Ξένη λογοτεχνία
“…και όλα τα αρχεία του κόσμου να είχε στη διάθεσή του, δεν θα τον βοηθούσαν σε τίποτα εάν δεν ήξερε ποιον ή τι θα αναζητούσε, ή έστω πού έπρεπε να ψάξει…”
Ο Ντέηβιντ είναι έφορος σε μουσείο στο Κόβεντρυ. Από παιδί έχει τη συνήθεια να συλλέγει κάθε λογής αντικείμενα για να συγκρατεί το παρελθόν. Το μεγάλο όνειρο του Ντέηβιντ είναι να διευθύνει κάποτε το δικό του μουσείο. Προηγουμένως χρειάζεται όμως να βάλει σε τάξη τη δική του ιστορία. Ξάφνου όμως, από τη μια μέρα στην άλλη, όλα του τα στηρίγματα καταρρέουν. Μαθαίνει πως δεν είναι γιος των γονιών του. Έτσι, αφιερώνει όλη του τη ζωή αναζητώντας τη μητέρα του, από το χάος που βασίλευε στο Λονδίνο γύρω στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως την Ιρλανδία της νέας χιλιετίας. Ο γάμος του σχεδόν διαλύεται όσο ο ίδιος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απεγνωσμένη αναζήτηση της πραγματικής του μητέρας, ενώ η σύζυγός του Έληνορ ταλανίζεται εξίσου από κατάθλιψη και οικογενειακά προβλήματα – η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και η υιοθεσία, η κατάθλιψη και η άνοια και κυρίως η μνήμη και ο καταλυτικός της ρόλος στη ζωή μας. Κοινή η ανάγκη τους για συναισθηματική ασφάλεια, κοινή και η αδυναμία τους να συγχωρούν. Τίποτε δε μένει αλώβητο στο πέρασμα του χρόνου· κάθε μέρα που ξημερώνει ζητά μια νέα αρχή. Συνηθισμένα πράγματα, καθημερινά· που όμως ο λυρισμός και η συναισθηματική σοφία του ΜακΓκρέγκορ τα απογειώνουν. Όλα αυτά με φόντο το Κόβεντρυ, τον μικρόκοσμο της σύγχρονης Αγγλίας, με τις συνεχείς εναλλαγές οικονομικής ύφεσης και ανάκαμψης.
Με το ξεχωριστό ύφος που τον διακρίνει, ο ΜακΓκρέγκορ μάς αφηγείται την ιστορία του Ντέηβιντ, σε ένα συγκινητικό μυθιστόρημα γύρω από τις ανεξάντλητες δυνατότητες που προσφέρονται καθημερινά για μια νέα αρχή.
Ξένη λογοτεχνία
Στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού στο Ελσίνκι, στην Ευρώπη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, δύο πολιτικοί πρόσφυγες, ο βιοπαλαιστής Κόλε και ο αστός Τσίφελ, συναντιούνται σχεδόν τυχαία και συζητούν εφήμερα για θέματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους: Ξεκινώντας από την καθημερινότητα της προσφυγιάς, όπου τα πούρα είναι κακής ποιότητας, η μπίρα αραιωμένη και ο καφές δεν είναι καφές, αναλύουν σημαντικά ζητήματα της πολιτικής και της ηθικής, μιλώντας για τα διαβατήρια, τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πόλεμο, το σχολείο, τον πατριωτισμό και τη δημοκρατία.
Στους Διαλόγους προσφύγων ο Μπρεχτ αξιοποιεί βιωματικό υλικό από την περιπλάνησή του ανά την Ευρώπη, όπου βρέθηκε ως πρόσφυγας, διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς, για να καυτηριάσει την υποκρισία των ισχυρών σε βάρος των ανίσχυρων. Οι δύο διαφορετικοί κόσμοι του εργάτη Κόλε και του διανοούμενου Τσίφελ συνθέτουν εν τέλει ένα αδιάσπαστο σύνολο, που φωτίζει πτυχές της ζωής του συγγραφέα και σκιαγραφεί την κοινωνία την εποχή του ναζισμού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Γενικά
Τι ξέρουμε για το κείμενο; Τον τελευταίο καιρό, η θεωρία επιχειρεί να δώσει κάποια απάντηση. Μένει όμως ένα ερώτημα: Τι απολαμβάνουμε από το κείμενο;
Το ερώτημα τούτο οφείλουμε να το θέσουμε έστω και μόνο για ένα λόγο τακτικής: οφείλουμε να καταξιώσουμε την απόλαυση του κειμένου ενάντια στην αδιαφορία της επιστήμης και στον πουριτανισμό της ιδεολογικής ανάλυσης∙ οφείλουμε να καταξιώσουμε την απόλαυση του κειμένου ενάντια στην ταπείνωση της λογοτεχνίας σαν απλής ψυχαγωγίας.
Πώς να θέσουμε το ερώτημα; Συμβαίνει το χαρακτηριστικό της απόλαυσης να είναι πως δεν μπορεί να ειπωθεί. Χρειάστηκε λοιπόν να προσφύγουμε σε μια άτακτη σειρά αποσπασμάτων: στιλπνές πλευρές, πινελιές, κουκκίδες – φυλακτήρια ενός αόρατου σχεδιάσματος: απλή σκηνοθεσία της ερώτησης, βλαστός εξωεπιστημονικός της κειμενικής ανάλυσης.
Ρολάν Μπαρτ
Αν διαβάζω κι απολαμβάνω τούτη τη φράση, τούτη την ιστορία ή τούτη τη λέξη, είναι γιατί έχουν γραφεί μες στην απόλαυση. Το αντίθετο όμως; Γράφοντας μες στην απόλαυση, εξασφαλίζω άραγε – εγώ, ο συγγραφέας – την απόλαυση του αναγνώστη μου; Καθόλου. Τον αναγνώστη αυτόν πρέπει να τον γυρέψω [να τον «ψαρέψω»], χωρίς να ξέρω πού είναι. Κι έτσι δημιουργείται ένας χώρος της ηδονής. Δεν είναι το «πρόσωπο» του άλλου που μου είναι αναγκαίο, είναι ο χώρος…
Ρολάν Μπαρτ
Ξένη λογοτεχνία
Ο Χανς Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας, εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, αηδιασμένος από την ψευτιά και την υποκρισία των δικών του και των “ισχυρών” που τους περιστοιχίζουν, και διαλέγει το μόνο επάγγελμα που τον αντιπροσωπεύει: γίνεται κλόουν, δίνει παραστάσεις από πόλη σε πόλη, κι έχει μαζί του τη Μαρί, την πρώτη και μοναδική του αγάπη.
Έπειτα από έξι χρόνια δύσκολης συμβίωσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού, κι ο Χανς, που δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει, κατρακυλάει σταθερά. Ζητιάνος πια, θα καταλήξει στα σκαλιά του σιδηροδρομικού σταθμού της Βόννης, περιμένοντας τη Μαρί να επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της.
Ξένη λογοτεχνία
Σε τούτο το βιβλίο αναδεικνύονται οι στιβαρές ρίζες του Όσκαρ Ουάιλντ ως ενός κλασικού φιλολόγου από την Ιρλανδία, προτού ακόμη κατακτήσει τους θεατές με τις κωμωδίες του και το αναγνωστικό κοινό με το σκανδαλώδες Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι. Ο ίδιος είναι περισσότερο γνωστός σε όλους μας για το χιούμορ, την ευφυή ετοιμολογία και την προκλητικότητά του. Σε αυτόν τον ξεχωριστό, δίγλωσσο τόμο συναντούμε τον νεαρό φοιτητή και αρχαιολάτρη Ουάιλντ.
Στις Γυναίκες του Ομήρου (1876) τον παρακολουθούμε να ζωγραφίζει με τα δικά του χρώματα τις θηλυκές μορφές της Οδύσσειας και της Ιλιάδας, να θαυμάζει τη Ναυσικά και να παινεύει την Ελένη. Στον Ελληνισμό (1877) η λατρεία του για το κάλλος και η ωραιοπάθεια των αισθητιστών φαίνεται να υποχωρεί μπροστά στην προσπάθειά του να εξετάσει την αντανάκλαση της Ιμπεριαλιστικής Βρετανίας μέσω της αρχαίας Αθήνας και Σπάρτης.
Ο Ουάιλντ είχε γράψει και τα δύο δοκίμια κατά την περίοδο των διακοπών του. Νωρίτερα είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα και είχε ντυθεί φιλέλληνας αγωνιστής του ’21. Τι σήμαινε όμως για αυτόν ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, τι ακριβώς θαύμαζε σε εκείνον τον κόσμο και τι κράτησε από τις σχετικές σπουδές του στην Οξφόρδη; Τα σπάνια πρωτόλεια ενός εκκολαπτόμενου καλλιτέχνη.
Ξένη λογοτεχνία
Το Νορίλσκ ειναι η βορειότερη πόλη της Σιβηρίας και η πλέον μολυσμένη του κόσμου· μια πόλη-εργοστάσιο, μια δαντική Κόλαση, με το διαρκές βόρειο σέλας και τη θερμοκρασία να πέφτει μέχρι και στους μείον 50° Κελσίου. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, την επομένη μιας αρκτικής καταιγίδας, στα χαλάσματα μιας στέγης που κατέρρευσε, γίνεται η ανακάλυψη του πτώματος ενός εκτροφέα ταράνδων. Την έρευνα αναλαμβάνει ο Μπορίς, ένας φλεγματικός, εξόριστος αστυνομικός απ’ το Ιρκούτσκ.
Στη χωρίς τοίχους φυλακή της πόλης του Νορίλσκ, ο Μπορίς ανακατεύεται με μια νεολαία που φτύνει αίμα στις στοές των ορυχείων, που εφευρίσκει διάφορους τρόπους για να αποδράσει, να ξεχαστεί, που αγαπάει αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Γιατί στο Νορίλσκ βασιλεύει η διαφθορά και όλοι παρακολουθούν ο ένας τον άλλο. Όσο ο κίνδυνος, αδυσώπητος, τους περιτριγυρίζει, ο Μπορίς πεισματώνει, ώσπου να δώσει τη λύση.
Ο Πάγος, Led [Λιότ] στα ρωσικά, είναι μια κατάδυση στο ακραίο, αλά Blade Runner, σκηνικό της Σιβηρίας. Σε αυτό το πολιτικό και οικολογικό μυθιστόρημα, διαφορετικό από τα προηγούμενα πολάρ του, ο Καρύλ Φερέ ντύνει το νουάρ στο αρκτικό λευκό, με πολλούς κεντρικούς χαρακτήρες να υφαίνουν την ιστορία του.
Ο Καρύλ Φερέ, στο αποκορύφωμα της τέχνης του, πραγματοποιεί μια συγγραφική στροφή από την περίφημη Τριλογία της λατινικής Αμερικής.
Ξένη λογοτεχνία
Το Americana (1971), το πρώτο μυθιστόρημα του κορυφαίου Αμερικανού συγγραφέα Ντον ΝτεΛίλο, αποτυπώνει το νευρωτικό τοπίο της σύγχρονης ζωής και την αποσύνθεση του αμερικανικού ονείρου.
Ο νεαρός Ντέιβιντ Μπελ, ευκατάστατος, εμφανίσιμος εργάζεται ως παραγωγός σε τηλεοπτικό σταθμό. Oι συνεχείς ίντριγκες, οι συκοφαντίες και η μωροφιλοδοξία του επαγγελματικού του περιβάλλοντος, του έχουν δημιουργήσει τεράστιο εσωτερικό κενό και τον έχουν φέρει στα όρια της κατάρρευσης. Αποφασίζει να φύγει για τις Μεσοδυτικές Πολιτείες με μια κάμερα στο χέρι και να κινηματογραφήσει την Αμερική πίσω από την απατηλή εικόνα της την κατασκευασμένη από τα ΜΜΕ.
Ο ΝτεΛίλο είναι “ο αρχι-σαμάνος της παρανοϊκής σχολής της αμερικανικής μυθοπλασίας” (The New York Review of Books).
Ξένη λογοτεχνία
Ένας συγγραφέας συζητά με τον χαρακτήρα που μόλις δημιούργησε εμφυσώντας του πνοή ζωής, την Άνζελα Πραλίνι. Μέσα από αυτόν τον αδιέξοδο διάλογο, στον οποίο αναμειγνύονται λυρικά ξεσπάσματα, σκέψεις για τη φύση της συγγραφής, φιλοσοφικοί και θεολογικοί στοχασμοί, η Άνζελα αποκτά σταδιακά αυτοσυνείδηση και απελευθερώνεται από τον δημιουργό της.
Το τελευταίο έργο της Κλαρίσε Λισπέκτορ που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της δεν είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε δοκίμιο, αλλά μια μεταμυθοπλαστική διερεύνηση των όρων της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συμπυκνώνει την προβληματική όλου της του έργου: την αναπάντεχη όψη των απλών πραγμάτων, την έμφυλη διάσταση της γλώσσας, την αδυναμία της επικοινωνίας, τη μοναξιά, το φόβο του θανάτου.
Ξένη λογοτεχνία
3 Δεκεμβρίου 1971: στο Σικάγο προβλέπεται έντονη κακοκαιρία. Ο Ρας Χίλντεμπραντ, αναπληρωτής πάστορας σε μια φιλελεύθερη εκκλησία των προαστίων, είναι σχεδόν έτοιμος να διαλύσει τον γάμο του στον οποίο πλέον δε βρίσκει χαρά – εκτός αν τον προλάβει η σύζυγός του Μάριον, η οποία επίσης έχει τη δική της μυστική ζωή. Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Κλεμ, επιστρέφει από το κολέγιο, πυρπολημένος από ηθική απολυτότητα και έχοντας προβεί σε μια ενέργεια που θα τσακίσει τον πατέρα του. Η αδερφή του Κλεμ, η Μπέκι, το πλέον δημοφιλές κορίτσι στην τάξη της, γυρίζει την πλάτη της σε ό,τι ήξερε και εντάσσεται στην αντικουλτούρα της εποχής, ενώ ο ιδιοφυής μικρότερος αδελφός, Πέρι, που πουλάει ναρκωτικά σε μαθητές γυμνασίου, αποφασίζει να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Καθένας από τους Χίλντεμπραντ αναζητά μια μορφή ελευθερίας που καθένας από τους υπόλοιπους μπορεί να του στερήσει.
Τα μυθιστορήματα του Τζόναθαν Φράνζεν διακρίνονται για τους αξέχαστους χαρακτήρες τους και για τις οξυδερκείς παρατηρήσεις τους πάνω στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα. Στα Σταυροδρόμια ο Φράνζεν διερευνά την ιστορία μιας γενιάς. Με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και τη σύνθετη σκέψη του, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ζεστασιά, δημιουργεί έναν κόσμο που τον νιώθουμε τόσο οικείο. Με συγγραφική μαεστρία οι οπτικές των πρωταγωνιστών εναλλάσσονται, ενώ το συγκρατημένο σασπένς κλιμακώνεται, στην ιστορία μιας οικογένειας από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ σε μια καθοριστική στιγμή ηθικής κρίσης. Το χάρισμα του Τζόναθαν Φράνζεν να συνδέει τη μικρογραφία με την ευρύτερη εικόνα της πραγματικότητας είναι πιο εμφανές από ποτέ.
Ξένη λογοτεχνία
Βρισκόμαστε στο 2005. Ο Χόρχε Σεμπρούν σκύβει ξανά στο παρελθόν του και καταπιάνεται με το έργο της ανάμνησης. Σε αυτό το κείμενο, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, επανέρχεται σε γεγονότα που έχει ζήσει, και αφηγείται, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ πριν, την εμπειρία του από τα βασανιστήρια. Μαρτυρία χωρίς δραματοποίηση, αφήγηση αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα συγκλονιστική, από την οποία αναδύεται μια μεστή φιλοσοφική αντίληψη. Ο Χόρχε Σεμπρούν συνεχίζει εδώ τον στοχασμό που είχε ξεκινήσει στα θεμελιώδη έργα του, όπως το “Μεγάλο ταξίδι” ή το “Γραφή ή ζωή”, και γράφει για ύστατη φορά για την αλληλεξάρτηση γραφής και πραγματικότητας.
«Η εμπειρία των βασανιστηρίων δεν είναι μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, εμπειρία του πόνου, της αβάσταχτης μοναξιάς του πόνου. Είναι επίσης, ίσως και προπαντός, εμπειρία της αδελφοσύνης. Σιωπή από την οποία γαντζώνεσαι, κρεμιέσαι σφίγγοντας τα δόντια, προσπαθώντας να δραπετεύσεις μέσω της φαντασίας ή της μνήμης από το ίδιο σου το σώμα, το άθλιο σώμα σου, αυτή η σιωπή είναι πλούσια με όλες τις φωνές, όλες τις ζωές που προστατεύει, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν»
Ξένη λογοτεχνία
Από τα αβαεία στη βόρεια Γαλλία ως τα επιβλητικά μοναστήρια στους βράχους της Καππαδοκίας, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ περιγράφει την αυστηρή στοχαστική ζωή των μοναχών και την άχρονη ομορφιά του μοναστικού τους περιβάλλοντος. Στα περιστασιακά αποτραβήγματά του από τον κόσμο, ο κορυφαίος ταξιδιωτικός συγγραφέας αποτυπώνει αβίαστα τη γαλήνια μοναξιά και τη γοητεία των μοναστηριών ως μια αναπάντεχη υπερφυσική ευλογία.
Ξένη λογοτεχνία
Με την «Μαντάμ Μποβαρύ», γνήσιο αριστουργηματικό πρότυπο του σύγχρονου μυθιστορήματος, η πεζογραφία διαχωρίζεται με τρόπο ξεκάθαρο από την ποίηση, παύει να μεταρσιώνει, να μεταπλάθει την πραγματικότητα, παύει να τη βλέπει στην προοπτική της έξαρσης, παύει να αναζητά και να ξεθάβει τη βαθύτερη μεγαλοσύνη και δραματικότητά της, παύει να επιδιώκει την ποιητική της υπερύψωση. Η λογοτεχνία προσγειώνεται στο έδαφος της πικρής αλήθειας της καθημερινής ζωής, στην απεικόνιση της άνυδρης πραγματικότητας, τέτοιας που είναι και που καθημερινά βιώνεται γύρω μας και μέσα μας, οριοθετείται στη φωτογράφηση της ανθρώπινης μοίρας, στην περιγραφή της ζωής με την εγγενή της κακουχία, στην παρουσίαση των άτεγκτων νόμων του κόσμου, χωρίς διαφυγές, χωρίς ψηλοπετάγματα, χωρίς λύτρωση.