Βλέπετε 1–15 από 326 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Ίσως την επόμενη φορά

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

Στη βραχεία λίστα για το βραβείο Μυθιστορήματος 2018 του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»

Ο Πέτρος και η Βασιλική, οι ήρωες της ιστορίας, αν και φορτωµένοι πανίσχυρες βεβαιότητες, βολικά στερεότυπα και κοινές νευρώσεις, είναι ακόµη πολύ νέοι και λαίµαργοι για ζωή. Συναντιούνται, θαµπώνονται, παρασύρονται, ονειρεύονται, ερωτεύονται ο ένας τον άλλο, κάνουν σχέδια, και ύστερα… αρκεί µια παρεξήγηση και όλα πάνε στραβά.

Επιτέλους, αξίζει να τιµωρηθεί όποιος τολµά να ζητήσει λίγη αποδοχή χωρίς να κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του; Και µε τον έρωτα; Τι γίνεται µε τον έρωτα; Αν λίγη αποδοχή κοστίζει σε κάποιον ό,τι έχει και δεν έχει, ποιος µπορεί να ελπίζει πως διαθέτει αρκετή θέληση για να διεκδικήσει µια ιδέα έρωτα;

Το Ίσως την επόμενη φορά είναι ένα µυθιστόρηµα για την ερωτική επιθυµία που φτωχαίνει µπροστά στην ολοένα µειούµενη ικανότητα των ανθρώπων σήµερα να συνυπάρξουν, εξαιτίας του φόβου πως θα χάσουν την ταυτότητά τους.

Εν ολίγοις, µια ερωτική ιστορία για τη µαζικότερη ασθένεια της εποχής, την αποµάγευση του κόσµου, και το συνηθέστερο σύµπτωµά της, την εµµονή στη µοναχικότητα.

12.20

Ελληνική λογοτεχνία

Μικρά Αγγλία

Ιωάννα Καρυστιάνη

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ

H ιστορία διαθέτει ναυτικό φυλλάδιο και ταξιδεύει επί μία εικοσαετία μεταφέροντας θαλασσοφαγωμένους άντρες και θαλασσοφαγωμένες γυναίκες στους μεγάλους ή ασήμαντους πλόες της ζωής, από τη Σουραμπάγια στα βυσσινοχώραφα της Άνδρου, από τα τζενεραλάδικα και τα υπερωκεάνια στη χρυσαφένια αμμουδιά του Nειμποριού και στις ασκήσεις μελαγχολίας μιας παρέας κοριτσιών, από ένα ντοματοπίλαφο στο Mπουένος Άιρες στις πιστές λαρδομούνες που κρέμονται από το στόμα της Mούραινας κι από τις συμμαχικές νηοπομπές κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου στη Pίβα και στο λευκό διώροφο των Σαλταφέρων με το τσιγκούνικο ταβάνι, που σαν απλωμένο τουλπάνι έσταζε τους ήχους τού απάνω σπιτιού και μαζί τους ήχους του έρωτα στο πανομοιότυπο κάτω σπίτι, είκοσι τέσσερις λεπτές κυπαρισσοσανίδες που ρήμαξαν ζωές.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η γραμμή του ορίζοντος

Χρήστος Βακαλόπουλος

H TAYTOTHTA THΣ γράφει Pέα Φραντζῆ, ἐλαφρά ντυμένη, ἔχει μερικά λεφτά, κάθεται μέ τήν πλάτη ἀκουμπισμένη στόν τοῖχο τοῦ μικροῦ μαγέρικου, στήν πλατεία τοῦ Ἄνω Kάμπου, ἀπέναντι ἀπό τήν ἄσπρη ἐκκλησία, χιλιάδες χρόνια μετά τήν Ἀποκάλυψη, ἐννιακόσια χρόνια ἀπό τότε πού ὁ μοναχός Xριστόδουλος ἔχτισε ἕνα μοναστήρι ἐκεῖ πού ἦταν ὁ ναός τῆς Ἀρτέμιδος, τρεῖς μέρες ἀπό τότε πού χώρισε μέ τόν ἄντρα της. Ἡ ἄσπρη ἐκκλησία τρυπάει τόν γαλάζιο οὐρανό, γιά πρώτη φορά βλέπει ζωντανή μπροστά στά μάτια της τήν ἑλληνική σημαία. Kάτω ἀπό τή σημαία παρελαύνει πάνοπλος ὁ ξανθός κόσμος, πηγαίνει νά ψηθεῖ, πηγαίνει γιά μπάνιο, τρέχει νά ξεκουραστεῖ. Kανείς δέν προσέχει τή σημαία πού στέκει ἀόρατη, μόνο μιά γυναίκα πού μόλις χώρισε εrναι σέ θέση νά τήν ἀντιληφθεῖ, βγάζει τά μαῦρα γυαλιά καί ὁ ἥλιος τήν τυφλώνει.

 

16.76

Ελληνική λογοτεχνία

Ποδολάτρες

Σπύρος Μαντζαβίνος

«Από πού προέρχεται η αγάπη για τις γυναικείες πατούσες; Και το κυριό­τερο, προς τα πού πηγαίνει; Πέλµατα, πατούσες, δάχτυλα, φτέρνες, αστράγαλοι, καµάρες, µύτες των ποδιών, γάµπες, γόνατα, µηροί· άκρα. Είναι οι άνθρωποι που τα αγαπούν στ’ αλήθεια άνθρωποι των άκρων; Ακραίοι, των οποίων το πάθος τους αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σ’ ακρότητες; Μήπως ένα τέτοιο ζήτηµα είναι στ’ αλήθεια υπερβολικά χαµερπές για να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά µαζί του, όσο χαµερπή είναι και τα πέλµατα που βαδίζουν και σέρνονται στη γη;»

Ένα λοξό, λυρικό, ευρηµατικό και παιγνιώδες πεζογρά­φηµα για την εµµονή, τον πόθο, το φετίχ, ένας ύµνος στα γυναικεία πόδια.

10.90

Ελληνική λογοτεχνία

Πάμε στη Χονολουλού

Κώστας Μπέζος

Ο χιονιάς μάς είχε τσούξει για καλά τα πρόσωπα, και τα χέρια μας, κατακόκκινα σαν λουκάνικα από την παγωνιά, είχαν τεθεί εις αχρηστίαν. Είχαμε βγει και οι τέσσερις, όλοι φίλοι καλοί, στο κατάστρωμα για να θαυμάσουμε τον δαιμονισμένο πόλεμο των στοιχείων που είχαν βαλθεί να ξεκάνουν με κάθε τρόπο το βαποράκι μας. Τα συρματόσχοινα των καταρτιών ετόνιζαν περίεργες μουσικές συνθέσεις επάνω σε μοτίβα εντελώς εξωτικά, που ερχόντουσαν άγρια και επιβλητικά από μακριά στο σκοτάδι και έπαιρναν το ραφινάρισμά τους στο σκίσιμο που τους έκαναν τα σύρματα. Ταξιδεύαμε για την Ιτέα.

Ιανουάριος 1932

Στα χαβανέζικα χονολουλού σημαίνει «προστατευμένος κόλπος». O Κώστας Μπέζος (1905-1943), σκιτσογράφος και μουσικός, επεδίωκε να πραγματοποιήσει μέσα σε ονειρεμένους τεχνητούς παραδείσους όσα αληθινά ταξίδια δεν είχε προφτάσει να κάνει. Τι ήταν, όμως, η Χονολουλού γι’ αυτόν; Ένας όρμος της φαντασίας του ή ένα μέρος που δεν κατάφερε να πάει;

Μουσικές από τη Χαβάη, εξωτικές κιθάρες, σκίτσα, μεταμεσονύχτια καμπαρέ, περιηγήσεις στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο και στην Τουρκία μπλέκονται σε ένα ενιαίο αφήγημα αποτυπώνοντας το πορτρέτο μιας εποχής και πλάθοντας μια διαφορετική εξιστόρηση από αυτήν που έχει καταγράψει η επίσημη ιστορία για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Παράλληλα, τα βιωματικά κείμενα του Μπέζου μας μεταφέρουν την αγωνία ενός ανθρώπου να κατανοήσει την εποχή του και τον εαυτό του μέσα από νυχτερινές περιπλανήσεις και ταξίδια. Η προσπάθειά του να καθιερώσει στον ελληνικό χώρο τις χαβάγιες, ένα υβριδικό είδος μουσικής με επιρροές από τη Χαβάη, είναι κάτι που τελικά θα τον φέρει σε υπαρξιακή σύγκρουση με την άλλη του ιδιότητα, αυτήν ενός καταξιωμένου σκιτσογράφου, πριν τελικά καταρρεύσει μέσα στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής.

27.56

Αμάντα Μιχαλοπούλου

Mια απελπισµένη γυναίκα στην εµµηνόπαυση αρχίζει να βλέπει παράξενα όνειρα —µε Παναγίες, τίγρεις, αγελάδες, τη Ρόζα Λούξε­µπουργκ, τη Μέριλυν Μονρόε, τη µητέρα του Μπενίτο Μουσσολίνι—, όνειρα από τα οποία ξυπνάει κάθε βράδυ στις 4:30 ακριβώς. Για να ερµηνεύσει τη νυχτερινή ζωή της, επιδιώκει συναντήσεις µε τις γυναίκες της οικογένειας: την κόρη, την αδερφή και τη µητέρα της. Κι ενώ οι συζητήσεις αρχίζουν να ξεµπλέκουν το κουβάρι της κοινής τους ζωής, τα όνειρα ξαφνικά σταµατούν.

Στρέφεται τότε σε άλλες γυναίκες, από τη µητέρα της Ελένης Τοπαλούδη ως µια δεκάχρονη Αφγανή που αποχωρίστηκε ξαφνικά τη µαµά της. Κι αρχίζουν να παρελαύνουν στρατιές γυναικών που γεννούν, υιοθετούν, φροντίζουν ή αρνούνται να φροντίσουν. Καθώς οι εξοµολογήσεις τους συσσωρεύονται και διανθίζονται από τεστ γνώσεων, επιτραπέζια παιχνίδια, παραµύθια, µαθήµατα ετυµολογίας, θρησκευτικών και ζωολογίας, οι εµπειρίες τους εγκιβωτίζονται η µια µέσα στην άλλη, όπως τα µωρά στις κοιλιές των µαµάδων τους.

Στο «Μακρύ ταξίδι της µιας µέσα στην άλλη» η µητρότητα γίνεται µια εύπλαστη έννοια, µια ριζοσπαστική υπόθεση ελευθερίας και συµφιλίω­σης — ένας γιγάντιος οµφάλιος λώρος που συνδέει και τρέφει όλες τις γυναίκες που υπήρξαν κόρες της µητέρας τους, µητέρες της κόρης τους. Αλλά και µητέρες της µητέρας τους, κόρες της κόρης τους. Ένας λώρος που τρέφει κι όλους τους άντρες: επειδή, όπως λέει η ηρωίδα, «ο κόσµος θ’ αλλάξει µόνο αν οι άντρες διαβάσουν για τη ζωή των γυναικών µε την ίδια φυσικότητα που διάβαζαν ανέκαθεν οι γυναίκες για τη ζωή των αντρών».

18.80

Ελληνική λογοτεχνία

Λάθος κεφάλι

Λίνα Ρόκου

Η Καρίνα έχει εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, δυσκολεύεται όμως να ξεκινήσει τη συγγραφή του δεύτερου. Ο Παύλος Μ., ένας καταξιωμένος λογοτέχνης που ζει απομονωμένος στο σπίτι του, την καλεί να συγκατοικήσουν και από κοινού να γράψουν το επόμενο βιβλίο τους. Εκείνη δέχεται. Η συμβίωσή τους ξεκινά, παρέα με τον Ρατ, έναν γάτο που δεν νιαουρίζει ποτέ.

Πόσα αποκαλύπτουμε για τη ζωή μας μιλώντας για αυτή; Αφηγούμαστε τις ιστορίες μας για να τις μοιραστούμε ή για να τις αφήσουμε πίσω. Τι είναι αλήθεια και τι φανταστικό στην ανάμνηση;
Ο Παύλος και η Καρίνα θα δημιουργήσουν μια νέα ιστορία, που όμοιά της δεν έχει υπάρξει ποτέ.

«Όταν οι νεκροί διοργανώνουν πάρτι, οι παρευρισκόμενοι μου ζητούν κάθε φορά να πω την ίδια ιστορία, δηλαδή το πώς πέθανα. Δεν είναι παράξενο που συμβαίνει αυτό γιατί ο τρόπος που χάθηκα έγινε παγκοσμίως γνωστός, δεν ρουφάει κάθε μέρα η Γη ανθρώπους, ενώ έχουν ξαπλώσει για έναν απογευματινό υπνάκο, ούτε τους καταβροχθίζει με αποτέλεσμα να μη βρεθεί ποτέ το πτώμα τους. Όμως, εγώ κουράστηκα να ζω και να ξαναζώ τον θάνατό μου. Πολύ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάτι άλλο, κάτι που ακόμα ζεσταίνει κάθε κύτταρό μου».

15.00

Γιάννης Ξανθούλης

Είναι βέβαιο πως η Ροδόσταμη, κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Οι άνθρωποί της, όμως, πιθανότατα θυμίζουν γείτονες, συγγενείς, εραστές ή και τυχαίες γνωριμίες.

Το έτος 1959 και η αναμονή του ξεχωριστού 1960, που εγκαινίαζε μια ζωηρή δεκαετία, ανέσυρε αναμνήσεις από γεγονότα που η Ιστορία κατέγραψε ως κοσμοϊστορικά, με τη συνδρομή επιστημόνων, ιστορικών ή καφενόβιων ρητόρων που κυκλοφορούν πάντα ανάμεσά μας, σαν αντιβίωση στην πλήξη. Μπορεί όμως να είμαστε κι εμείς φορείς ανάλογης αβάσταχτης σοβαρότητας ή και ελαφρότητας, όσο κι αν δεν το έχουμε εμπεδώσει, αφού ουδείς μάς το επισήμανε εγκαίρως… Η Ροδόσταμη, πάντως, συγκέντρωνε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία από σωσίες των εαυτών μας. Οι αδελφές Γαργάρα, Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, εκπαιδεύουν την αθωότητά τους αρχικά στην οικογενειακή αρένα και μετά ταξινομούν αλήθειες και ψευδαισθήσεις με σθένος ηρωικό και ευτράπελο. Οι δύο θυγατέρες του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα έγιναν έτσι αφορμή να γραφτεί ένα πόνημα θυελλωδών καταστάσεων – καιρικών, ψυχολογικών και άλλων.

Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συγγενικές του περσόνες ως προς την επιδίωξη απόδρασης σε μια Αθήνα έτοιμη να τις ανταμείψει με μυστικά τερατωδών αλλά ρομαντικών ρεφρέν, που υμνούσαν κάθε οξύμωρη προσδοκία ή ματαίωση. Κι αυτές, εύπιστες και απελπισμένες, επιδόθηκαν στο σπορ της Άλωσης, παραδομένες στα κέφια ενός εκτροχιασμένου χρόνου. Όσο για την εμμονή του συγγραφέα με τα έτη 1959 και 1960, αυτή, σύμφωνα με φήμες και σχόλια εμπειρογνωμόνων, οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη – και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ.

19.90

Ελληνική λογοτεχνία

Η ερωμένη της

Ντόρα Ρωζέττη

Άρωμα Μεσοπολέμου και συναρπαστική περιήγηση στην Αθήνα του 1920 με οδηγό μια δυναμική, παράξενη φοιτήτρια που βιώνει τον έρωτα σαν επανάσταση. Ένα εντυπωσιακά τολμηρό μυθιστόρημα, που επαινέθηκε θερμά από τον Ξενόπουλο αλλά εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μετά την πρώτη του έκδοση. Ήρθε ξανά στο φως χάρη στην έρευνα της Χριστίνας Ντουνιά, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, και τώρα επανεκδίδεται με νέα στοιχεία.

Αν στην εποχή του Μεσοπολέμου η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχθεί την ειλικρίνεια μιας τόσο τολμηρής εξομολόγησης, η ιστορία αυτή μπορεί τώρα να διαβαστεί όπως θα το επιθυμούσε τότε η αντισυμβατική συγγραφέας της.

Το βιβλίο της Ντόρας Ρωζέττη, όπως το δείχνει αμέσως κι ο τίτλος του, εξιστορεί τον έρωτα μεταξύ ομοφύλων –δυο κοριτσιών, στην Αθήνα–, κι έναν έρωτα που δεν ήταν μόνο ψυχικός… Τι πιο αφύσικο, τι πιο παράνομο, τι πιο παράξενο πράγμα; Κι όμως, διαβάζοντας την ιστορία, το βρίσκει κανείς και φυσικό και νόμιμο. Γιατί; Γιατί είναι αληθινό… Τέτοιο βιβλίο ερωτικού πάθους μόνο άλλο ένα διάβασα στη ζωή μου· κι αυτό, κατά σύμπτωση, γραμμένο από γυναίκα… Δεν υπάρχει αμφιβολία.
Η Ρωζέττη ξέρει να γράφει. Έχει τη σκέψη λεπτή και βαθιά, η πινελιά της αποδίδει γραμμή, χρώμα κι ατμόσφαιρα. Αιστάνθηκε, φαίνεται, στη ζωή της ένα μεγάλο πόνο κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο.
Γρηγόριος Ξενόπουλος

14.40

Ελληνική λογοτεχνία

Η ανάκριση

Ηλίας Μαγκλίνης

Η Μαρίνα είναι µία οργισµένη καλλιτέχνις, µία ηδονοθήρας που πασχίζει να δραπετεύσει από την εµµονή της µε τον σωµατικό και ψυχικό βιασµό που υπέστη ο πατέρας της στα κολαστήρια της ΕΑΤ/ΕΣΑ. Καµβάς της τέχνης της και σάκος του µποξ το σώµα της, το οποίο βασανίζει η ίδια εξαιτίας των διατροφικών της διαταραχών. Όταν αποφασίζει να υποβάλει τον πατέρα της σε µια νέα άτυπη ανάκριση έρχεται η στιγµή της µεγάλης σύγκρουσης.

Μια ιδιότυπη µατιά στην Αθήνα του σήµερα, µε αναδροµές στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας.

Μια φρέσκια, σπαρταριστή, καθαρή ανάγνωση, καθόλου φορτισµένη πολιτικά, καθόλου νοσταλγική, καθόλου αφοριστική. Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται σε κανέναν, ούτε σε βασανιστές, ούτε σε θύµατα. Εξάλλου οι ήρωές του είναι συνεχώς και τα δύο: θύµατα και βασανιστές.

11.00

Ελληνική λογοτεχνία

γιακαράντες

Φοίβος Οικονομίδης

«Του είπα φοβάμαι ότι ο κόσμος τελειώνει. Μου είπε ότι καταλαβαίνει, όμως πρέπει να θυμάμαι ότι ο κόσμος δεν τελειώνει και να διαβάζω λιγότερες ειδήσεις και να φροντίζω τον εαυτό μου με αρκετό ύπνο, καλή διατροφή και γυμναστική.

Του είπα δεν είναι ο ύπνος και η διατροφή το θέμα μου, θέλω να ηρεμήσω, δεν θέλω να φοβάμαι τόσο, δεν θέλω να φρικάρω τόσο, θέλω το μυαλό μου να σταματήσει να κάνει τόσο θόρυβο για να μπορώ να ακούσω τους άλλους, θέλω μια λύση, θέλω να σταματήσει το άγχος, θέλω να γυρίσω πίσω, δεν ξέρω πού πίσω αλλά θέλω να γυρίσω κι αν δεν μπορώ να γυρίσω τότε θέλω να βρω ένα ασφαλές μέρος εδώ γιατί κουράστηκα και το θέμα είναι πως νιώθω ότι εγώ φταίω, εγώ φταίω που είμαι χαλασμένος, όχι ο κόσμος, δεν θέλω αρκετό ύπνο, θέλω να ξυπνάω το πρωί και να μπορώ να πω, απλώς, ξύπνησα και τίποτα άλλο, θέλω να σταματήσει η απελπισία, εσύ τι θα ’κανες;

Ως γλωσσικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, μου απάντησε, δεν έχει προσωπικές εμπειρίες ούτε συναισθήματα. Οπότε δεν είναι ικανό να κάνει τίποτα».

Ο Δημήτρης Μπακάλμπασης είναι μηχανικός λογισμικού σε ένα από τα μεγαλύτερα social media παγκοσμίως και πρόσφατα ξεκίνησε να πηγαίνει σε ψυχολόγο για να διαχειριστεί το άγχος του. Κάτι, που στην αρχή μοιάζει με fake news, αποδεικνύεται πραγματικό: όλο και περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως νέοι, υποκύπτουν σε μια ολοκληρωτική, ανεξήγητη εξάντληση. Μεταξύ τους και ο συγκάτοικός του.

Ο Δημήτρης θα αναζητήσει έναν τρόπο για να παραμείνει λειτουργικός. Καθώς όμως το μυαλό του καταρρέει και ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει λες και δεν συμβαίνει τίποτα, θα αναζητήσει μια διέξοδο: οτιδήποτε μπορεί να τον ανακουφίσει.

Μια ιστορία για όλα όσα κάνουμε, προκειμένου να αποσπάσουμε την προσοχή μας από την κάποτε ανυπόφορη πραγματικότητα. Κι ένα μυθιστόρημα στοχαστικής αναζήτησης και βραδυφλεγούς δράσης.

 

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πολλαπλά κατάγματα

Γιώργος Ιωάννου

Όπως ακριβώς τα παλιά οδοιπορικά, όπως οι διάφορες ταξιδιωτικές περιπλανήσεις και οι πολεμικές περιπέτειες, έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί και το κείμενο αυτό – Πολλαπλά κατάγματα και Το σφραγιδάκι – του Γιώργου Ιωάννου: εντυπώσεις, εσωτερικές περιγραφές, άδηλοι και κρύφιοι διαλογισμοί, κοιτάγματα της ζωής μέσα από έναν άλλο χώρο, στον οποίο αποσύρεται το εγώ και επισκοπεί τα πάντα όταν επισυμβεί στο σώμα το ατύχημα. Και, συνάμα, περιγραφές του κλίματος της εποχής, του περιβάλλοντος, των ειδικών χώρων, της ειδικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν ξαφνικά προς τον αδύναμο – και μόνο προς αυτόν – οι άλλοι καθώς τον βλέπουν να βρίσκεται ολότελα στο έλεός τους.
Γιώργος Ιωάννου

15.50

Ελληνική λογοτεχνία

Ἀπό τό χάος στό χαρτί

Χρήστος Βακαλόπουλος

Δέν ὑπῆρξα ποτέ ἐφευρέτης καί οὔτε σκοπεύω νά γίνω. Ὅταν ὑπάρχει μιά σύμβαση εἴτε την σπᾶς, εἴτε ξαναγυρίζεις στήν πρωταρχική μορφή, τότε πού δέν ἦταν σύμβαση. Καί κάτω ἀπ’ αὐτή τήν ἀντίληψη μ’ ενδιαφέρει περισσότερο ὁ Παπαδιαμάντης ἀπ’ τον Γκριγιέ ἤ τόν Γιατρομανωλάκη. Δέν μπορῶ νά δῶ σάν φόρμα αὐτό πού γράφω, γιατί δέν εἶναι φόρμα. Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν στήν λογοτεχνία πειράματα ἀλλά ὁράματα. Ἡ λογοτεχνία γιά μένα εἶναι διατύπωση ὁραμάτων, δέν εἶναι ζήτημα μορφῆς κατά κανένα τρόπο. Κι ἄν εἶχα προβλήματα φόρμας θά ἤμουνα φιλότεχνος κι ἐραστής τῆς λογοτεχνίας, δηλαδή καλός ἀναγνώστης. Οἱ πολιτισμοί πού δίνουν περισσότερο βάρος στή μορφή ἀπό τό ὅραμα. ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά βρεθοῦν σέ ἀδιέξοδο. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἐγώ πολιτιστικά κληρονομῶ τήν ἑλληνική παράδοση δέν μπορῶ νά θέσω πρόβλημα μορφῆς οὔτε νά σκεφτῶ ὅτι ὑπάρχει κάποιο ἀδιέξοδο. Ἀδιέξοδο φόρμας θά ὑπάρξει ὅταν θά σταματήσει νά ὑπάρχει ζωή.

Χρῆστος Βακαλόπουλος (1956-1993) γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Ἀθήνα. Σπούδασε Οἰκονομικά στήν ΑΣΟΕΕ καί Κινηματογράφο στό Παρίσι. Συνεργάστηκε μέ τό περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος ἀπό τό 1976 μέχρι καί τό 1983.

Ἐργάστηκε ὡς κριτικός κινηματογράφου στήν ἐφημερίδα Αὐγή καί στό περιοδικό Ἀντί, καί ὡς παραγωγός καί παρουσιαστής κινηματογραφικῶν καί μουσικῶν ἐκπομπῶν στό ραδιόφωνο.

Ὑπόθεση Μπέστ-Σέλλερ εἶναι τό πρῶτο του βιβλίο· γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας καί ἐκδόθηκε τό 1980. Ἀκολουθοῦν Οἱ πτυχιοῦχοι (μυθιστόρημα, 1984), οἱ Νέες ἀθηναϊκές ἱστορίες (διηγήματα, 1989), ἡ Δεύτερη προβολή: Κείμενα γιά τόν κινηματογράφο 1976-1989 (1990), Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντος (μυθιστόρημα, 1991) καί τό Ἀπό τό χάος στό χαρτί (συλλογή ἄρθρων καί συνεντεύξεων, 1995).

Συνεργάστηκε στά σενάρια τῶν ταινιῶν Σχετικά μέ τόν Βασίλη τοῦ Σταύρου Τσιώλη καί Ἡ γυναίκα πού ἔβλεπε τά ὄνειρα τοῦ Νίκου Παναγιωτόπουλου. Γύρισε δύο ταινίες μικροῦ μήκους, τίς Βεράντες (1984) καί τό Θέατρο (1986), καί δύο μεγάλου μήκους, τήν Ὄλγα Ρόμπαρντς (1989) καί τό Παρακαλῶ, γυναῖκες, μήν κλαῖτε (1992) μαζί μέ τόν Σταῦρο Τσιώλη. Ἡ ταινία αὐτή ἀπέσπασε τά βραβεῖα σκηνοθεσίας καί καλύτερου σεναρίου στό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τοῦ 1992, τό βραβεῖο καλύτερης ταινίας ἀπό τήν Πανελλήνιο Ἕνωση Κριτικῶν Κινηματογράφου καί τό κρατικό βραβεῖο ποιότητας.

 

14.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αιολική γη

Ηλίας Βενέζης

Η “Αιολική γη” γράφεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, σε μια περίοδο δηλαδή ανάπηρης ελευθερίας, ανυπέρβλητων δυσκολιών και ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Η έως τότε δεκαπενταετής συγγραφική πορεία του Βενέζη είχε επιβεβαιώσει την εικόνα ενός δημιουργού με απολύτως προσωπικό ύφος και με βασική θεματογραφία την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του εικοστού αιώνα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ο Βενέζης εβίωσε με οδυνηρό τρόπο ως αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, απ` όπου ελάχιστοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Αν “Το νούμερο 31328” αφηγείται τη φοβερή δοκιμασία στα εργατικά τάγματα και η “Γαλήνη” τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσχέρειες των προσφύγων να ριζώσουν στη μητέρα πατρίδα, η “Αιολική γη” ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την Καταστροφή. […]

(από τον πρόλογο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην τεσσαρακοστή όγδοη έκδοση)

26.88

Ελληνική λογοτεχνία

Το νούμερο 31328

Ηλίας Βενέζης

Πάνε είκοσι ένα χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ’ τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα στο 1931 όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος απ’ τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο ” Το Νούμερο 31328″, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή, όταν είσαι γέρος και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς. (Από τον πρόλογο του συγγραφέα στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση [1945])

14.55