« Ο έρωτας γεννιέται μαζί με την αντίληψη της καμπύλης μιας πλάτης, του μήκους ενός φρυδιού, με το σκάσιμο ενός χαμό¬γελου. “Συμβαίνει!” Η παρουσία ενός άλλου πλάσματος κινη¬τοποιεί την προσοχή, τις αισθήσεις. […] Η φαντασία αναλαμ¬βάνει αυτή την πραγματικότητα κι αρχίζει να χτίζει φαντασιώσεις, όνειρα, σχέδια… Δημιουργεί τη δική της ανάγκη, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις περικλείει ολόκληρη τη ζωή. Γίνεται η φωνή εκείνη μέσα στη νύχτα που σου λέει «σ’ αγαπώ», αποστα¬θεροποιώντας συθέμελα την ύπαρξή σου. Τέλος, εκτείνεται μέχρι τις σφαίρες εκείνες όπου αρχίζεις να διερωτάσαι για ολόκληρο το Σύμπαν εξημερώνει τη σκέψη και τελικά γίνεται εθισμός. Τότε, στις τραγικότερες περιπτώσεις, βυθίζεται στην άβυσσο, εκεί όπου αντηχούν κραυγές οδύνης, εκεί όπου οι εραστές χάνουν κάθε αίσθηση του χώρου και της πραγματικότητας. Σε τέτοιες στιγμές ένας ποιητής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο έρωτας αλλάζει τη ροή του χρόνου.
Αυτή η κατάσταση του ερωτευμένου είναι μια άβολη κατά¬σταση: είναι ασταθής, ανοιχτή σε όλους τους ανέμους, σχεδόν παράλογη. Εύκολα προκαλεί μια αίσθηση τρόμου, γίνεται εμμονή.
» Αυτό συμβαίνει όταν αυξάνουν οι χτύποι της καρδιάς, και κάποιος σβήνει τα φώτα, ξαπλώνει πλάι σε ένα άλλο σώμα και βυθίζεται σε ένα είδος απελπισμένης ευδαιμονίας.
Όταν κανείς ερωτεύεται γίνεται παιδί: τεντώνει το λαιμό του κι ακούει ένα τραγούδι που δεν προορίζεται να τραγουδηθεί. Μένει άναυδος. Ωστόσο ολοένα και πληθαίνουν όλοι εκείνοι που δεν θα ρισκάρουν τη ζωή τους για τη στιγμή αυτή. Δεν θα ρισκάρουν ούτε και πολύ λιγότερα, δεν θα κάνουν το παραμικρό. Φοβούνται, αισθάνονται καλύτερα μέσα στη μετριότητά τους. Τους καταλα¬βαίνουμε : ο έρωτας σε όλες του τις μορφές είναι το σημαν¬τικότερο πράγμα με το οποίο ερχόμαστε ποτέ αντιμέτωποι, αλλά επίσης και το πιο επικίνδυνο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ενοχλη¬τικό. Όμως είναι και ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας που γνω¬ρίζουμε».
Η ΕΤΕΛ ΑΝΤΝΑΝ γεννήθηκε το 1925 και μεγάλωσε στη Βηρυτό του Λιβάνου. Η μητέρα της ήταν Ελληνίδα από τη Σμύρνη και ο πατέρας της υψηλόβαθμος Οθω¬μανός αξιωματούχος από τη Δαμασκό. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, το Μπέρκλεϋ και το Χάρβαρντ. Από το 1958 έως το 1972 δίδαξε φιλοσοφία. Έγινε ζω¬γράφος. Χάρη στη συμμετοχή της στο κί¬νημα των ποιητών ενάντια στον πόλεμο τού Βιετνάμ, άρχισε να γράφει ποιήματα και έγινε, σύμφωνα με τα λόγια της, « μια Α¬μερικανίδα ποιήτρια ». Το 1972 επέστρεψε στη Βηρυτό και εργάστηκε ως πολιτιστική συντάκτρια. Έμεινε στον Λίβανο ως το 1976. Το 1977 το πεζογράφημά της Sitt Marie-Rose δημοσιεύτηκε στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Καλιφόρνια. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σύγ¬χρονους συνθέτες και έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή φεστιβάλ. Έργα της για το θέα¬τρο έχουν παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, έγραψε για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Bob Wilson το γαλλικό κείμε¬νο της πολύγλωσσης όπεράς του Civil wars, το 1985. Το ποίημά της Τζενίν δια¬σκευάστηκε και παρουσιάστηκε στο Θέα¬τρο Άττις, στην Αθήνα το 2005. Έργο της βασισμένο στο ποίημα To Be In a Time of War, με κείμενα του Heiner Müller, πα¬ραστάθηκε στο Forum Freies Theater στο Ντύσσελντορφ, το Βερολίνο και τη Βηρυτό το 2011. Συμμετείχε με το εικαστικό της έργο στη 13η documenta, στο Κάσσελ της Γερμανίας το 2012.
Οι σημαντικότερες διακρίσεις της περι¬λαμβάνουν: Βραβείο France-Pays Arabes για το Sitt Marie Rose (1977)• Arab Ame¬rican Book Award για το σύνολο του έρ¬γου της και PEN Oakland Award για το Master of the Eclipse (2010)• California Book Award for Poetry για τη συλλογή Sea and Fog και Lambda Literary Award για το σύνολο του έργου της ως ομοφυλόφιλης συγγραφέως (2013). Το 2014 αναγορεύ¬τηκε Ιππότης των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της Γράφοντας σε μια ξένη γλώσσα.
Ξένη λογοτεχνία
Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής : ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Η νεαρή δικηγόρος από το Βέλγιο μεταβαίνει εθελοντικά στη Μόρια ανταποκρινόμενη στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων που ζητά δικηγόρους. Τα σύνορα της Ευρώπης έχουν πια κλείσει και χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβίζονται στα hotspots, περιμένοντας να γίνει η διαλογή τους σε παράτυπους ή μη. Η Ντουτρεμόν αρχίζει να γράφει καθημερινά στους δικούς της ένα γράμμα, όπου μιλάει για τη δουλειά της εκεί, τις συναντήσεις και τα συναισθήματά της. Η δουλειά της την φέρνει αναγκαστικά πολύ κοντά στις ιστορίες των ανθρώπων που έρχονται να τη συμβουλευτούν, ο πόνος τους φτάνει σ’ αυτήν αδιαμεσολάβητος, καθώς πρέπει να τους βοηθήσει να προετοιμάσουν τη συνέντευξή τους για το άσυλο, να πείσουν τις αρχές ότι έχουν στ’ αλήθεια βασανιστεί, βιαστεί, κακοποιηθεί. Περιγράφει τον αγώνα αυτών των ανθρώπων που αφού έχουν επιζήσει από τραυματικές εμπειρίες και από ένα επικίνδυνο ταξίδι, περνούν καινούργια οδύσσεια περιμένοντας επ’ αόριστον στο πουθενά και προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα με τη γραφειοκρατία, την κούραση ή και αδιαφορία των υπαλλήλων και των γιατρών, την ίδια τους την απελπισία. Μιλάει για την αντίθεση ανάμεσα στον ζόφο του καταυλισμού και την παραδεισένια, ανοιξιάτικη Λέσβο απ’ έξω, αλλά και για τη χαρά της ζωής που ξεπροβάλλει αναπάντεχα μέσα στον καταυλισμό, κυρίως με το γέλιο και το παιχνίδι των παιδιών ή τη γεμάτη πείσμα λαχτάρα για ζωή των εφήβων.
Ψυχολογία
Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας διερωτάται Τι απομένει από τον πατέρα την εποχή της εξάχνωσής του. Πρόκειται για τη βασική προβληματική που διέπει την πορεία του έργου του ψυχαναλυτή Massimo Recalcati. Tην εποχή της κατάρρευσης του ιδεώδους του πατέρα σε τι συνίσταται, ακόμα, η πατρική λειτουργία; τι καθιστά δυνατή τη μετάδοση της επιθυμίας την εποχή της δύσης του Οιδίποδα; Mέσα από τον Φρόυντ και τον Λακάν καθώς και εκπροσώπους της λογοτεχνίας (Φίλιπ Ροθ και Κόρμακ ΜακΚάρθυ) αλλά και του κινηματογράφου (Κλιντ Ίστγουντ) σκιαγραφούνται τα χαρακτηριστικά του πατέρα της πράξης και όχι αναγκαστικά της εξ αίματος προέλευσης.
Είναι αυτό που μπορούμε να περιμένουμε από
ό,τι απομένει από τον πατέρα στην εποχή της εξάχνωσής
του: μια πράξη, μια ενική μαρτυρία για την επιθυμία του,
μια ενσαρκωμένη λύση στο άλυτο αίνιγμα της ζωής και
του θανάτου.
Ξένη λογοτεχνία
Δεν υπάρχει μητέρα που να μην θέλει το καλό του παιδιού της!
Πότε όμως τα όνειρά της μπλέκονται με τη ζωή του παιδιού της; Πότε τα δικά της στερεότυπα, τα δικά της προβλήματα, οι δικές της αποτυχίες στοιχειώνουν το παιδί της; Πότε η σχέση μητέρας – παιδιού αρχίζει να γίνεται τοξική;
Ένα βιβλίο που αγγίζει το πιο δύσκολο θέμα με τον πιο ανατρεπτικό τίτλο.
Δοκίμιο
Το μπλε δεν είναι ένα χρώμα, είναι ένα σύνολο αποχρώσεων, αντικειμένων, διαθέσεων, αναφορών, αναμνήσεων, συναισθημάτων. Η Μάγκι Νέλσον, ερωτευμένη με το μπλε, περιπλανιέται στη μελαγχολία, την απώλεια και τον πόθο διερευνώντας τη σύνδεση του χρώματος με το σώμα και το πνεύμα. Συνομιλώντας με τον Γκαίτε, τον Βιττγκενστάιν και τον Μπαρτ, γράφει ένα λυρικό δοκίμιο για τον έρωτα που τελειώνει, για το σώμα που υποφέρει και για την ομορφιά ως καταφύγιο στον καιρό της μοναξιάς και της θλίψης.
«Το να ερωτευτεί κανείς το μπλε μήπως σημαίνει λοιπόν ότι ερωτεύτηκε μια ενόχληση; Ή μήπως ενόχληση είναι ο ίδιος ο έρωτας; Και τι σόι τρέλα τέλος πάντων είναι να ερωτεύεσαι κάτι που είναι δομικά ανίκανο να σε ερωτευτεί κι αυτό;»
Ξένη λογοτεχνία
«Η συλλογή “Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα” είναι ένα ποιητικό βιβλίο που μιλά για το πέρασμα ενός λυρικού υποκειμένου στην ελευθερία, από τη ζωή ως “Η μόνη αλλοίθωρη σε όλο το σχολείο”, δια μέσου της απόρριψης της ανάγκης για κοινωνική αποδοχή (“Το να αρέσεις/ Συχνά είναι προσβολή”), στο αγκάλιασμα της ατομικότητας ως κάτι που ελευθερώνει, αντί να στέκεται εμπόδιο στην ελευθερία. Ελευθερία από το δίπολο των φύλων και τους καταπιεστικούς έμφυλους ρόλους, ελευθερία από τις υποκριτικές κοινωνικές συμβάσεις και τις νόρμες που μετατρέπουν την αγάπη σε έλεγχο και τις σχέσεις σε αγώνες δύναμης. Είναι ένα ειλικρινές, αστείο, στενόχωρο και ενδυναμωτικό βιβλίο, ένας μοναδικός συνδυασμός δύναμης και ευαλωτότητας, σαρκασμού και ειλικρίνειας, σκληρής γλώσσας και τέλεια εκλεπτυσμένου ύφους. Το να γελάς μέχρι δακρύων για το σύστημα που σε κακοποιεί είναι μερικές φορές το μόνο όπλο που σου μένει. Συχνά, συνειδητοποιούμε ότι είναι και το πιο δυνατό. Και το να λέει την αλήθεια για τον εαυτό και την κοινωνία στην οποία ζει είναι η γενναιότερη πράξη που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας. Η γενναιότητα αυτού του βιβλίου βρίσκεται, εν μέρει, στο ότι κρατά τον καθρέφτη απέναντι, δείχνοντας την ασχήμια της κοινωνικά επιβεβλημένης, ψεύτικης κανονικότητας που πηγάζει από τον κομφορμισμό και από τη συλλογική απόρριψη της αυθεντικότητας προκειμένου να μην περιθωριοποιηθούμε. Αλλά, πάνω από όλα, η γενναιότητα του “Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα” βρίσκεται στο ότι στρέφει τον καθρέφτη προς τα μέσα, σαν μικροσκόπιο, ξεγυμνώνοντας το λυρικό υποκείμενο απέναντι στον εαυτό του και τον αναγνώστη, στο ότι ειναι αναπολογητικά ευάλωτο, παρόν, ανοιχτό και, το πιο σπουδαίο, αληθινό απέναντι στο εαυτό. Δεν είναι ένα βιβλίο γραμμένο για όλους – ένα βιβλίο που χαϊδεύει ευγενικά την επιφάνεια, αποφεύγοντας πληγές και μπερδεμένα κομμάτια – αλλά είναι, ακριβώς γι αυτό, ένα βιβλίο που ολοι πρέπει να διαβάσουν.»
Αντιρομαντικός πρόλογος
Μη με διαβάζετε
αν χρειάζεστε ατμόσφαιρα
Αν αυτό που λείπει από τη ζωή σας
Είναι η υποβλητική μουσικότητα
Αν περιμένετε να περιγράψω το φεγγάρι
Μετά το βιασμό
Αν αισθάνεστε το χρέος σας βαρύ
Στους ρυθμιστές του γούστου
Μη με διαβάζετε αν ψάχνετε την καύλα
Στην παρήχηση
Αν έχετε χρόνο για υπαρξιακό στοχασμό
Αν νομίζετε βρισιά το μουνί
Κι όχι μέρος του σώματος μου ή λαχτάρα
Αν πάσχετε από ελιτισμό
Αν δικαιούστε μόνο
Μη με διαβάζετε
Αν θέλετε φροντίδα
Και δεν δώσατε το αίμα σας ποτέ
Αν μπαίνετε στο ποίημα
Όπως πάτε στις κηδείες
Για να δείτε αν κλαίνε
Ξένη λογοτεχνία
Σπούδασε. Κάνε καριέρα. Να είσαι ευγενική ακόμα και σε εχθρικό περιβάλλον. Αγόρασε διαμέρισμα. Αγόρασε έργα τέχνης. Αγόρασε κάποιου είδους ευτυχία. Πάνω απ’ όλα όμως σκύψε το κεφάλι. Να είσαι φρόνιμη και να επιμένεις… Η αφηγήτρια, Βρετανίδα, κόρη Αφρικανών μεταναστών, έχει θέσει ως στόχο της την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη με κάθε τίμημα. Είναι υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος και ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν γόνο παλιάς αστικής οικογένειας. Τότε, μια ιατρική διάγνωση την αναγκάζει να επανεξετάσει τις επιλογές της.
Η Βρετανίδα Νατάσα Μπράουν (γενν. 1990) βραβεύτηκε με το London Writers (2019), ενώ η Συνάντηση, “εντυπωσιακό συγγραφικό ντεμπούτο, τολμηρό, σαγηνευτικό” (Μπερναρντίν Εβαρίστο), βρέθηκε στη βραχεία λίστα των λογοτεχνικών βραβείων Folio, Goldsmiths και Orwell Μυθοπλασίας.
Ξένη λογοτεχνία
Tο μοναδικό μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ, γραμμένο τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, περιγράφει σπαρακτικά τη βασανιστική προδοσία της τιμής και του έρωτα, με φόντο τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Οι ήρωες είναι οι αποσβολωμένοι θεατές της τραγωδίας τους, σύμβολα ενός παρακμιακού πολιτισμού που δεν μπορεί όμως να αντισταθεί στη διεγερτική χαρά ενός τελευταίου βαλς. Η πρόζα του Τσβάιχ, υπέροχη και εκλεπτυσμένη, μοιάζει με τα λείψανα αυτού του πολιτισμού που τον κατάπιε η τρέλα του 20ου αιώνα. Ο οίκτος παρουσιάζεται ως ένα επικίνδυνο συναίσθημα. Μία ημιπαράλυτη γυναίκα καταστρέφεται από τον πολύ οίκτο του περιβάλλοντός της – του πατέρα, του γιατρού της και του αρραβωνιαστικού της.
Ξένη λογοτεχνία
Το Χρυσόψαρο (1929) είναι ένα μυθιστόρημα για τις ποικίλες εκδοχές της ομοερωτικής επιθυμίας, για τη ρευστότητα των έμφυλων ταυτοτήτων, αλλά και για τις ηδονές και τη μνήμη του σώματος. Σταθμός στην ομοερωτική λογοτεχνία, όπως δείχνουν και οι σύγχρονες εκδόσεις του σε ευρωπαϊκές γλώσσες, μιλά με τόλμη και απροσποίητα για τους αποκλεισμούς και τη σεξεργασία, για τις βαθύτατες ταξικές διακρίσεις και την πατριαρχική οπτική που διαχέει παντού την υποκρισία της.
Το μεγάλο ταλέντο του Alec Scouffi έγκειται στη ζωντάνια με την οποία περιγράφει τον κόσμο του «Χρυσόψαρου». Μας καλεί να ακολουθήσουμε τους ήρωες στα νυχτερινά κέντρα της Μονμάρτρης και της Πιγκάλ, να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα του πρόσκαιρου πανηγυριού, ν’ ακούσουμε τον απόηχο της τζαζ, να νιώσουμε την έξαψη των σωμάτων, αλλά και να καταδυθούμε στο σκοτάδι και στη σιωπή, να τρέξουμε μαζί με τους φευγαλέους ίσκιους, να γίνουμε μάρτυρες του εσωτερικού διχασμού προσώπων έωλων και ξεριζωμένων, που δεν είναι μόνο θύτες ή μόνο θύματα, αλλά παραδέρνουν διαρκώς σε μια αμφιθυμική κρίση, κατατρύχονται από ανεκπλήρωτα πάθη, περιδινούνται στον κρατήρα των ηδονών, σε μια φρενήρη κίνηση χωρίς δυνατότητα εξόδου.
Ξένη λογοτεχνία
Στις 28 Ιανουαρίου 1742 ένα μισοδιαλυμένο πλοιάριο, με τα πανιά κουρελιασμένα και το κατάρτι κομμάτια, ξεβράστηκε στις ακτές της Βραζιλίας. Επιβάτες του ήταν τριάντα άντρες, σχεδόν ολότελα αποστεωμένοι. Τα όσα αφηγήθηκαν έμοιαζαν απίστευτα.
Οι άντρες ανήκαν στο πλήρωμα του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Το Γουέιτζερ, που είχε αποπλεύσει δύο χρόνια νωρίτερα από την Αγγλία για να εκτελέσει μια μυστική αποστολή, τσακίστηκε σ’ ένα ερημονήσι στ’ ανοιχτά της Παταγονίας. Μετά από μήνες στο αφιλόξενο νησί οι άντρες εκείνοι κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα θλιβερό πλεούμενο και να διασχίσουν μ’ αυτό πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.
Έξι μήνες αργότερα ένα άλλο, ακόμα πιο άθλιο πλοιάριο ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Σ’ αυτό επέβαιναν μονάχα τρεις άντρες, οι οποίοι αφηγήθηκαν μια πολύ διαφορετική ιστορία: οι τριάντα ναυτικοί που είχαν φτάσει στη Βραζιλία δεν ήταν ήρωες ― ήταν στασιαστές.
Η διαμάχη που ακολούθησε, με εκατέρωθεν κατηγορίες για ανταρσία, προδοσία και φόνο, υποχρέωσε το Ναυαρχείο να διατάξει δίκη ώστε να κριθεί ποιος έλεγε αλήθεια. Τον ένοχο τον περίμενε η κρεμάλα.
Έργο πολυετούς έρευνας σε αδημοσίευτα αρχεία και πηγές αλλά και επιτόπιας εξακρίβωσης, το Γουέιτζερ μιλά για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε συνθήκες αληθινά ακραίες: το μεγαλειώδες και μαζί το ελεεινό.