενδιαφέρεται κυρίως για τη γοητευτική κυρία ΜακΦάρλαντ.

Με τον τρόπο αυτό οι τρεις εκτός τόπου Αμερικανοί πρωταγωνιστές της Πατρίτσια Χάισμιθ θα βρεθούν δέσμιοι ο ένας του άλλου, σ’ έναν αγώνα προς τον όλεθρο, σε μια απ’ αυτές τις ίντριγκες με την αλάνθαστη ακρίβεια όπου διαπρέπει η μυθιστοριογράφος της σειράς του “Ρίπλεϋ”, του “Γυάλινου κελιού” και άλλων αριστουργημάτων.

Όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο την Ελλάδα των αρχών του ’60, ανάμεσα στο καφέ Μπραζίλιαν, το ξενοδοχείο Κίνγκ’ς Πάλας και τη Μεγάλη Βρετανία, το Μουσείο Μπενάκη και τα φτηνοξενοδοχεία της Ομόνοιας, και στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο της Κρήτης και το Ανάκτορο της Κνωσού, που θα γίνει το ανατριχιαστικό σκηνικό ενός φόνου.

16.45

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

TΕΛΗ ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 1864 το λογοτεχνικό-πολιτικό μηνιαίο περιοδικό Εποχή (τεύχη 1-2, 4)  φιλοξένησε την εξομολόγηση ενός παράδοξου ανθρώπου. Το κείμενο, που έφερε τον τίτλο
Σημειώσεις από το υπόγειο, υπέγραφε ο Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, εκδότης του περιοδικού μαζί με  τον αδελφό του Μιχαήλ.

Οι Σημειώσεις από το υπόγειο προαναγγέλλουν τα σπουδαία μυθιστορήματα της ωριμότητας  του Ντοστογέφσκι. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι η κλασική μορφή της ρωσικής λογοτεχνίας, ο  πικραμένος, χαμηλόβαθμος υπάλληλος που εγκατέλειψε τη συνετή ζωή προς όφελος του  μηδενισμού. Μέσα από την ταυτόχρονη επίθεση στην άθεη αστική κοινωνία και στον ουτοπικό
σοσιαλισμό, τον οποίο πολλοί σύγχρονοι του Ντοστογέφσκι έβλεπαν ως εναλλακτική στην  πρώτη, η ιστορία του βιβλίου εκθέτει τις δυνάμεις του παραλόγου που βρίσκονται κάτω από όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα, ακόμα και σε όσα εμπνέονται από υψηλά ιδανικά. Ωστόσο,  και στις πιο σκοτεινές στιγμές ο Ντοστογέφσκι βρίσκει χώρο όχι μόνο για λεπτό χιούμορ αλλά
και για την πιθανότητα της λυτρωτικής αγάπης, που ενσαρκώνεται σε πρόσωπα που πάσχουν, και, πάνω απ’ όλα, στον χαρακτήρα της Λίζας.

Το σύντομο αυτό έργο αποτελεί σταθμό στη βιβλιογραφία του συγγραφέα, όχι μόνο για τον  τρόπο αφήγησης αλλά και, κυρίως, για τα κεφαλαιώδη φιλοσοφικά ζητήματα που θέτει, πρώτη
φορά τόσο ολοκληρωμένα και άνευ περιστροφών, ζητήματα που θα ξανατεθούν στα μεγάλα μυθιστορήματά του, που έπονται και τον καταξιώνουν παγκοσμίως ως μια από τις  σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές. Αρκετοί από τους παλιούς μα κι από τους σύγχρονους  μελετητές του Ντοστογέφσκι, όπως επί παραδείγματι ο Β.Β. Ροζάνοφ, το θεωρούν
«ακρογωνιαίο λίθο » του λογοτεχνικού έργου του.

16.50

Σίγκμουντ Φρόιντ

Ο Φρόυντ ίδρυσε την ψυχανάλυση σε μια ιστορική φάση της ανθρωπότητας όπου οι ευρωπαικές κοινωνίες έχαιραν σχετικής γαλήνης και προόδου. Είναι ενδεικτικό ότι η προώθηση της ψυχανάλυσης εντάχθηκε σε μια περίοδο όπου το ψυχικό σύμπτωμα τέθηκε ως αντικείμενο θεραπείας διαμέσου της λειτουργίας της σκέψης και της ομιλίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, έξω από το οικογενειακό περιβάλλον και τους θρησκευτικούς θεσμούς.

Η υστερία και οι υστερικές ασθενείς οδήγησαν τον Φρόυντ να δομήσει το εργαλείο της ψυχανάλυσης εντυπωσιασμένος από τη δύναμη της ασυνείδητης σεξουαλικότητας, η οποία δημιουργούσε συμπτώματα ως διέξοδο στη μη πραγμάτωση μιας ασυνείδητης απαγορευμένης επιθυμίας. Βρήκε στην τραγωδία του Οίδίποδα την πυρηνική ανθρώπινη φαντασίωση, που αφορά τον οικογενειακό πυρήνα.

Ο Φρόυντ πρωτοέγραψε για την υστερία γύρω στα 1893, μετά από τα χρόνια εκπαίδευσης που πέρασε στο Παρίσι, με καθηγητή τον φημισμένο Charcot. Είχε αντιληφθεί ότι το υστερικό σύμπτωμα, παρ’ όλη τη σωματικότητά του, συνδέεται με ψυχικό δημιουργήματα, και μάλιστα συμβολικής φύσης, με σεξουαλικό χαρακτήρα.

Εν αρχή είναι το σώμα με τις διεγέρσεις του, τα ερεθίσματα, τον αισθητηριακό κόσμο του, την κινητικότητά του, την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια. Έρχεται σε επαφή με τους άλλους και τα πράγματα που θα εγγράφουν προοδευτικό ως εσωτερικές αναπαραστάσεις κι αντικείμενα.

Ο Φρόυντ παρακολούθησε την Ντόρα το 1900, έγραψε για την περίπτωση το 1901, και τη δημοσίευσε αργότερα, το 1905, για λόγους εχεμύθειας, υπό τον τίτλο Απόσπασμα μιας ανάλυσης υστερίας.

Στη συζήτηση των ψυχοσωματιστών, αυτό που διαφαίνεται είναι οι δυσκολίες της Ντόρας να απαντήσει στις ψυχικές συγκρούσεις, ελλείψει μιας ευκαμψίας και ρέουσας επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες πλευρές που συνιστούν τον ψυχικό της κόσμο. Το σώμα της γίνεται το πεδίο έκφρασης των συγκρούσεων, όχι μόνο της επίλυσής τους, αλλά κυρίως της μη δυνατότητάς τους ψυχικής απορρόφησης.

Μέσα από τη συζήτηση των ψυχοσωματιστών, η Ντόρα μοιάζει να χρησιμοποιεί τα συμπτώματά της ως ασπίδα απέναντι στη βαριά ατμόσφαιρα της παιδικής ηλικίας της και στα υπερδιεγερτικά γεγονότα της εφηβείας της.Υπ’ αυτή την έννοια, η υστερία της αποτελεί συχνά ένα είδος αλεξιδιεγέρσιου, που αποδεικνύεται με τον καιρό χρόνιο και εύθραυστο.Όταν, μάλιστα, δεν είναι ούτε κι αυτό ικανό να αμυνθεί και να προστατέψει, τότε η σωματική αρρώστια μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της ψυχικής καταστροφικότητας.

17.52

Βίκτορ Κλέμπερερ

O Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος Βίκτορ Κλέμπερερ άρχισε να μελετά τη γλώσσα και τις συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί το 1933. Βασιζόμενος σε ποικίλες πηγές (ραδιοφωνικές ομιλίες του Χίτλερ ή του Γκαίμπελς, ανακοινώσεις γεννήσεων και θανάτων, εφημερίδες, βιβλία και μπροσούρες, συζητήσεις κ.λπ.), μπόρεσε να εξετάσει την καταστροφή του γερμανικού πνεύματος και της κουλτούρας από τη ναζιστική «νεογλώσσα». Με το να κρατά λοιπόν το ημερολόγιό του, επιδόθηκε σε μια πράξη αντίστασης και επιβίωσης. Το 1947 από την εργασία του αυτή προέκυψε το βιβλίο LTI: Lingua Tertii Imperii, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ – Σημειώσεις ενός φιλολόγου, που έγινε κείμενο αναφοράς για κάθε προβληματισμό πάνω στη γλώσσα του ολοκληρωτισμού. Η ανάγνωσή του, σχεδόν γδόντα χρόνια αργότερα, δείχνει πόσο παλεύει ο σύγχρονος κόσμος να θεραπευτεί από εκείνη τη μολυσματική γλώσσα, καθώς και ότι καμία γλώσσα δεν είναι απρόσβλητη από καινούργιες προσπάθειες χειραγώγησης.

Η ανάλυση του Βίκτορ Κλέμπερερ για τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού και τον αντίκτυπό της είναι ένα αριστούργημα της ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, είναι ένα πρώτης τάξεως ιστορικό ντοκουμέντο για την αυτοδιάσωση ενός μελετητή της γλώσσας και της λογοτεχνίας σε μια εποχή απελπισίας. Η Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ προέκυψε από την πεποίθηση του Κλέμπερερ ότι η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ συνέβαλε στο σχηματισμό της ναζιστικής κουλτούρας. Όπως γράφει: «Δεν πρέπει να εξαφανιστούν μόνο οι ναζιστικές πράξεις αλλά και η ναζιστική ιδεολογία, ο τυπικός ναζιστικός τρόπος σκέψης αι το έδαφος που τον αναπαράγει: η γλώσσα του ναζισμού».

22.90

Γκουρμπετελλί Ερσόζ

Από παλιά τα βουνά ήταν μέσα στην καρδιά μου, αλλά κατάλαβα ότι πόλεμος σημαίνει να κεντήσω την καρδιά μου στα βουνά.

Δεν μπορεί να υπάρξει πόλεμος χωρίς το φόβο.

Ο πόλεμος δεν είναι ζωή στον κήπο με τα ρόδα, αλλά προσπάθεια συνέχισης της ζωής μέσα στην πυρίτιδα και στο αίμα”.

Tο ΚΕΝΤΗΣΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ. Ημερολόγιο μιας Κούρδισσας αντάρτισσας, 1995-1997 της Γκουρμπετελλί Ερσόζ είναι ένα χρονικό του αγώνα για ανεξάρτητο Κουρδιστάν και ταυτόχρονα μια επιτόπια μαρτυρία ως απάντηση στην παραπληροφόρηση του κράτους της Τουρκίας και των συμμάχων του.

Η Γκουρμπέτ, η Ξενιτοπούλα, αφηγείται μάχες, γράφει ποιήματα, αποδύεται σε στοχασμούς και αυτοκριτική. Το γράψιμο του ημερολογίου είναι για εκείνη, αφενός, πράξη πολιτική και προσωπική, που της επέτρεψε την ακατέργαστη καταγραφή των γεγονότων μιας ιστορίας που δεν θα δημοσιευθεί ποτέ επίσημα, και, αφετέρου, ευκαιρία να εκφράσει τα όνειρά της, τις πεποιθήσεις της, να διατυπώσει τις αναλύσεις και τις αμφιβολίες της.

Το Ημερολόγιο της Γκουρμπέτ μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωση μιας μαχήτριας, να διαπιστώσουμε και να εξερευνήσουμε τα παρακείμενα και τις αντιφάσεις του ένοπλου αγώνα, και, κυρίως, να συντροφέψουμε τις αντάρτισσες γυναίκες και να σφυρηλατήσουμε το ρόλο τους σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Η κατασκευή ενός αρχείου μνήμης in situ μας είναι απαραίτητη στο να χαρτογραφούμε και να συνοδεύουμε τους πολιτικούς αγώνες.

21.00

Όμηρος

Τα περισσότερα, ιστορικά και γραμματολογικά, συμφραζόμενα της ομηρικής Ιλιάδας παραμένουν ή αδιάγνωστα ή υποθετικά. Τίποτε βέβαιο δεν ξέρουμε για τον ποιητή της (ή τους ποιητές της): ούτε πότε έζησε ακριβώς ούτε που έζησε και έδρασε ούτε καν πώς λεγόταν. Ίσως γεννήθηκε σε κάποια πόλη της παράλιας Μικράς Ασίας ή σε κάποιο παράκτιο νησί της.

Η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι συντάχθηκε στα μέσα περίπου του όγδοου προχριστιανικού αιώνα ότι η Οδύσσεια ακολούθησε, εν γνώσει μάλλον της Ιλιάδας, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Τα δύο έπη προϋποθέτουν πάντως μακρά προφορική παράδοση, που την καλλιέργησαν κάποιοι εμπνευσμένοι αοιδοί, οι οποίοι εξελίχτηκαν σε ραψωδούς. Σ’ αυτή την προφορική παράδοση χρωστούν τα ομηρικά έπη λίγο-πολύ: το μύθο τους και τα κύρια πρόσωπά τους σίγουρα τον εξάμετρο και τη γλώσσα τους τους επαναλαμβανόμενους λογοτύπους (άλλως πως: φόρμουλες), τις τυπικές σκηνές, τα τυπικά τους θέματα και μεγαθέματα. […]

 

30.00

Ρωμανός ο Μελωδός

Ο Ύμνος στoν Άγιο Δημήτριο του Ρωμανού Μελωδού, μολονότι αναφέρεται στο μαρτύριο του αγίου Δημητρίου, στόχο του έχει την απαλλαγή μερίδας των Θεσσαλονικέων από την κακοδοξία του Μανιχαϊσμού και την παραμονή στο Ορθόδοξο δόγμα. Ο Ρωμανός, έχοντας ως πρότυπο τα Πάθη του Χριστού, μετέτρεψε με ποιητικό τρόπο τον άγιο Δημήτριο από “κωνσταντίνειο” μάρτυρα σε “ιουστινιάνειο” ομολογητή, καθιερώνοντας τον εντολέα αυτής της μετατροπής και μέντορά του Ιουστινιανό Α (527-565) σε δεύτερο κτήτορα της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου.

Στο βιβλίο αναλύονται με φιλολογικό και λογοτεχνικό τρόπο ποιητικές εκφράσεις του Ρωμανού, ως και η έξοχη ικανότητά του να αποδίδει ψυχογραφικά χαρακτήρες και ιστορικά πρόσωπα και να περιγράφει με δραματικό και θεατρικό τρόπο καταστάσεις. Επισημαίνονται επίσης παραστάσεις που είδε και τοπογραφικά ζητήματα της Θεσσαλονίκης που γνώριζε ο Ρωμανός.

Η αρχαιολογική, τοπογραφική και λογοτεχνική προσέγγιση του Ύμνου ελέγχει ως μονομερή τη φιλολογική αμφισβήτηση της γνησιότητάς του ως έργου του. Παρ’ όλ’ αυτά, τοιχογραφία που ο χρόνος διέσωσε σε βυζαντινό ναό της Θεσσαλονίκης απεικονίζει απερίφραστα την πανηγυρική εκφώνηση του Ύμνου από άμβωνος μέσα στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου από τον ίδιο τον Ρωμανό το 534 και εντάσσει οριστικά τον Ύμνο στο corpus των διασωθέντων κοντακίων του.

13.00

Γκράχαμ Γκρην

Το πιο σκοτεινό δημιούργημα του Γκρέηαμ Γκρήν, “Ο Τρίτος Άνθρωπος”, τελειώνει με μια ανταλλαγή πυροβολισμών στους υπονόμους της Βιέννης και με το θάνατο του απατεώνα της πενικιλλίνης Χάρρυ Λάιμ. Προσήλυτος στον καθολικισμό, ο Γκρήν βρήκε μια ταιριαστή απεικόνιση της παρακμής του ανθρώπου στα ζοφερά υπόγεια της πόλης. Και ο Λάιμ, με τον αλήτικο αμοραλισμό του, είναι ένας αναγνωρίσιμος ήρωας του Γκρήν. Η Βιέννη εξασφάλισε στον συγγραφέα το ιδεώδες σκηνικό για την ιστορία του. Πάνω απ’ όλα, “ο Τρίτος Άνθρωπος” είναι μια ελεγεία για την ανδρική φιλία, την προδοσία και τη ματαίωση.

“Η Πτώση ενός ειδώλου” -μία από τις καλύτερες ιστορίες του Γκρήν- αναφέρεται σ’ ένα αγόρι που οι γονείς του το άφησαν μόνο σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό του Λονδίνου, στη φροντίδα του Μπέινς, του μπάτλερ, και της ζηλότυπης γυναίκας του. Ο εφτάχρονος Φίλιπ θέλει να μάθει τι κρύβεται στο σκοτεινό υπόγειο όπου διαμένουν ο κύριος και η κυρία Μπέινς, και αρχίζει μια επικίνδυνη εξερεύνηση του κόσμου των μεγάλων. Ο Φίλιπ είναι φανερά αφοσιωμένος στον μπάτλερ και τον εξιδανικεύει σχεδόν όσο είχε εξιδανικεύσει και ο Ρόλλο Μάρτινς τον Χάρρυ Λάιμ. Ώσπου η μισητή κυρία Μπέινς δολοφονείται από τον άπιστο σύζυγό της…

 

14.50

Ποίηση

Μαντείο

Τζωρτζ Λε Νονς

Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ’ όνομά μου
Βικτωρία Θεοδώρου
Αδαής ακόμη, κοιτάζεις την αντανάκλασή σου και χαίρεσαι
«εγώ είμαι» λες, «αυτός είμαι εγώ», ούτε που φαντάζεσαι
πως δεν είσαι, και δεν θα γίνεις, το είδωλό σου, ένας άλλος
είναι η αντανάκλασή σου, κι όχι μόνο αυτή στον καθρέφτη,
όλες οι αντανακλάσεις από εδώ και πέρα, όλα τα είδωλά σου
είναι ένας άλλος, αλλιώς ζει, αλλιώς σκέφτεται,
άλλα στηρίγματα έχει, εσύ δεν τα φαντάζεσαι καν.
Αμέριμνος σου λέει ιστορίες για τη μάνα του
κι ούτε του περνάει από το νου πως εσύ δεν έχεις μάνα.
Νοσταλγικός σου περιγράφει το πατρικό του σπίτι
κι ούτε μπορεί να φανταστεί πως εσύ δεν έχεις σπίτι.
Πικραμένος σου αφηγείται πως τον αδίκησαν στη δουλειά
κι ούτε υποψιάζεται πόσα χρόνια έχεις άνεργος.
Απλά πράγματα, καθημερινά, δεδομένα
σπίτι, δουλειά, οικογένεια, καταγωγή
μόνο που δεν είναι δεδομένα
και δεν θέλεις πια να ξανασυναντήσεις
δεν θέλεις πια να ξαναμιλήσεις με κανέναν
δεν διαθέτεις τον ελάχιστο απαιτούμενο
κοινό παρονομαστή
έχεις χάσει προ πολλού κάθε παρονομαστή.
Και κανείς δεν δύναται να διανοηθεί πως υπάρχεις κι εσύ
μέσα στην επιδεικτική αρτιμέλεια του κόσμου.

15.50