Βλέπετε 805–816 από 1404 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα άλμπουμ ιστορίες

Αντώνης Γεωργίου

19.08

Ένα κουβάρι ιστορίες “έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά”

έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά, ετηλεφώνησέν μου η Μύντα πριν λλίον, “μάνταμ, μαντάμ, γρήγορα η γιαγιά έφτυσεν γαίμαν”, έκαμεν εμετόν γαίμαν, έτσι μου ‘πεν, ήμασταν στην ψησταριάν με την Αγάθην, ο κόσμος πολλύς, που να έφευκα τζείνην την ώραν; ετηλεφώνησα στον θκειόν σου να πάει να την φέρει κάτω, νναι λαλώ σου, επήεν, εν με εκάνεν η στεναχωρία μου, το τηλέφωνον απάντησέν μου το η θκειά σου, “κόρη, γλήορα δώσ’ μου τον αρφόν μου”, είπα της άλλα που να καταλάβει, “τι κάμνεις, Μαρούλλα μου;” άρκεψεν, τζαί ότι επήαν στες ελιές, τζαί έτσι, τζ’ αλλιώς, είσεν όρεξην για κουβένταν, “δώσ’ μου τον, κόρη, τζ’ η μάνα μας έννεν’ καλά”, έτοιμη ήμουν να της βάλω τες φωνές, ευτυχώς εκατάλαβέν το τζαί εφώναξέν του, έστειλα τον λαλώ σου τζαί εφέραν την στο νοσοκομείον, πάμεν τζαί εμείς τωρά, εννά ‘ρτεις; […]

Ελληνική λογοτεχνία

Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι

Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπιλής

8.90

Ακολουθάω τρέχοντας, μέχρι το παρεκκλήσι του γκαβού, ένα σμήνος από φυγόκεντρα μελίσσια. Και τα βλέπω έκθαμβος, με το που μπαίνω, να γλυκοπλέκουνε, μπροστά στο Άγιο Βήμα, μια δεύτερη, δική τους, θεόρατη κηρήθρα-τέμπλο. Όπου το κάθε κελί της κηρήθρας, αποτελεί κι από έναν ζυμωτό, εξαπτέρυγο μικρόκοσμο – ιστορίες αλλόκοτες, του Φέγγου, που δουλεύουνε με φοβικά. Αίφνης, μπαίνω στο νόημα: Ότι σαν με πλακώσει κι ο τελευταίος μπαξές, με αυτές θα ανοίξω δρόμο – άλλο δεν έχω. 

Ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988 και ζει στην Κατερίνη. Η συλλογή διηγημάτων «Ώπα-ώπα μπλάτιμοι» είναι το πρώτο του βιβλίο.

Μιχάλης Αλμπάτης

18.00

Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.

Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…

“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”.

Ελληνική λογοτεχνία

Λυκοχαβιά

Κώστας Μπαρμπάτσης

9.90

«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.

Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.

Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.

Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.

Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα, για ένα βλέμμα του Κωσταντή.

Βροντερά γέλαγε ο Λόλος. Και κάθε που τον άκουγαν οι καλιακούδες, παράταγαν τις καλαμποκιές και πέταγαν τρομαγμένες μακριά.

Έξι ιστορίες για την απώλεια. Την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής. Κυρίαρχο σκηνικό η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης.

Άνθρωποι εύθραυστοι που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει, βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη φυγή.

Ελληνική λογοτεχνία

Μάκινα

Ανδρέας Νικολακόπουλος

10.00

“Μάκινα” ονομάζεται ο διαλογέας της σταφίδας. Μια μεγάλη ξύλινη μηχανή, που στο επάνω μέρος της ρίχνονται οι σταφίδες και στο κάτω βγαίνουν διαχωρισμένοι οι καρποί από τα κλωνάρια. Σ’ αυτή τη χάρτινη Μάκινα ρίχνονται άνθρωποι και μοίρες ανακατεμένοι με μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αλλά και καθημερινές σκληρές ιστορίες και το αποτέλεσμα που βγαίνει στο κάτω μέρος της μηχανής είναι ζωές ρημαγμένες και ανθρώπινα ερείπια διαχωρισμένα από το αρχικό όνειρο, που έγινε εφιάλτης.

Δεκατρείς ιστορίες, που εκτυλίσσονται σε μια περίοδο εξήντα χρόνων. Όσο δηλαδή κράτησε η σταφιδική κρίση, που μάστισε τα χωριά της ορεινής Αιγιάλειας και τάραξε τη χώρα στις αρχές του περασμένου αιώνα παράλληλα με σημαντικά γεγονότα όπως το πρώτο μεγάλο Μεταναστευτικό Κύμα, η Μικρασιατική Εκστρατεία, ο Μεσοπόλεμος και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι.

Ελληνική λογοτεχνία

Αποδοχή κληρονομιάς

Ανδρέας Νικολακόπουλος

11.25

Ένα νυχτερινό ταξίδι δεκαέξι στάσεων με συνεπιβάτες έναν λευκοντυμένο ζωγράφο χωρίς πατρίδα, έναν στοιχειωμένο εχθρό της θάλασσας, έναν σύγχρονο αποθέτη, κάποιον άθεο ιερέα, τους καλλιεργητές μιας γης γεμάτης κροταλίες, ένα λευκό, παρασημοφορημένο άλογο, κάποιον σφουγγαρά που δεν βουτάει για σφουγγάρια, μια κόρη με καουμπόικες μπότες, ένα σκιάχτρο με κίτρινο ζωνάρι, έναν ασυνόδευτο αργαλειό, έναν άνθρωπο των σπηλαίων που τρώει μαρέγκες, ένα φίδι φωλιασμένο σε μια μαξιλαροθήκη, έναν επαναπατρισμένο χιονάνθρωπο, κάποιον θεό που τρέχει με ενενήντα δύο μίλια την ώρα, έναν αντάρτη πόλης με αϋπνίες και έναν κουτσό λυκάνθρωπο.

Ένα ταξίδι με δεκαέξι σταθμούς επιβίβασης, μα με έναν και μοναδικό σταθμό αποβίβασης. Τον τερματικό.

Ελληνική λογοτεχνία

Μόνο το αρνί

Βασιλική Πέτσα

14.00

Όπως της τα είπαν και όπως τα φαντάστηκε: διαπλέκοντας τοπικές ιστορίες, μαρτυρίες και οικογενειακές αφηγήσεις, αντλώντας από την ντοπιολαλιά και το εκφραστικό της ύφος, η συγγραφέας αναπλάθει τον κόσμο της θεσσαλικής επαρχίας σε χρόνο παρελθοντικό και ανασυστήνει πρόσωπα και εποχές. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940 και καταλήγοντας στις απαρχές της Μεταπολίτευσης, τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής επικεντρώνονται σε περιθωριακούς χαρακτήρες και ψηλαφούν διαχρονικά ρήξεις και συνέχειες, “αφουγκραζόμενα” τον απόηχό τους στην καθημερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας.

Ανθρώπινα δράματα και ιστορικά γεγονότα, διαπροσωπικές προστριβές και συλλογικές συγκρούσεις, που αλληλεπιδρούν και διαταράσσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της κοινότητας, της οικογένειας, του ατομικού ψυχισμού. Τέσσερα διηγήματα που εστιάζουν στη μικροκλίμακα, αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες, φωτίζουν το αφανές και ανασύρουν το λησμονημένο, σαν ισάριθμες φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, τσακισμένες στις γωνίες, που εντοπίζει κανείς σε παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Θωρακίζοντας με το φίλτρο της ειλικρίνειας και της τρυφερότητας τον λογοτεχνικό της φακό, αποκαθαίροντάς τον από τη νοσταλγία και τον φολκλορισμό, η συγγραφέας απαθανατίζει έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κι ας μην υπήρξε ποτέ πραγματικός.

Ελληνική λογοτεχνία

Χάθηκε βελόνι

Χρήστος-Αρμάντο Γκέζος

13.95

Ένας άντρας που περνάει τη ζωή του στιγματισμένος από τη μοίρα στην άκρη του λόφου. Μια μητέρα που αφιερώνεται στη γεμάτη αντιξοότητες πορεία της οικογένειάς της. Ένας γιος που ψάχνει τον μικρό του αδερφό στην άλλη μεριά του κόσμου. Ένα πολυστρωματικό μυθιστόρημα που ξεκινάει από την Αλβανία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, διατρέχει την Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης και καταλήγει στην καρδιά της αμερικανικής ηπείρου.

Το Δρεπένι: α, το Δρεπένι, τι όνομα κι αυτό! Αν θυμάται καλά, το είχε πάρει από έναν δευτερεύοντα ημίθεο της ελληνικής μυθολογίας, τον Δρέπανο, που υποτίθεται ότι είχε εξοριστεί από τον Δία για να ζήσει ολομόναχος κι αποκλεισμένος βαθιά μέσα στις αφιλόξενες κοιλότητες των βουνών της περιοχής. Γιατί αλήθεια πόσο άγονος και σκληρός ήταν ο τόπος που τον γέννησε, πόσο ασύμμετρα μοιρασμένη στον κόσμο η τρυφερότητα του χώματος.

Ελληνική λογοτεχνία

Γκιακ

Δημοσθένης Παπαμάρκος

10.71

«Γιατί καθαρός δεν είν’ κανένας, μοναχά ο άπραγος».

«Γκιακ» θα πει αίμα, δεσμός συγγένειας, φόνος για λόγους εκδίκησης, φυλή. Οι ήρωες στα διηγήματα του Παπαμάρκου, στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία, επιστρέφουν οριστικά αλλαγμένοι στον τόπο τους στη Λοκρίδα. Καθορισμένοι από ό,τι οφείλουν να κάνουν για την τιμή της κοινότητας, σύμφωνα με τον βαρύ νόμο του αίματος στο αυστηρό εθιμικό δίκαιο της κλειστής κοινωνίας τους, γίνονται θύτες και είναι ταυτοχρόνως θύματα. Αποσιωπημένα εγκλήματα και τραύματα, καταστροφή και αφανισμός, βιασμοί και δολοφονίες, στοιχειά και δαίμονες, ηθικές δοκιμασίες – ιστορίες ανομολόγητων πράξεων, στην προφορική γλώσσα του ρουμελιώτικου ιδιώματος, που εντέλει οδηγούν, έστω βίαια, τους ήρωες σε σύγκρουση με την κοινότητά τους και στην αναθεώρηση της ταυτότητάς τους.

«Αυτό πάει να πει να ’σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι».

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε το 1983 στη Μαλεσσίνα Λοκρίδος. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και comics. Η συλλογή διηγημάτων Γκιακ απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών – Ιδρύματος Πέτρου Χάρη και το Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού Αναγνώστης. Κυκλοφορεί στα ρωσικά από τις εκδόσεις O.G.I. Επίσης, έχει γράψει για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Στο πλαίσιο του Onassis Artistic Research Fellowship έγραψε το θεατρικό έργο Στον Κόρακα.

Ζαν Λακουτύρ

27.70

Λίγες συλλογικές περιπέτειες σημάδεψαν τόσο έντονα τον πολιτισμό μας όσο η περιπέτεια των Ιησουιτών, που σε διάστημα πέντε αιώνων ξεδίπλωσαν τη δράση τους σε όλο τον κόσμο.

εταρρυθμιστές που μπήκαν αμέσως στο στόχαστρο της Ιεράς Εξέτασης, θαρραλέοι κήρυκες του Ευαγγελίου στην Ιαπωνία, την Κίνα ή το Βιετνάμ, δημιουργοί της ουτοπίας της Παραγουάης, παγκόσμιοι πρεσβευτές του Βατικανού, εξομολόγοι ηγεμόνων, εχθροί των γιανσενιστών, παιδαγωγοί των “ελίτ”, οι Ιησουίτες ενσάρκωσαν, στο πέρασμα των αιώνων, έναν χριστιανισμό ικανό να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών, ανοιχτό στην επιστήμη και τολμηρά εμπλεκόμενο στην πολιτική διαμάχη για το καλύτερο και το χειρότερο.

Από την ίδρυση του Τάγματος από τον Ιγνάτιο Λογιόλα, το 1540, μέχρι την κατάργησή του το 1773 από τον πάπα Κλήμη ΙΔ’, ο Ζαν Λακουτύρ αναψηλαφεί αυτή την εκπληκτική ιστορία και παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές μιας αέναης σταυροφορίας “προς μείζονα δόξα του Θεού”.

Μενέλαος Χαραλαμπίδης

15.90

ο βιβλίο αυτό παρακολουθεί τις διαδρομές ανθρώπων από τα χρόνια του Μεσοπολέμου ώς το τέλος της Κατοχής στην Αθήνα. Η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στις παρυφές της πόλης, η οικονομική και κοινωνική τους περιθωριοποίηση, η πολιτική τους συμπεριφορά, τα διαφορετικά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά και οι αντιπαραθέσεις τους με τους γηγενείς κατοίκους της πρωτεύουσας, αποτελούν τα κύρια ζητήματα της πραγμάτευσης που επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα της μεσοπολεμικής Αθήνας. Μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα, η προσοχή στρέφεται στις συνέπειες της Κατοχής. Μέσα από μαρτυρίες καταγράφεται ο αντίκτυπος που είχε στην καθημερινότητα των Αθηναίων η κατάρρευση της οικονομίας, η τρομοκρατία των κατακτητών και ο κατοχικός λιμός. Παράλληλα εξετάζονται οι στρατηγικές που ανέπτυξαν οι κάτοικοι της πόλης στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και οι πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές διεργασίες που τους οδήγησαν στην απόφαση να ενταχθούν στην Αντίσταση.

Η μελέτη εστιάζει στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα στην Αθήνα και ιδιαίτερα στις προσφυγικές συνοικίες και εξηγεί γιατί οι πρόσφυγες της Καισαριανής και του Βύρωνα, με τη συνδρομή συναγωνιστών τους από το Παγκράτι, τη Γούβα και τον Υμηττό, μετέτρεψαν τις γειτονιές τους σε προπύργια του ΕΑΜ. Εξετάζει τους λόγους ένταξης στις εαμικές οργανώσεις και τις πρακτικές στρατολόγησης και κινητοποίησης των μαζών που χρησιμοποίησε το ΕΑΜ. Δείχνει πώς μέσα από τις μάχες στους δρόμους ή τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις και στα συνεργεία αναγραφής συνθημάτων, η αντιστασιακή εμπειρία συγκροτεί μια νέα πολιτική ταυτότητα και ένα νέο συλλογικό υποκείμενο.

Στη βάση αυτή, η έρευνα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη παρακολουθεί τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων (φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες) και τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνέβαλε στη μετατροπή του αγώνα για την επιβίωση σε αντιστασιακό αγώνα. Αναδεικνύει τις οργανωτικές πρακτικές του εαμικού αντιστασιακού κινήματος, την προσαρμογή τους στις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες και τους διαφορετικούς τρόπους εκδήλωσης της αντιστασιακής δράσης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημόσιες υπηρεσίες και συνοικίες. Τονίζει τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα συγγενικά ή φιλικά δίκτυα που ενεργοποιήθηκαν στις γειτονιές, η χωροταξία της πόλης, τα δίκτυα πληροφοριών και ο παράνομος Τύπος στην ανάπτυξη της Αντίστασης. Επισημαίνει την τεράστια βαρύτητα που είχε η αντιστασιακή δράση, ως πράξη, στην ενεργοποίηση της νεολαίας και τους τρόπους μέσα από τους οποίους οι νέοι αναδείχτηκαν σε πρωταγωνιστές του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Το βιβλίο παρακολουθεί τη διαδικασία επέκτασης της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ στην Αθήνα, τις μεγάλες πολιτικές του νίκες με τις μαζικές διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης και την προσπάθειά του να εδραιώσει την εξουσία του στις συνοικίες υποκαθιστώντας τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης με τις εαμικές Λαϊκές Επιτροπές. Διερευνά τους λόγους κλιμάκωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΕΑΜ, τις γερμανικές αρχές κατοχής και τις διορισμένες από αυτές κυβερνήσεις, τις συγκρούσεις στο εσωτερικό των αντιστασιακών οργανώσεων και τη στάση που τήρησαν τα Σώματα Ασφαλείας. Εξετάζει το ρόλο που διαδραμάτισε η βία στο μετασχηματισμό της πολιτικής σε ένοπλη σύγκρουση και τις πρακτικές που χρησιμοποίησε κάθε πλευρά για να επιτύχει τους στόχους της: τα μπλόκα των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις της Ειδικής Ασφάλειας, οι έφοδοι της οργάνωσης «Χ», οι καταδόσεις των μυστικών πρακτόρων των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας, οι μάχες του ΕΛΑΣ και οι δολοφονίες της ΟΠΛΑ, συνέθεταν την πολυμορφία της βίας που δίχασε την αθηναϊκή κοινωνία.

 

 

Γιώργος Α. Καζαμίας

11.70

Γιατί συμμετείχε η Ελλάδα στον Πόλεμο της Κορέας το 1950-1953; Πώς ήταν η εμπειρία του πολέμου με αντίπαλο έναν “πολιτισμικά άλλο”, σε μια περιοχή όπου η Ελλάδα δεν είχε κάποια πληθυσμιακή παρουσία ή διεκδίκηση; Πώς μάθαιναν τα νέα του πολέμου οι Έλληνες; Ποιο ήταν το ανθρώπινο κόστος του πολέμου της Κορέας για την Ελλάδα; Γιατί σήμερα ελάχιστοι θυμούνται την ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο; Και τι έμεινε από τη συμμετοχή των περίπου 5.000 ελλήνων στρατιωτικών στις επιχειρήσεις στο πλευρό της Νότιας Κορέας; Ποια ίχνη άφησε τελικά ο πόλεμος αυτός στη συλλογική μνήμη της χώρας;

Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο αυτό. Βασισμένο σε γενικές ιστορίες του Πολέμου της Κορέας, σε ελληνικές και ξένες ειδικές μελέτες, αλλά και σε απομνημονεύματα και μαρτυρίες Ελλήνων που συμμετείχαν, το βιβλίο ανασυστήνει τον Πόλεμο της Κορέας και την καθημερινή ζωή των Ελλήνων στρατιωτών στην πρώτη γραμμή αφηγούμενο τις μνήμες, 70 χρόνια μετά την ανακωχή του Ιουλίου 1953.