Βλέπετε 709–720 από 1261 αποτελέσματα

Έντουαρντ Τζέιμς

22.50

Η περίοδος από τον 3ο ως τον 7ο αιώνα μ.Χ. είναι μια εποχή εξελισσόμενης εθνογένεσης που μεταμορφώνει την όψη του “ρωμαϊκού κόσμου” και οδηγεί στην εμφάνιση της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο κύριος συντελεστής αυτού του μετασχηματισμού είναι οι μετακινήσεις ή εισβολές, ανάλογα με την ερμηνεία, μιας πανσπερμίας λαών -από τους υπερβόρειους Πίκτους και Σκότους, τους Γότθους, τους Κέλτες, τους Φράγκους, τους Σάξονες, τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Ούννους, έως άλλους λιγότερο ή καθόλου γνωστούς, όπως οι Έρουλοι, οι Σαρμάτες ή οι Οτ γκάγκα- που οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τούς αποκαλούσαν “βαρβάρους”, είτε με την έννοια του “μη Έλληνα” ή του “μη Ρωμαίου” είτε, κυρίως, με την υποτιμητική σημασία του “απολίτιστου”.

Ο Έντουαρντ Τζέιμς επιλέγει συνειδητά να χρησιμοποιήσει τον συμπεριληπτικό όρο “βάρβαρος” αποκαθαίροντάς τον από τις υποτιμητικές του συνδηλώσεις. Συνδυάζοντας τις ιστορικές πηγές με τα αρχαιολογικά τεκμήρια, επικεντρώνεται στους ίδιους τους βαρβάρους προσεγγίζοντάς τους όχι ως απρόσωπες ορδές που επέφεραν την πτώση ενός μεγάλου πολιτισμού αλλά ως άτομα και ομάδες που είχαν να επιδείξουν τον δικό τους πολιτισμό και τα δικά τους επιτεύγματα.

Ένα καίριο θέμα που διατρέχει το βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία των βαρβάρων έχει παρερμηνευθεί και χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει τους στόχους του σύγχρονου εθνικισμού στην Ευρώπη. Ο Έντουαρντ Τζέιμς θέτει συνειδητά στο στόχαστρό του τους εθνικιστικούς μύθους και ανατρέπει τις απλουστευτικές διχοτομίες ανάμεσα στη “βαρβαρότητα” και στον “πολιτισμό”, που οδηγούν σε μονοσήμαντες ερμηνείες της ιστορίας και του κόσμου.

Ξένη λογοτεχνία

Επουλωμένες καρδιές

Μαξ Μπλέχερ

13.50

Οι Επουλωμένες καρδιές του Μαξ Μπλέχερ αποτελούν το δεύτερο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας που συμπληρώνεται από τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό και το Φωτεινό άντρο. Ο νεαρός Εμμανουήλ, alter ego του συγγραφέα, πάσχει από φυματίωση των οστών και εγκαθίσταται στο σανατόριο της λουτρόπολης Μπερκ, στις ακτές της βόρειας Γαλλίας, για να θεραπευτεί.

Η ζωή και ο έρωτας συνεχίζουν να ρέουν κάτω από τα γύψινα ασφυκτικά καλούπια των ασθενών, οι οποίοι κυκλοφορούν καθηλωμένοι σε αυτοσχέδιες άμαξες· το σκοτεινό χιούμορ, σε συνδυασμό με το εξωπραγματικό και το στοιχείο της παρέκκλισης, ή του εφιάλτη, στη γραφή του Μπλέχερ άλλοτε διαβρώνουν κι άλλοτε πυκνώνουν τη μονολιθική ατμόσφαιρα του φόβου στο σανατόριο.

Η κριτική, όχι απόλυτα δικαιολογημένα, συνέδεσε τις Επουλωμένες καρδιές με το Μαγικό βουνό, κυρίως λόγω της παραπλήσιας θεματολογίας τους, ωστόσο οι ρίζες της αχαλίνωτης μπλεχεριανής φαντασίας εντοπίζονται περισσότερο στον υπερρεαλιστή Μπρετόν, παρά στον “κλασικίζοντα ρεαλιστή Τόμας Μαν”, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του έργου Βίκτωρ Ιβάνοβιτς.

Κοινωνιολογία

Τα πάθη μου στην Ελλάδα

Χέρμαν φον Πύκλερ Μούσκαου

25.20

«Αν θέλεις ένα καλό παγωτό σοκολάτα, βανίλια και φράουλα, μπορείς να παραγγείλεις ένα Φυρστ Πύκλερ. … Ο δημιουργός αυτού του παγωτού ήταν ένας πρόγονός μου, ένας Φυρστ Πύκλερ έξυπνος, μεγάλος ταξιδευτής, πολύ μορφωμένος άνθρωπος, που είχε χόμπι τη βοτανική και την κηπουρική. Φυσικά ο ίδιος πίστευε -εάν το σκέφτηκε καμιά φορά- ότι, αν κάποτε περνούσε στην Ιστορία, θα ήταν για κάποια από τις μονογραφίες που έγραψε και δημοσίευσε, κυρίως ταξιδιωτικά χρονικά, όχι όμως συνηθισμένα ταξιδιωτικά, αλλά βιβλιαράκια που σήμερα είναι πολύ ευχάριστα -πώς να το πω;-, έξυπνα, τέλος πάντων, αρκετά έξυπνα, θα λέγαμε, βιβλιαράκια, στα όποια φαινόταν ότι ο τελικός σκοπός του κάθε ταξιδιού του ήταν να ερευνήσει έναν συγκεκριμένο κήπο, συχνά εντελώς ξεχασμένους κήπους, εγκαταλελειμμένους στο έλεος του Θεού, παρατημένους στη μοίρα τους, και ο διάσημος πρόγονός μου ήξερε να βρίσκει τις ομορφιές τους μέσα σε άπειρα αγριόχορτα και στην τόση εγκατάλειψη.

Τα βιβλιαράκια του, παρ’ όλη την -πώς να το πω;- βοτανική επένδυσή τους, ήταν γεμάτα με ευφυέστατες παρατηρήσεις, και μέσω αυτών μπορείς να πάρεις μια ιδέα αρκετά προσεγγιστική για την Ευρώπη της εποχής του, μια Ευρώπη ταραγμένη συχνά … Φυσικά, ο πρόγονός μου δεν ήταν μακριά … από τις αναποδιές της -πώς να το πω;-, της ανθρώπινης φύσης. Και γι’ αυτό έγραφε και εξέδιδε βιβλία με τον δικό του τρόπο, ταπεινά, αλλά με καλή γερμανική γλώσσα, και ύψωνε τη φωνή του κατά της αδικίας. Νομίζω ότι δεν τον ενδιέφερε να μάθει που πάει η ψυχή όταν το σώμα πεθαίνει, παρότι έγραψε ορισμένες σελίδες και γι’ αυτό. Τον ενδιέφερε η αξιοπρέπεια, και επίσης τον ενδιέφεραν τα φυτά.

Για την ευτυχία δεν είπε ούτε λέξη, υποθέτω επειδή τη θεωρούσε κάτι αυστηρώς προσωπικό και ίσως -πώς να το πω;-, ίσως κάτι βαλτώδες και σαθρό. Είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, παρότι ορισμένες σελίδες του θα με διέψευδαν εύκολα. Και πιθανότατα, εφόσον δεν ήταν κανένας άγιος, ούτε καν γενναίος άνδρας, σίγουρα δεν σκέφτηκε την υστεροφημία του…. Αυτό που δεν φαντάστηκε ποτέ ήταν ότι θα περνούσε στην Ιστορία δίνοντας το όνομά του σ’ ένα παγωτό που συνδυάζει τρεις γεύσεις. Γι’ αυτό μπορώ να σας διαβεβαιώσω».

Ελληνική λογοτεχνία

Το όνομα σου

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

12.00

«Αγάπησα αυτά τα παιδιά κι εκείνα με πρόδωσαν. Με μίσησαν. Με θεώρησαν εχθρό τους. Μπορώ να καταλάβω το μίσος όλων των άλλων, αλλά όχι το δικό τους. Τα ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι αν θα μπορούσαν ποτέ να με συγχωρήσουν. Να με συγχωρήσουν! «Ναι», είπε ο Χάρης. Κι η Κορίνα κούνησε αμέσως κι εκείνη το κεφάλι της συμφωνώντας. Θα μ’ έχουν συγχωρήσει πια λοιπόν, φαντάζομαι… Μάλιστα. Όπως κι εγώ αυτά. Όπως κι εσύ εμένα, ελπίζω. Όχι γιατί έκανα ό,τι έκανα· γιατί κηλίδωσα το όνομά σου.»

Ξένη λογοτεχνία

Ξένο χώμα

Τζανίν Κάμινς

19.80

Μέχρι χτες, η Λύδια ζούσε μια συνηθισμένη ζωή στο Ακαπούλκο του Μεξικού. Όσα αγαπούσε ήταν εκεί: η οικογένειά της, το βιβλιοπωλείο της, το σπίτι της. Σήμερα, έχει χάσει τα πάντα.
Και τώρα τρέχει, χωρίς ανάσα, μαζί με τον οκτάχρονο γιο της, τον Λούκα. Τρέχει να ξεφύγει απ’ το καρτέλ που λυμαίνεται την πόλη και που διψά για εκδίκηση.

Μόνη ελπίδα για τη Λύδια και τον Λούκα είναι να βρουν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες διασχίζοντας την απέραντη χώρα του Μεξικού. Να περάσουν παράνομα τα σύνορα, να φτάσουν στο ξένο χώμα.
Πρώτα όμως πρέπει να μείνουν ζωντανοί.

Σ’ αυτό το καταιγιστικό μυθιστόρημα η Τζανίν Κάμμινς αποτυπώνει αδυσώπητα την πραγματικότητα της αναγκαστικής μετανάστευσης: τη βίαιη φυγή, την αγωνία, τη ζωή στο δρόμο, την αυθαιρεσία οποιοσδήποτε διαθέτει εξουσία, δύναμη ή όπλα.

Με μια γραφή ηλεκτρισμένη, το Ξένο χώμα μιλά για το πείσμα της ζωής ενάντια στη βία του ισχυρού. Για το θαύμα της καλοσύνης μες στην ακραία σκληρότητα. Και για όλους εκείνους που προχωρούν με μόνη αποσκευή μια άγρια θέληση να βρεθούν στην άλλη μεριά των συνόρων.

Ουέντα Ακινάρι

18.50

Το γνωστότερο έργο του Ιάπωνα κλασικού συγγραφέα Ουέντα Ακινάρι είναι αυτή η συλλογή με τις Ιστορίες της σελήνης μετά τη βροχή. Σε αυτές τις ιστορίες του φανταστικού, όπως συμβαίνει στις ιστορίες του θεάτρου Νο, βλέπουμε όλων των ειδών τα όντα του παράλληλου κόσμου των πνευμάτων να αναδύονται, να δρουν και να εξαφανίζονται πάλι. Ένα απολαυστικό μείγμα μαγείας, ποίησης και πραγματικότητας που εκφράζει τον μαγεμένο κόσμο των Ιαπώνων του άλλοτε, αλλά όχι λιγότερο και του σήμερα.

Οι εννέα ιστορίες μυστηρίου του Ουγκέτσου Μονογκατάρι, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1776, αποτελούν το καλύτερο και διασημότερο δείγμα της λογοτεχνίας του απόκρυφου στην Ιαπωνία. Συνενώνουν διακριτικά τον κόσμο της καθημερινότητας με την επικράτεια του ανοίκειου και αποτελούν απόδειξη για τη γοητεία που ασκούσαν τότε, αλλά και σήμερα, το παράξενο και το μυστηριώδες στην ιαπωνική ψυχή. Αποτέλεσαν επίσης την πηγή έμπνευσης για την εξαιρετική ομότιτλη ταινία του Κεν’τζι Μιζογκούτσι το 1953.

Ο τίτλος “Ουγκέτσου μονογκατάρι”, που μπορεί να αποδοθεί ως “Ιστορίες της σελήνης μετά τη βροχή”, απηχεί επίσης την ιδέα ότι μυστηριώδη όντα εμφανίζονται σε συννεφιασμένες, βροχερές νύχτες και σε πρωινά που το φεγγάρι κρέμεται ακόμα στον ουρανό. Δαίμονες, στοιχειά, παράξενα όνειρα, πράγματα πέρα από τον κόσμο του λογικού γεμίζουν όλες τις ιστορίες.

Η ανατριχιαστική ομορφιά αυτού του διαχρονικού αριστουργήματος συμπληρώνεται από την γοητεία που έχει ως λογοτέχνημα, η οποία κατά μεγάλο μέρος πηγάζει από τον αριστοτεχνικό συνδυασμό του κινέζικου λόγου με το λόγο της ιαπωνικής κλασικής λογοτεχνίας, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε σε αριστουργήματα σαν το “Γκέν’τζι μονογκατάρι”.

Ξένη λογοτεχνία

Λατρεία

Χάνα Κεντ

16.92

1836, Πρωσία. Η Χάνε Νουσμπάουμ είναι σχεδόν δεκαπέντε χρονών και οι περιορισμοί της γυναικείας ζωής στο Κάι την πνίγουν, μέχρι που συναντά την Τέα και δίπλα της βρίσκει την αποδοχή. Οι Νουσμπάουμ είναι Παλαιολουθηρανοί και η προσευχή τους γίνεται στα κρυφά ‒ είναι μια κοινότητα υπό απειλή. Προκειμένου να ξεφύγουν από το κράτος και την Ένωση της Εκκλησίας, οι κάτοικοι του χωριού στριμώχνονται ασφυκτικά σ’ ένα πλοίο με προορισμό τη Νότια Αυστραλία, όπου θα μπορούν να ζουν χωρίς φόβο, ελεύθεροι. Ανάμεσα στις κακουχίες του ταξιδιού, το τραγούδι των φαλαινών μπαίνει στην καρδιά της Χάνε, μαζί με το θαύμα της αγάπης για την Τέα. Ο δικός τους δεσμός είναι τόσο ισχυρός, που είναι αδύνατο να σπάσει.

1838, Νότια Αυστραλία. Μια νέα αρχή γίνεται σε μια παλιά γη. Ο Θεός, η κοινωνία και η ίδια η φύση αποφασίζουν ότι η Χάνε και η Τέα δεν μπορούν να είναι μαζί. Η ηρωίδα ταλαντεύεται ανάμεσα στα άκρα, στους κανόνες, στην αγάπη του Θεού και το φόβο του Ανθρώπου, ταλαντεύεται ακόμα κι ανάμεσα στο Πριν και το Μετά του Θανάτου. Αλλά μέσα στο αδύνατο κρύβεται η λατρεία…

Ξένη λογοτεχνία

Άλλες ζωές

Αμπντουλραζάκ Γκούρνα

19.98

Δραπετεύοντας από το χωριό όπου γεννήθηκε, από μια περιοχή ταλανισμένη από τη φτώχεια, την πείνα και τους λοιμούς, ο νεαρός Ιλιάς φτάνει σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη όπου έκθαμβος παρακολουθεί την παρέλαση των Δυνάμεων Ασφαλείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Χρόνια αργότερα, το 1914, ενώ επίκειται ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Βρετανών και των Γερμανών, στην Τάνγκα της Τανζανίας, o Ιλιάς αποφασίζει να καταταγεί στον γερμανικό στρατό, που αποτελείται κυρίως από Αφρικανούς μισθοφόρους, υποσχόμενος στη μικρή του αδελφή πως σύντομα θα επιστρέψει.

Η υπόσχεσή του δε θα εκπληρωθεί ποτέ και το μυστήριο για το τι απέγινε ο Ιλιάς θα σκιάζει τη ζωή της Αφίγια ώσπου να γνωρίσει τον Χάμζα, έναν γενναιόδωρο και ονειροπόλο λιποτάκτη ο οποίος κατάφερε να διαφύγει από τη φρίκη του πολέμου. Οι δυο τους θα ζήσουν μια αναπάντεχη ιστορία αγάπης που θα ενώσει δυο οικογένειες αλλά και δυο ηπείρους, την Αφρική με την Ευρώπη. Συνδυάζοντας ιστορικά στοιχεία σε μια συγκινητική μυθοπλασία, ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα μάς προσφέρει ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο για την Αφρική, την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, τις φρικαλεότητες του πολέμου, καθώς και για τις απροσμέτρητες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης.

Ξένη λογοτεχνία

Νύχτες πανούκλας

Ορχάν Παμούκ

21.96

Άνοιξη του 1901, στο -φανταστικό- νησί Μίνγκερ, μεταξύ Κρήτης και Κύπρου. Στο νησί ξεσπά επιδημία πανούκλας και επιβάλλεται καραντίνα. Για να αναχαιτιστεί η επιδημία, ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β’ στέλνει στο Μίνγκερ τον αρχιεπιθεωρητή υγείας Μπονκόφσκι πασά, σύντομα όμως εκείνος δολοφονείται. Ο σουλτάνος αναθέτει τότε στον νεαρό γιατρό Νουρί το καθήκον να αναλάβει δράση. Αλλά το κακό έχει ριζώσει, η πανούκλα εξαπλώνεται ταχύτατα παρά τα αυστηρά μέτρα, δημιουργώντας επιπλέον εντάσεις ανάμεσα στους μουσουλμάνους και στους χριστιανούς κατοίκους του νησιού.

Η ανικανότητα της τοπικής διοίκησης και η άρνηση του λαού να σεβαστεί τις απαγορεύσεις καταδικάζουν το εγχείρημα σε αποτυχία, ενώ κυριαρχούν ο παραλογισμός του φόβου, οι ίντριγκες και οι εθνικιστικές προκαταλήψεις. Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης της επιδημίας, ο σουλτάνος υποκύπτει στις διεθνείς πιέσεις και αποφασίζει τον αποκλεισμό του νησιού. Οι κάτοικοι του Μίνγκερ πρέπει πια να βρουν μόνοι τους τρόπο να νικήσουν την πανούκλα…

Οι Νύχτες πανούκλας πρωτοκυκλοφόρησαν στην Τουρκία τον Μάρτιο του 2021· τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ασκήθηκε δίωξη κατά του συγγραφέα με την κατηγορία της προσβολής του Κεμάλ Ατατούρκ και της τουρκικής σημαίας.

Ξένη λογοτεχνία

Ξένος στη χώρα μου

Χανς Φάλαντα

15.30

Το ημερολόγιο του Χανς Φάλαντα γραμμένο μέσα στη φυλακή.

1944: Σε ένα κελί ναζιστικής φυλακής, τριγυρισμένος από ψυχασθενείς δολοφόνους και μονίμως υπό το άγρυπνο βλέμμα των SS, ο Χανς Φάλαντα γράφει με κίνδυνο της ζωής του τις αναμνήσεις του από τα δώδεκα χρόνια εθνικοσοσιαλισμού.

Ο Φάλαντα, αντίθετα με άλλους μεγάλους συγγραφείς, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ, γιατί “αγαπούσε αυτόν τον λαό”, ο οποίος του είχε γίνει πια ξένος. Του είχε απαγορευτεί να δημοσιεύει και είχε εθιστεί στα ναρκωτικά.

Στη φυλακή ξαναβρίσκει τον παλιό του εαυτό. Γράφει με φρενήρη ρυθμό λογοτεχνικά κείμενα και, κυρίως, καταγράφει τις εμπειρίες του επί εθνικοσοσιαλισμού. Αυτές οι καταγραφές συγκεντρώνονται και εκδίδονται για πρώτη φορά στο Ξένος στη χώρα μου, ημερολόγιο φυλακής 1944. Στις σελίδες του απελευθερώνει το μίσος του για τους ναζί, περιγράφει πρόσωπα και γεγονότα της εποχής, μιλά για τις ταλαιπωρίες που υπέστη, αλλά δεν κρύβει και τους συμβιβασμούς που αναγκάστηκε να κάνει.

Ξένη λογοτεχνία

Σαν την βροχή πριν πέσει

Τζόναθαν Κόου

18.25

Ο Τζόναθαν Κόου, στο βιβλίο του αυτό, εστιάζει τη ματιά του στις ανθρώπινες σχέσεις, γράφοντας ένα δυνατό, συγκινητικό, υποβλητικό και μελαγχολικό μυθιστόρημα που κυριαρχείται από γυναικείες φωνές και αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο την πορεία μιας οικογένειας κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα.

Μια ηλικιωμένη κυρία αποφασίζει, πριν πεθάνει, να καταγράψει σε μαγνητόφωνο, όχι μόνο τη δική της ιστορία, αλλά και την ιστορία ενός τυφλού κοριτσιού που εμφανίστηκε ξαφνικά στο πάρτι των πεντηκοστών της γενεθλίων πριν από πολλά πολλά χρόνια.

Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια είκοσι ξεθωριασμένες φωτογραφίες που δεν απεικονίζουν κάτι το ιδιαίτερο: ένα τροχόσπιτο, ένα πικνίκ, ένα σπίτι στα προάστια…

Πόσες, όμως, απογοητεύσεις και ματαιώσεις μπορεί να κρύβει ένα αποτυπωμένο χαμόγελο ή ένα εορταστικό ενσταντανέ; Προχωρώντας από φωτογραφία σε φωτογραφία, αποκαλύπτεται μια οικογενειακή ζωή γεμάτη μυστήριο. Είναι η ιστορία τριών γενεών, σημαδεμένων από παιδικά χρόνια δίχως αγάπη, εγκλωβισμένων στην ίδια τραγική μοίρα, καθώς το φορτίο του πόνου μεταφέρεται αδιάλειπτα από μητέρα σε κόρη.

Προκόπιος

15.50

“Εδώ θα καταγραφούν με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα έτυχε να συμβούν σε κάθε σημείο της Ρωμαϊκής Επικράτειας. Ο λόγος είναι ότι ήταν αδύνατο να καταγραφούν οι πράξεις με τον πρέποντα τρόπο όσο οι αυτουργοί τους ήταν ακόμη στη ζωή, γιατί, αν με ανακάλυπταν, δεν θα μπορούσα να γλιτώσω από τον πιο οικτρό θάνατο και δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ούτε καν για την ασφάλεια των πιο στενών μου συγγενών.” (Προκόπιος)

Η Απόκρυφη ιστορία του Προκόπιου [500 (;) – 565 μ.Χ.] είναι ένα παράξενο συμπλήρωμα των Ιστοριών και του Περί Κτισμάτων του ίδιου συγγραφέα. Η εξιστόρηση των τριών πολέμων -εναντίον των Περσών, των Βανδάλων και των Γότθων- είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν ο συγγραφέας, φανερά αηδιασμένος, αποφάσισε να χαρίσει εκ του ασφαλούς σε κάποιες απομακρυσμένες μέλλουσες γενεές το κουτσομπολιό των παρασκηνίων που ήταν του συρμού ενόσω ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα έπαιζαν τους αυτοκρατορικούς τους ρόλους και ο Βελισάριος οδηγούσε τα ρωμαϊκά όπλα από θρίαμβο σε θρίαμβο. Κατά τη δική του ομολογία, σκοπός της συγγραφής του βιβλίου, που ο ίδιος προφανώς ονόμασε Ανέκδοτα, ήταν να πει απροκάλυπτα την πάσαν αλήθεια που δεν είχε κρίνει φρόνιμο να καταγράψει στα εφτά βιβλία των Ιστοριών αυτά είχαν ήδη δημοσιευτεί και διαδοθεί από άκρη σ’ άκρη της αυτοκρατορίας.

Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια να αποδείξει την πλήρη διαφθορά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, την ασημαντότητα του Βελισαρίου και την αδιαντροπιά της Αντωνίνας.
Εκτός από την πολιτική διαφθορά και τα ερωτικά σκάνδαλα και τη γενική αδιαφορία για τη θρησκεία και την ηθική, ο αναγνώστης θα βρει στον Προκόπιο πολλά πράγματα, που θα του θυμίσουν τη σημερινή ζωή. Θα διαβάσει για κοινωνικές υπηρεσίες με γιατρούς και δασκάλους που πληρώνονται από το κράτος και για επιχορηγούμενες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις για τέλεια οργανωμένες ταχυδρομικές υπηρεσίες για κατασκοπεία και αντικατασκοπεία για δασμούς και φόρους, για τελωνεία, για επιβαρύνσεις στις εισαγωγές και απαγορεύσεις εισαγωγών για πλημμελή φωτισμό των δρόμων και ανεπαρκή ύδρευση για μονοπώλια, σταθεροποίηση των τιμών, παράνομα μερίσματα, κίβδηλες πωλήσεις και μαύρη αγορά για άνοδο του τιμαρίθμου και για υποτίμηση του νομίσματος για μικρότερα καρβέλια και νοθευμένα αλεύρια για αγορανομία για το παράφορο πάθος των φιλάθλων και τις μανιώδεις και σκληρές διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς διαφορετικών ομάδων.