Δεκάξι ιστορίες από τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Από τον ντόκο των Κρητικών, από το ουζερί “Υπάρχω”, από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Ιστορίες για τράπεζες που παίρνουν σπίτια, για σπίτια που παίρνουν φωτιά, για όνειρα που γίνονται στάχτη. Για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα. Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο.
Ηλίας Ζάικος
” Η ιδέα πως θα υπάρχει ένα βιβλίο όπου στη θέση του συγγραφέα θ’ αναγράφεται τ’ όνομά μου, ακόμη και μέχρι σήμερα που γράφω αυτό το σημείωμα, μου φαίνεται σχεδόν αστεία. «Θα πέσει φωτιά να σε κάψει», μου διαμηνύει ο άλλος μου εαυτός, πάντα δεν με χώνευε τούτος και τώρα άδραξε την ευκαιρία να με ταπεινώσει.
Οι σπουδαίοι γραφιάδες ποτέ δεν έλειψαν στον τόπο μας, τί είδους σκοπιμότητα ή και μια κρυμμένη ματαιοδοξία ίσως κρύβεται, λοιπόν, πίσω απ’ την απόφασή μου να εκδοθεί τούτη η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία;
Η μουσική μού δίδαξε πως το ερώτημα είναι ρητορικό, μια σοφιστεία. Σταματάς να παίζεις τα μπλουζ που αγαπάς επειδή ξεπεράστηκες από άλλους ή μήπως διότι οι νότες που επέλεξες έχουν ήδη ακουστεί; Χώρια που είμαι πεπεισμένος πως ακόμα και σ’ ακαδημαϊκές πραγματείες τεχνικής φύσης, πάντα ανιχνεύονται σημεία όπου ο γράφων ξεφορτώνει ιδιαίτερα συναισθήματα κι απόψεις κάθε απόχρωσης, μια βαθύτερη ανάγκη που την αποζητούμε όλοι.
Ξεκίνησα να βάζω λέξεις στο χαρτί από μια ενδόμυχη επιθυμία όχι να πω κάτι που δεν ξέρετε – τί θα μπορούσα να προσθέσω άλλωστε σε όσα ο άνθρωπος έχει ήδη αποκαλύψει, ποιές ιδέες θα ήμουν ικανός να σκαρφιστώ που δεν σημείωσε ο ποιητής; – μα επειδή τα κείμενα αυτής της έκδοσης τα νιώθω κάπως σαν πρελούδια που δεν πρόφτασα να μορφοποιήσω, τραγούδια δίχως ρίμες και μελωδικές γραμμές, σαν λαχτάρα να υπερασπιστώ την ύπαρξή μου ως μουσικός-άνθρωπος και καλλιτέχνης-πολίτης, πάντα έτσι ήθελα να βλέπω τον εαυτό μου άλλωστε.
Βρέθηκα στον πυρήνα της πληρότητας επειδή είχα την τύχη να καθορίζω πού και πότε θα κάνω το επόμενο βήμα. Ταυτόχρονα, πέρασε η ζωή μου κι έμαθα ελάχιστα. Είναι τούτες οι αδυσώπητες αντιφάσεις που τυραννούν κι εμένα και τόσο πετυχημένα έχουν περιγραφεί κατά καιρούς στις μάχες του καλού με το κακό, της φωτιάς με το νερό, της γέννησης με τον θάνατο. Εκείνοι οι συλλογισμοί που τη μια μέρα σε κάνουν θεό και την επόμενη σκουπίδι.
Αρκετοί μού ’δωσαν ώθηση να βιβλιοδετήσω τις σκέψεις και τις εμπειρίες μου, κυρίως φίλοι που τους άρεσε ο τρόπος που τοποθετώ λέξεις και νοήματα στη σειρά. Θέλω, όμως, να σταθώ σε κάποιες γυναίκες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο ζήτημα.
Η μία είναι η κόρη μου, η Ξένη…..”
(Από τον πρόλογο του συγγραφέα)
Ο Ηλίας Ζάικος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα 20 του. Τρία χρόνια αργότερα ίδρυσε τους Blues Gang, με τους οποίους την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν τον πρώτο μπλουζ δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1986 το γκρουπ μετονομάζεται σε Blues Wire και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Έχει κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκους με το συγκρότημα, καθώς και προσωπικές δουλειές κι ένα DVD. Εμφανίστηκε σε αμέτρητες συναυλίες συμμετέχοντας σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, TV shows, radio broadcasts και πληθώρα άλλων εκδηλώσεων.
Ασχολήθηκε επί σειρά ετών με το ραδιόφωνο ως μουσικός παραγωγός σε αρκετούς σταθμούς και για πάνω από μία δεκαετία στον 9,58 της ΕΡΤ 3. Επίσης, έχει εμφανιστεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο ενώ δίδαξε κιθάρα στο ωδείο Φ.Νάκας.
Θεωρείται ο σημαντικότερος μουσικός του μπλουζ στην Ελλάδα και εκ των κορυφαίων πανευρωπαϊκά.
Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.
Πίνακας εξωφύλλου: Λουκάς Βενετούλιας, Θεσσαλονίκη, 1980
Acid Horizon
«Το βιβλίο αυτό είναι ένας κατάλογος μηχανών ελέγχου· είτε ελέγχου του σώματος είτε της ψυχής είτε του εαυτού είτε, ακόμα, του ελέγχου της εξέγερσης ενάντια στο ίδιο το σύστημα. Παρουσιάζοντας τις μηχανές αυτές, ελπίζουμε να προσφέρουμε ένα εγχειρίδιο απόδρασης. Μόνο μέσω της ενδελεχούς ανάλυσης των μηχανών ελέγχου μπορεί κανείς να καταφέρει να τις βραχυκυκλώσει και να σχεδιάσει ανάστροφα μία έξοδο.»
«Υψηλή τεχνολογία, ποταπή ζωή. Αυτές οι δύο φράσεις ενοποιούνται στο γεγονός ότι το Κυβερνόκαινο είναι η εποχή όπου η διοίκηση της ζωής βρίσκεται στην υψηλότερη ένταση της, διότι βρίσκεται στην υψηλότερη τεχνολογική της μορφή. Ενώπιον του Οφθαλμού, η Ζωή δεν προορίζεται να βιωθεί, αλλά να διοχετευθεί, να κατευθυνθεί, να διοικηθεί.»
Σε αυτό το κείμενο, οι Acid Horizon ανατέμνουν τους μηχανισμούς της αναγνώρισης, της κατασκευής ταυτοτήτων και του ελέγχου μέσα από τα μάτια της εξουσίας. Με σημείο εκκίνησης την εξέγερση στις ΗΠΑ που ακολούθησε τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ, καθώς και το Κυβερνοπάνκ παρόν στο οποίο ζούμε, εντοπίζουν σε αυτό που ονομάζουν Οφθαλμό τη διαδικασία με την οποία η εξουσία αναγνωρίζει και ταυτοποιεί τα υποκείμενα σε συνθήκες κανονικότητας και προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο όταν αυτός απειλείται από εξεγερτικά γεγονότα. Ακολουθώντας τα χνάρια του Φουκώ, παρουσιάζουν με αιχμηρό και προβοκατόρικο τρόπο την διαδικασία κατασκευής του κανονικού, του αναγνωρίσιμου και του πειθαρχημένου μέσα από την ιστορία της έμφυλης και φυλετικής καταπίεσης, του ικανοτισμού, της ασφάλειας και της αντιεξέγερσης. Απέναντι στη θερμοδυναμική της αστυνόμευσης των κινημάτων και στην εξάπλωση των μηχανισμών πειθάρχησης και ελέγχου, χρησιμοποιούν το οπλοστάσιο των εννοιών που εισήγαγαν οι Ντελέζ και Γκουαταρί, καθώς και κριτικές προσεγγίσεις της ψυχανάλυσης για να ιχνηλατήσουν ένα χώρο και μια στρατηγική απόδρασης από τον Κυβερνητικό καπιταλισμό.
Οι Acid Horizon είναι μια συλλογικότητα ριζοσπαστικής φιλοσοφίας και κριτικής, γνωστή από το ομώνυμο podcast που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19. Στόχος τους είναι η δημιουργία ενός διεθνούς κύκλου φίλων και συντρόφων για τη φιλοσοφική έρευνα και την πολιτική δράση.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Εντουάρ Λουί
αδερφός μου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του χαμένος στα όνειρά του. Στο φτωχό εργατικό περιβάλλον όπου μεγαλώσαμε και όπου η κοινωνική βία εκδηλωνόταν συχνά ως περιορισμός της επιθυμίας, εκείνος φανταζόταν ότι θα γινόταν ένας φημισμένος τεχνίτης, ότι θα ταξίδευε, ότι θα έβγαζε πολλά λεφτά, ότι θα αναστήλωνε καθεδρικούς ναούς, ότι ο πατέρας του, που τον είχε εγκαταλείψει, θα γύριζε πίσω και θα τον αγαπούσε. Τα όνειρά του ήρθαν σε σύγκρουση με τον κόσμο του και κανένα τους δεν πραγματοποιήθηκε. Πάνω απ’ όλα ήθελε να ξεφύγει από τη ζωή του, αλλά κανένας δεν του είχε μάθει να ξεφεύγει και κάθε στοιχείο του χαρακτήρα του –η σκληρότητά του, η συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες και απέναντι στους άλλους– τον καταδίκαζε. Δεν του έμεναν παρά τα τυχερά παιχνίδια και το αλκοόλ για να ξεχνιέται. Στα τριάντα οχτώ του, μετά από χρόνια βουτηγμένα στις αποτυχίες και την κατάθλιψη, βρέθηκε νεκρός στο μικροσκοπικό του διαμέρισμα.
Το βιβλίο αυτό είναι η ιστορία μιας κατάρρευσης.
Ε. Λ.




