Ποίηση
Το μάνταλο αδράχνει ευθύς το ένοχό του χέρι
Και με το γόνατό του διάπλατα την πόρτα ανοίγει.
Ο γκιόνης το κοιμώμενο θ ’αρπάξει περιστέρι:
Πριν τον προδότη αντιληφθούν, αυτός κιόλας προδίδει˙
Καθένας θα ‘φευγε μακριά, αν έβλεπε το φίδι.
Μα εκείνη άφοβη στα βάθη του ύπνου του γλυκού,
Κείται στο έλεος του θανατηφόρου του κεντριού.
«Αν είχες την τιμή σου εντός μου, άνδρα μου, αποθέσει,
Την άρπαξαν με μια πανίσχυρη έφοδο από μένα.
Σαν τον κηφήνα απέμεινα, το μέλι έχω απολέσει˙
Δεν έχω πλέον απόσταγμα του θέρους μου κανένα˙
Από την άγρια κλοπή όλα λεηλατημένα.
Τρύπωσε σφήκα αλήτισσα στην άμοιρη κυψέλη
Και της αγνής σου μέλισσας το ρούφηξε το μέλι».
Πώς κατέληξε ο «λευκός» άντρας ο αποδιοποµπαίος τράγος των ηµερών µας; Ποιοι µετασχηµατισµοί στις δυτικές κοινωνίες δηµιούργησαν τους µηχανισµούς που του φορτώνουν την ευθύνη για όλες τις συµφορές της ανθρωπότητας διαχρονικά; Με ορόσηµο την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο διάσηµος Γάλλος συγγραφέας εξετάζει, µε λόγο αντισυµβατικό και άρτια δοµηµένη επιχειρηµατολογία, τη διολίσθηση στη Γαλλία αλλά και σε όλη την Ευρώπη από τον προοδευτισµό του τριπτύχου «φεµινισµός – αποαποικιοποίηση – αντιρατσισµός» της παραδοσιακής αριστεράς στον σκοταδισµό που εκπροσωπεί η κακοχωνεµένη made in USA εκδοχή του.
Αναλύοντας την τρέχουσα επικαιρότητα και αντλώντας στοιχεία από τη νεότερη και σύγχρονη παγκόσµια ιστορία, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ διατυπώνει το εξής ερώτηµα: Μήπως η αδιαµαρτύρητη αποδοχή του στίγµατος του σύγχρονου αποδιοποµπαίου τράγου για τον λευκό άντρα οδηγεί εν τέλει στην υποκατάσταση ενός ρατσισµού από έναν άλλον και σε ένα είδος πολέµου όλων εναντίον όλων;
Ξένη λογοτεχνία
O Κόρμακ ΜακΚάρθι κέρδισε το Πούλιτζερ για τον πολυβραβευμένο και πολυδιαβασμένο Δρόμο και απέκτησε πρωτοφανή φήμη για σύγχρονο συγγραφέα, χάρη και στις εξαιρετικές μεταφορές των βιβλίων του στον κινηματογράφο, με αποκορύφωμα το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους από τους αδερφούς Κοέν. Έτσι το 2007 φαινόταν ότι η ζηλευτή καριέρα του όδευε προς την ολοκλήρωσή της. Ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός: ο συγγραφέας του Ματοβαμμένου μεσημβρινού μπορούσε να συγκριθεί μονάχα με θρυλικούς ομότεχνούς του, όπως ο Μέλβιλ και ο Φόκνερ, κι αυτή ήταν μια δήλωση που δεν προερχόταν από κάποιον τυχαίο αλλά από τον ίδιο τον Χάρολντ Μπλουμ, πάπα της λογοτεχνικής κριτικής. Ο ΜακΚάρθι ήταν τότε 74 ετών και είναι γνωστό ότι είναι λίγοι οι συγγραφείς που παραδίδουν σημαντικά έργα κατά την όγδοη και ένατη δεκαετία της ζωής τους. Οι περισσότεροι απλώς σταματούν να γράφουν.
Παρ’ όλα αυτά, οι φήμες οργίαζαν ότι ετοίμαζε ένα νέο μυθιστόρημα. Ο ΜακΚάρθι δούλευε για χρόνια «κάτι μεγάλο», που θα αποτελούσε το επιστέγασμα της καριέρας του. Στα χρόνια που ακολούθησαν ειπώθηκε ότι ο ΜακΚάρθι είχε ξεκινήσει να το γράφει τη δεκαετία του ’80, ότι ήταν ένα μυθιστόρημα που τον απασχολούσε πολύ, και έφτασε μάλιστα στο σημείο να καλέσει τον ίδιο τον Χάρολντ Μπλουμ για να συζητήσουν από κοντά. Στο μεταξύ, ο εκδότης του άφηνε να διαρρεύσει πότε πότε η πληροφορία ότι το κείμενο ήταν έτοιμο προς έκδοση. Υπήρχαν μάλιστα και σχετικές καταχωρήσεις σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία, όμως σύντομα οι όποιες πληροφορίες εξαφανίζονταν από το διαδίκτυο. Το μυστήριο μεγάλωνε, οι ορκισμένοι και πολυάριθμοι οπαδοί του διατύπωναν στο διαδίκτυο πλήθος θεωρίες. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι απλώς δεν θα εκδιδόταν ποτέ άλλο κείμενό του ή ότι O Επιβάτης, όπως είχε διαρρεύσει ότι θα λέγεται το βιβλίο, δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ ή θα εκδιδόταν μετά θάνατον.
Ελληνική λογοτεχνία
Το βρόμικο κόλπο, να ξεχάσεις μόνον τα άσχημα αλλά να θυμάσαι τα ωραία, δεν πετυχαίνει, η μνήμη διεκδικεί τα νόμιμα, δηλαδή όλα ή τίποτε, δηλαδή ας μείνει κάποιος να θυμάται, να θυμάται και τα ψιλά γράμματα. Υπάρχουν κάμποσα που αλίμονο αν τα θάψει κι αυτά ο νους, δεν πρόκειται για φανταχτερά ενσταντανέ και σκατοπασαλειμμένες αναμνήσεις, πρόκειται για άυλα τιμαλφή. Ευτυχώς ο εγκέφαλος του Μιχάλη Τσιούλη τα είχε κλειδώσει και ασφαλίσει.
Δεν είμαι υποχρεωμένος να μην ονειροπολώ, είπε, ούτε ντε και καλά να αισιοδοξώ και να ευτυχώ, αφού όλα πιο ρηχά, ούτε μύχια της ύπαρξης, ούτε γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, ούτε πού έδυ σου το κάλλος.
Δοκίμασα, συνέχισε, να αρκεστώ στο μικρομεσαίο μου μερτικό καθημερινότητας, να μοιάσω με την πλειοψηφία των πιο νορμάλ, να γίνω και λίγο ζαμανφουτίστας, όμως δεν μου είπε πολλά η πραγματικότητα, δεν ήξερα πώς να κινηθώ άνετα σ’ αυτήν.
Η νύχτα στο θρόνο της, με το αεράκι να περιοδεύει σε όλο το λεκανοπέδιο, σε όλο τον κόλπο του Σαρωνικού και τα άστρα ψηλά να σπιθίζουν ακατάστατα, να κάνουν του κεφαλιού τους.
Τύχη αγαθή, ο Τσιούλης είχε ιδεί το φεγγάρι σε πενήντα, μπορεί και παραπάνω, παραλλαγές. Ολόχρυσο. Ασημένιο. Άσπρο, πελώριο και οριζοντιωμένο σαν αιώρα. Χορτάτο μωρό να αποκοιμιέται στην αγκαλιά ενός κοκκινωπού σύννεφου. Αγέρωχο και ανοξείδωτο να κοντρολάρει την έξαρση της νύχτας. Απόψε δε, μπλαβογκριζοκίτρινο σαν τα μάτια σου, χαζομηχανικέ, κατά τη Σαλονικιά νοσηλεύτρια, κάποτε.
Ιστορία
Για να καταπολεμήσουν τους πειρασμούς της σάρκας, οι πρώτοι χριστιανοί ασκητές αποσύρονταν σε ερημικές τοποθεσίες και παρέμεναν έγκλειστοι σε μικρά κελιά για πολλά χρόνια. Ωστόσο, παρά τους μεγάλους κινδύνους, ορισμένοι από τους εμπειρότερους και πλέον ενάρετους έκαναν κάποτε ένα παράτολμο εγχείρημα. Διακόπτοντας την ακραία τους απομόνωση, επισκέπτονταν πόρνες στα καταλύματά τους ή σε πανδοχεία για να τις συνετίσουν. Θεωρούσαν προφανώς ότι, εάν το έργο τους ήταν επιτυχές, δεν θα εξασφάλιζαν απλώς τη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών, αλλά θα περιόριζαν και τους πειρασμούς που απειλούσαν τους αδύναμους συμπολίτες τους. Οι σχετικές περιγραφές προσφέρουν, μεταξύ άλλων, άγνωστες πληροφορίες για την προσωπική ζωή, τα κίνητρα και τις ψυχικές διαθέσεις γυναικών που οδηγούνταν στην πορνεία.
Ο Βάιος Βαϊόπουλος είναι καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Η Γιάννα Στεργίου είναι Δρ. Κλασικής Φιλολογίας.
Τα βιβλία της σειράς καλούν σε έναν νέο διάλογο με την αρχαιότητα. Τα κείμενα κάθε τόμου, που προσφέρονται σε νεοελληνική απόδοση, φωτίζουν όψεις της καθημερινής ζωής, των θεσμών ή των ιδεών που εξακολουθούν να διατηρούν την επικαιρότητά τους. Επιπλέον, επιλέγονται με στόχο να αναδειχθεί τόσο ο πλούτος όσο και η ποικιλία των συμπεριφορών και των νοοτροπιών του αρχαίου κόσμου. Εμφανίζουν τους αρχαίους Έλληνες διαφορετικών εποχών και διαφορετικών πεποιθήσεων να διαλέγονται και να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους ή με αλλοεθνείς· και τους εθνικούς να διαλέγονται ή να αντιπαρατίθενται με Ιουδαίους ή χριστιανούς. Η αρχαιότητα προβάλλει έτσι από τη μια πλευρά επίκαιρη και από την άλλη σύνθετη, πολύμορφη και αντιφατική.
Ξένη λογοτεχνία
Ιστορία ενός έρωτα.
Το Γράμμα στη Ντ. είναι μια δημόσια επανόρθωση, μια ερωτική εξομολόγηση και μια προαναγγελία θανάτου. Η αρχή του είναι συγκλονιστική, το τέλος του αφόρητο.
Ο συγγραφέας, που αποκάλυψε ότι έγραψε αυτό το βιβλίο κλαίγοντας, προειδοποιεί ότι δεν θα παραστεί στην κηδεία της γυναίκας του – κι όχι επειδή θα κάτσει στο σπίτι. Δεν θα παραλάβει το βαζάκι με την τέφρα της. Θα φύγει μαζί της.
Επειδή το βρίσκει άδικο να πεθάνει εκείνη από μια αρρώστια που οι γιατροί θα μπορούσαν να έχουν προλάβει; Όχι. Επειδή είναι (ξανά) ερωτευμένος μαζί της και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν.
Ελληνική λογοτεχνία
– Εβάρεσεν.
– Ψυχομασσιεί.
– Αντελλοσσιάζεται.
– Παλλιώνει με τον Χάρον.
– Αντζελοθωρεί.
– Βαρκαρίζει.
– Σιωπάτε! Εν ήρτεν η ώρα της ακόμα.
Στην τελευταία της νύχτα στον κόσμο, καθώς παραδίδει το πνεύμα και ψυχορραγεί, η Σπασούλα συνοδεύεται στην άλλη όχθη από τις φίλες και γειτόνισσές της, που τη συντρόφευαν σε όλη της τη ζωή. Μέσα από μύθους, παραμύθια και δοξασίες, μέσα από πικρές ιστορίες και αληθινά φαντάσματα που μόνο οι γυναίκες μπορούν να δουν και να διηγηθούν, ξεδιπλώνεται η ιστορία των μανάδων των αγνοουμένων της Κύπρου, η ματαίωση, η αναμονή, οι αλήθειες και τα ψέματα της ζωής.
Με την “Πικρία χώρα” η Κωνσταντία Σωτηρίου ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με τα βιβλία “Η Αϊσέ πάει διακοπές” και “Φωνές από χώμα”, με μοτίβο την αφήγηση των γυναικών για την ιστορία του πολέμου στην Κύπρο. Των γυναικών που περίμεναν, που προδόθηκαν, που δεν δικαιώθηκαν. Γιατί τόσα χρόνια, όλο τούτο που έζησα, τόσα χρόνια που τόσα για τους χαμένους τα βίωσα, ένα πράμα μόνο αν ένιωσα, αν υπάρχουν αθώοι είμαστε εμείς, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που περιμέναμε, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που καρτερούσαμε, εγώ και η Σπασούλα και οι άλλες. Αθώες. Μόνο εμείς.
Ελληνική λογοτεχνία
«Είκοσι Ιουλίου, το θυµάσαι πολύ καλά, είχε γίνει η µεγάλη καταστροφή. Ξύπνησες το πρωί και ήταν η λεκάνη στη ρίζα της συκιάς σου γεµάτη µε σύκα ανοιγµένα. Με το νυχτικό βγήκες έξω τα χαράµατα, πήρες το φαράσι και τη σκούπα να τα µαζεύεις. Μάζευες, µάζευες και τελειωµό δεν είχαν. Τα συκαλάκια σου, σκεφτόσουν, τα µελένια σου τα σύκα και µαράζωνες τη συκιά. Και έλεγες τι θα τρώµε τώρα τον Αύγουστο που δεν θα είχες τα συκαλάκια τα γλυκά, τι θα τρώµε τον Αύγουστο που δεν θα έχουµε σύκα.
Αν δει το πλάσµαν τα σύκα να ψήννουνταιεποχήν που ’εν ένι του τζαιρού τους, σηµαίνει µεγάλον µαράζιν. Σηµαίνεικαβκάδες, καρκασαλλίκκιν, κακόν. Που τζείνα τα κακά που ’εν ηµπορεί να βάλει το σέριν του ούτε ο ίδιος ο Θεός. Τίποτε ’εν θα ηµπόρει να κάµει ο Πλάστης.
Έτσι σε βρήκε η γειτόνισσα το πρωί. Ήρθε καταχαρούµενη να σου πει τα νέα. Σωθήκαµε, σου φώναξε. Σωθήκαµε. Ήρθε η µάνα µας να µας σώσει. Ήρθε η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. “Τι κάνεις εκεί µε τα σύκα;” “Σκάσανε όλα” της είπες. “Ανοίγουνε τα συκαλάκια µου τον Ιούλιο, τα µελένια µου τα σύκα που ζηλεύει όλη η γειτονιά. Σκάνε και πέφτουνε στην αυλή. Δεν θα έχουµε σύκα να τρώµε τον Αύγουστο” είπες και βούρκωσες. Άφησες µετά τη γειτόνισσα στην αυλή και έτρεξες να ξυπνήσεις τον γιο σου. “Μάνα, τι γίνεται;” σου φώναξε. “Ήρθε” του είπες “η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. Και εµάς µας αρρώστησε η συκιά µας. Δεν θα έχουµε κάτι να την τρατάρουµε. Δεν θα µπορέσουµε τον Αύγουστο να τρώµε σύκα”. Και άρχισες ύστερα να κλαις».
Το βιβλίο βραβεύτηκε από το Πετρίδειο Ίδρυμα και το Διαδικτυακό Περιοδικό “Ζωή και Τέχνη” στο πλαίσιο του 2ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Λογοτεχνικών Βραβείων στην μνήμη των μ.Χριστόδουλου και Μαρίας Πετρίδη. Η συγγραφέας βραβεύτηκε το 2019 με το Βραβείο της Κοινοπολιτείας της Περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά.
Ελληνική λογοτεχνία
Ένα κουβάρι ιστορίες “έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά”
έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά, ετηλεφώνησέν μου η Μύντα πριν λλίον, “μάνταμ, μαντάμ, γρήγορα η γιαγιά έφτυσεν γαίμαν”, έκαμεν εμετόν γαίμαν, έτσι μου ‘πεν, ήμασταν στην ψησταριάν με την Αγάθην, ο κόσμος πολλύς, που να έφευκα τζείνην την ώραν; ετηλεφώνησα στον θκειόν σου να πάει να την φέρει κάτω, νναι λαλώ σου, επήεν, εν με εκάνεν η στεναχωρία μου, το τηλέφωνον απάντησέν μου το η θκειά σου, “κόρη, γλήορα δώσ’ μου τον αρφόν μου”, είπα της άλλα που να καταλάβει, “τι κάμνεις, Μαρούλλα μου;” άρκεψεν, τζαί ότι επήαν στες ελιές, τζαί έτσι, τζ’ αλλιώς, είσεν όρεξην για κουβένταν, “δώσ’ μου τον, κόρη, τζ’ η μάνα μας έννεν’ καλά”, έτοιμη ήμουν να της βάλω τες φωνές, ευτυχώς εκατάλαβέν το τζαί εφώναξέν του, έστειλα τον λαλώ σου τζαί εφέραν την στο νοσοκομείον, πάμεν τζαί εμείς τωρά, εννά ‘ρτεις; […]
Ελληνική λογοτεχνία
Ακολουθάω τρέχοντας, μέχρι το παρεκκλήσι του γκαβού, ένα σμήνος από φυγόκεντρα μελίσσια. Και τα βλέπω έκθαμβος, με το που μπαίνω, να γλυκοπλέκουνε, μπροστά στο Άγιο Βήμα, μια δεύτερη, δική τους, θεόρατη κηρήθρα-τέμπλο. Όπου το κάθε κελί της κηρήθρας, αποτελεί κι από έναν ζυμωτό, εξαπτέρυγο μικρόκοσμο – ιστορίες αλλόκοτες, του Φέγγου, που δουλεύουνε με φοβικά. Αίφνης, μπαίνω στο νόημα: Ότι σαν με πλακώσει κι ο τελευταίος μπαξές, με αυτές θα ανοίξω δρόμο – άλλο δεν έχω.
Ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988 και ζει στην Κατερίνη. Η συλλογή διηγημάτων «Ώπα-ώπα μπλάτιμοι» είναι το πρώτο του βιβλίο.
Ελληνική λογοτεχνία
Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.
Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…
“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”.
Ελληνική λογοτεχνία
«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.
Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.
Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.
Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα, για ένα βλέμμα του Κωσταντή.
Βροντερά γέλαγε ο Λόλος. Και κάθε που τον άκουγαν οι καλιακούδες, παράταγαν τις καλαμποκιές και πέταγαν τρομαγμένες μακριά.
Έξι ιστορίες για την απώλεια. Την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής. Κυρίαρχο σκηνικό η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης.
Άνθρωποι εύθραυστοι που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει, βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη φυγή.