Βλέπετε 193–204 από 675 αποτελέσματα

Κώστας Σαββόπουλος

8.58

Νομίζω πως είναι αρκετά σημαντικό για ένα τόσο πετυχημένο και μαζικό πολιτισμικό φαινόμενο, όπως είναι η ραπ, να υπάρχει μια βιβλιογραφία γύρω από αυτό. Να υπάρχουν γραπτά, άρθρα, κείμενα, βιβλία, φανζίν που να προσπαθούν να αναλύσουν, να δώσουν πιο βαθιές ματιές, να δώσουν οπτικές και προοπτικές, να συνδέσουν με κοινωνικά ζητήματα, να εξετάσουν, να συζητήσουν, να προτείνουν.

Γιατί θεωρώ πως η ραπ ήταν και παραμένει το πιο εύκολα προσβάσιμο και ανοιχτό είδος μουσικής προς το κοινό. Οι στίχοι, η μουσική, οι δημιουργοί, μέσω της δουλειάς τους και της μορφής τους, στήνουν διαύλους επικοινωνίας με το κοινό. Ανταλλάσσουν βιώματα, απόψεις, συμφωνούν, διαφωνούν και εντέλει παράγουν μια τέχνη ζωντανή, δυναμική, που δεν σταματά να εξελίσσεται. Με τα καλά και τα κακά της. Όπως όλα τα πράγματα άλλωστε.

Οπότε, αυτό που έχουμε εδώ δεν είναι μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί μια κατάσταση που υπάρχει στη ραπ, συγκεκριμένα ο σεξισμός. Δεν θα γράψω πως δεν είναι έτσι. Υπάρχει αυτό, φυσικά. Ούτε θα καταδικάσω, βέβαια, γιατί δεν νομίζω πως είναι κάτι τόσο απλό, που θα λυθεί με μια ρητή καταδίκη ή με μια εναντίωση. Θα παραθέσω την οπτική μου.

Χρύσα Μαλτέζου

18.00

Το 1204, πολεμιστές από τη δυτική Ευρώπη με σύμβολο τους τον σταυρό ­κατέλαβαν την πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατέλυσαν τη βυζαντινή έννομη τάξη και λεηλάτησαν με μανία την πλουσιότερη πολιτεία του μεσαιωνικού μεσογειακού κόσμου. Οι οδυνηρές για τις τύχες του ελληνικού κόσμου συνέπειες της τέταρτης σταυροφορίας είναι γνωστές. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι σταυροφόροι, Φράγκοι και Βενετοί, μοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη της Ρωμανίας, εγκαθιδρύοντας στον ελληνικό χώρο την ξένη κυριαρχία. Η διείσδυση και επικράτηση της Δύσης στην Ανατολή αποτελεί ένα από τα πιο σπουδαία κεφάλαια της ιστορίας της Ευρώπης.

Θεωρούμενη μέσα από το πρίσμα της καθολικότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, η εποχή που συνηθίζουμε να καλούμε «λατινοκρατία» και, ειδικότερα, «βενετοκρατία» αποδεικνύεται μείζων περίοδος της ελληνικής ιστορίας. Και τούτο, γιατι το ελληνικό στοιχείο παρουσιάζει στο διάστημα αυτό αφενός προσαρμοστικότητα στις θεσμικὲς αλλαγές, με αποτέλεσμα την οικονομική εξίσωση του με τους ξένους, και αφετέρου πολιτισμική αντοχή και ευρωστία που του επιτρέπει γόνιμη επικοινωνία με τους Δυτικοευρωπαίους, οδηγώντας το εν τέλει στην παραγωγή νέας πολιτισμικής έκφρασης.

Το ιστορικό υλικό που συγκεντρώνεται στο παρόν πόνημα αποσκοπεί να λειτουργήσει ως πρόκληση για την προώθηση της έρευνας των ζητημάτων τα οποία αφορούν την περίοδο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο. Το έργο ­φιλοδοξεί να προσφέρει με εύληπτο τρόπο τόσο στον ειδικό όσο και στο ευρύ­τερο μορφωμένο κοινό μία σύνθεση των ήδη εγνωσμένων. Πρόκειται για εγχειρίδιο με αποδέκτη τον νέο σπουδαστή, αλλά και τον εξοικειωμένο ερευνητή και γενικότερα τον κάθε ενδιαφερόμενο να προσεγγίσει το ιστορικό αυτό παρελθόν.

Όιγκεν Ρούγκε

16.92

Ένα πολυβραβευμένο μυθιστόρημα που διασχίζει τις αβύσσους του εικοστού αιώνα, μας ταξιδεύει στο Μεξικό, τη Σιβηρία και τη νεοσύστατη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Ένα εκπληκτικό πανόραμα της σύγχρονης Ιστορίας αναπτύσσεται μπροστά στον αναγνώστη μέσα από την ιστορία μίας οικογένειας, δοσμένη με ανθρωπιά, ακρίβεια και χιούμορ.

Η πολυτάραχη ιστορία μιας οικογένειας από την Ανατολική Γερμανία που εκτείνεται από τα χρόνια της εξορίας των μελών της τη δεκαετία του 1940 έως την περίοδο της Πτώσης του Τείχους το 1989 και την πιο σύγχρονη εποχή. Στο επίκεντρο βρίσκονται τρεις γενιές: οι παππούδες, αμετανόητοι κομμουνιστές, επιστρέφουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας από την εξορία τους στο Μεξικό για να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση του νέου κράτους. Ο γιος τους, που μετανάστευσε στη Μόσχα σε νεαρή ηλικία και εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, επιστρέφει και εκείνος με τη Ρωσίδα γυναίκα του σε μια μικροαστική κοινωνία που πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει.

Ωστόσο ο εγγονός νιώθει να ασφυκτιά ολοένα και περισσότερο στην πατρίδα που επέλεξαν οι παππούδες και οι γονείς του – και τότε, την ημέρα των ενενηκοστών γενεθλίων του παππού του, αποφασίζει να φύγει προς τη Δύση. Η λάμψη της πολιτικής ουτοπίας μοιάζει να σβήνει από γενιά σε γενιά… τις μέρες που λιγόστευε το φως.

Αλέξανδρος Κιτροέφ

18.00

Από τον πρώιμο 19ο αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του I960, οι Έλληνες αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη, την οικονομικά ισχυρότερη και την κοινωνικά και γεωγραφικά πιο ποικίλη από όλες τις ευρωπαϊκές παροικίες της Αίγυπτου. Αν και επωφελήθηκαν από τα προνόμια που δόθηκαν στους αλλοδαπούς και τον έλεγχο που άσκησε η Μ. Βρετανία, ισχυρίστηκαν παρ’ όλα αυτά ότι απολάμβαναν μια ιδιαίτερη σχέση με την Αίγυπτο και τους Αιγύπτιους και θεώρησαν ότι συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της χώρας.

Οι Έλληνες και η διαμόρφωση της νεότερης Αιγύπτου είναι η πρώτη περιεκτική ιστορική αφήγηση της σύγχρονης ελληνικής παρουσίας στην Αίγυπτο από τις απαρχές της την περίοδο της κυριαρχίας του Μοχάμεντ Άλι μέχρι τις έσχατες ημέρες της επί Νάσσερ. Προσεγγίζει κριτικά την πραγματικότητα και τους μύθους που περιβάλλουν την πολύπλοκη και πανταχού παρούσα ελληνική παροικία στην Αίγυπτο, εξετάζοντας το νομικό καθεστώς των Ελλήνων, τις σχέσεις τους με τους ηγέτες της χώρας, την αλληλεπίδρασή τους τόσο με τα ηγετικά στρώματα όσο και με τους απλούς Αιγύπτιους, τις οικονομικές δραστηριότητές τους, τις επαφές τους με τις άλλες παροικίες, τους δεσμούς τους με την ελληνική πατρίδα, και τον παροικιακό βίο, ο οποίος διακρινόταν για την πλούσια και περίφημη λογοτεχνική παραγωγή και τις ευρύτερες πολιτιστικές δραστηριότητές του.

Ο Αλέξανδρος Κιτροέφ υποστηρίζει ότι, μολονότι η αυτοεικόνα των Ελλήνων ως ανθρώπων που συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της Αιγύπτου είναι υπερβολική, υπήρξαν τρόποι με τους οποίους λειτούργησαν ως φορείς εκσυγχρονισμού, αν και από μια προνομιούχο και προστατευόμενη θέση. Ενώ δεν έλαβαν ποτέ την αναγνώριση την οποία επιθυμούσαν, οι Έλληνες ανέπτυξαν μια έντονη και γεμάτη νοσταλγία σχέση αγάπης με την Αίγυπτο αφότου οι περισσότεροι εξ αυτών υποχρεώθηκαν να την εγκαταλείψουν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, για να επανεγκατασταθούν στην Ελλάδα ή σε ακόμα πιο μακρινούς προορισμούς.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Ο πραγματικός Χόκινγκ

Τσαρλς Σέιφ

17.91

Ποιος ήταν ο πραγματικός Χόκινγκ;

Αν και γνωρίζουμε αρκετά για τον επιστήμονα, πόσα ξέρουμε για τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο;

Στην ανατρεπτική αυτή βιογραφία ο Charles Seife αποκαλύπτει την προσωπικότητα και το έργο του Στίβεν Χόκινγκ, εστιάζοντας με κριτικό τρόπο στις πολλές όψεις του βίου του: ο Χόκινγκ ως φυσικός, ως σελέμπριτι, ως σόουμαν, ως σύζυγος και πατέρας, ο Χόκινγκ ως άνθρωπος.

Καταφεύγοντας, μεταξύ άλλων, σε συζητήσεις με πρόσωπα του στενού κύκλου του και αξιοποιώντας το τέχνασμα της αντίστροφης χρονολογικής σειράς -ξεκινά από το τέλος για να καταλήξει στα παιδικά χρόνια-, ο Seife προβάλλει τον ιδιοφυή επιστήμονα αλλά και τον δεξιοτέχνη της αυτοπροβολής, τον άνθρωπο που έχτισε τον μύθο του ξετυλίγοντας τα βαθύτερα μυστήρια του σύμπαντος.

Αν αντιστρέψετε τη ροή του χρόνου, αυτό που αναδύεται είναι ένας άνθρωπος ιδιότροπος, αλαζονικός, άκαρδος, όμως και ζεστός, πνευματώδης και ευφυής. Περίπλοκος. Συναρπαστικός. Μοναδικός.

Ποίηση

Γενικό άσμα

Πάμπλο Νερούδα

36.00

Πενήντα σχεδόν χρόνια από την πρώτη του έκδοση το Canto General επανακυκλοφορεί στην αξεπέραστη μετάφραση της Δανάης Στρατηγοπούλου.

«Μια τρομερή κραυγή ελευθερίας και χειραφέτησης» (Le Monde) από τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ού αιώνα» (Gabriel Garcia Márquez) το Γενικό Άσμα χάρισε στον Νερούδα το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1971.

Ο ποιητής άρχισε να το γράφει το 1948, κυνηγημένος από το καθεστώς της Χιλής και συνόψισε σε αυτό την ιστορία της χώρας του και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, καθώς και τους πόθους του λαού του σε δύσκολους καιρούς. Το είχε ολοκληρώσει όταν, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, γνώρισε τη Δανάη Στρατηγοπούλου, τραγουδίστρια, μουσικό, και καθηγήτρια ελληνικής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, έγιναν φίλοι και της εμπιστεύτηκε τη μετάφραση του στα ελληνικά, μια μετάφραση που τιμήθηκε με βραβείο στη Λειψία.

Λέα Ούπι

16.92

Η Λέα μεγαλώνει στην Αλβανία στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μια χώρα όπου η κρατική ιδεολογία έχει επισήμως αντικαταστήσει τη θρησκεία. Εκείνα τα χρόνια ήταν ακόμη σχεδόν αδύνατον είτε να πας είτε να φύγεις από την Αλβανία. Ήταν ένα μέρος με ατελείωτες ουρές και ελλείψεις στα μαγαζιά, με πολιτικές εκτελέσεις και παντοδύναμη μυστική αστυνομία. Για τη Λέα, ήταν το σπίτι της και η ασφάλειά της. Οι άνθρωποι ήταν ίσοι, οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και τα παιδιά μεγαλώνοντας θα οικοδομούσαν έναν καλύτερο κόσμο. Υπήρχε κοινός σκοπός και ελπίδα. Και τότε, τον Δεκέμβριο του 1990, έναν χρόνο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όλα άλλαξαν, εν μιά νυκτί σχεδόν. Τα αγάλματα του Στάλιν και του Χότζα γκρεμίστηκαν. Μπορούσες να ψηφίζεις ελεύθερα, να φοράς ό,τι θέλεις, δεν φοβόσουν πια μήπως σε ακούσει κάποιο αδιάκριτο αυτί. Όμως εργοστάσια έκλειναν, δουλειές χάνονταν και ολόκληρες οικογένειες έφευγαν, κατά χιλιάδες, για την Ιταλία και την Ελλάδα, επιθετικά συστήματα πυραμίδας κυριάρχησαν, δίπλα στο οργανωμένο έγκλημα και τη σωματεμπορία. Ο πατέρας της αναγκάστηκε, παρά τις αριστερές του πεποιθήσεις, να κάνει απολύσεις, η μητέρα της εξελίχθηκε σε συντηρητική πολιτικό στο πρότυπο της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Η Ούπι συνδυάζει το προσωπικό και το πολιτικό, τη λογοτεχνία με την πολιτική θεωρία, σ’ ένα σπουδαίο βιβλίο. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που μεγάλωσε κυριολεκτικά ανάμεσα σε δύο κόσμους, είναι το βιβλίο ενός ανθρώπου που βρέθηκε απέναντι στο Τέλος της Ιστορίας, και που αναρωτιέται σήμερα για το νόημα της λέξης.

Ξένη λογοτεχνία

Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα

Λούσυ Άντλινγκτον

11.97

Σε κάποια άλλη ζωή μπορεί να ήμασταν φίλες.

Μα βρισκόμασταν στο Μπέρτσγουντ…

Μου άρεσε να ράβω όμορφα μεταξωτά φορέματα με δαντέλες. Όταν η γιαγιά μου άνοιγε το καπάκι της ραπτομηχανής και έβλεπα στη σειρά τα μασούρια με τις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες, γκρίζες, λευκές και ροζ κλωστές ονειρευόμουν πως μεγαλώνοντας θα είχα το δικό μου εργαστήριο. Τότε πιστεύαμε πως ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού· ήρθε όμως στην πόλη μας και μας άρπαξε. Στοίβαξε χιλιάδες ανθρώπους σε τούτο το μέρος και, μαζί με μένα, τη Ρόουζ, τη Μάρτα και την Κάρλα.

Πάνω από τους φράχτες με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, ο ήλιος δεν ξεχώριζε στο γκρίζο. Στοιχιζόμασταν σε σειρές των πέντε, όλες με ριγέ στολή, και μετά τρέχαμε στο ατελιέ ραπτικής του στρατοπέδου. Εκεί, ανάμεσα στα πανάκριβα υφάσματα και στις απαιτητικές κυρίες των αξιωματικών, μέρα με τη μέρα ψαλιδίζονταν οι ελπίδες μας.

Εκείνο το πρωινό είχα δέσει κρυφά την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα γύρω από τον λαιμό μου. Και για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκα στο Μπέρτσγουντ ένιωσα πραγματικός άνθρωπος.

Έλλα, 1944

Άννα-Μαρία Δρουμπούκη

14.40

Μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα ήρθαν αντιμέτωπες με τεράστιες δυσκολίες. Δεν ήταν μόνο το τραύμα που άφησε η Καταστροφή και οι αμέτρητες ανθρώπινες απώλειες τις οποίες έπρεπε να διαχειριστούν όσοι επέζησαν και οι οικογένειές τους. Υπήρχε ανάγκη για τη δημιουργία νέων υποδομών για όσους επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ήταν επιτακτική η εύρεση σπιτιών και χώρων κοινοτικής και θρησκευτικής δράσης. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, συνέδραμαν –όχι χωρίς προβλήματα- διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί, όπως ο Jewish Material Claims Against Germany και η Joint Distribution Committee.

Ωστόσο, αυτή η «μηχανική της βοήθειας» συνδέεται πιο πολύ με τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η άγονη αλληλεπίδραση με τη γερμανική γραφειοκρατία δημιούργησε έναν πάγιο κύκλο δίκαιων αιτημάτων που αν δεν ικανοποιούνταν θα προκαλούσαν βαριά πλήγματα στις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας. Ο πατερναλιστικός τρόπος διαχείρισης των αιτημάτων και η πολύπλοκη, απρόσωπη γραφειοκρατία συνάντησαν την αντίδραση των κοινοτήτων, οι οποίες δεν αντιλαμβάνονταν αυτή την οικονομική βοήθεια ως «ελεημοσύνη» αλλά ως στοιχειώδη και απαραίτητη ανθρωπιστική βοήθεια, όπως γινόταν, και με μεγαλύτερα ποσά, σε άλλα κράτη της Ευρώπης.

Στο βιβλίο αυτό παρατίθεται η ιστορία της ανασυγκρότησης των Ελλήνων Εβραίων και το πολυετές μπρα-ντε-φερ με τους Γερμανούς γραφειοκράτες για να υποστηριχθεί το βασικό επιχείρημα ότι η ζωή απ’ την αρχή, το χτίσιμο των κοινοτήτων σε νέες βάσεις μετά την οριακή εμπειρία της Καταστροφής, η ανάκτηση των ελπίδων και της αισιοδοξίας, όλα αυτά προϋπέθεταν μια διαρκή αγωνία και έναν αγώνα που δεν είχε πάντοτε αυτονόητα αποτελέσματα.

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Κραυγή για το αύριο

Μπέρρυ Ναχμίας

13.52

Η μαρτυρία της Μπέρρυς Ναχμίας για τη σύλληψη, την εκτόπιση και τον εγκλεισμό της στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου υπήρξε μία από τις πρώτες μαρτυρίες επιζώντων που εκδόθηκαν στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη από τις ελάχιστες μαρτυρίες γυναικών που επέστρεψαν στην Ελλάδα και είχαν το σθένος να καταγράψουν την ακραία φρίκη που βίωσαν στο στρατόπεδο στο οποίο εξοντώθηκαν σχεδόν ένα εκατομμύριο Εβραίοι απ’ όλη την Ευρώπη.

Μετά από μια εισαγωγή για τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στην Καστοριά, η συγγραφέας αφηγείται την εκτόπιση και τον δεκάμηνο εγκλεισμό της στο στρατόπεδο του Μπιρκενάου, όπου χάθηκαν όλοι οι δικοί της, τις πορείες θανάτου και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα όπου υπήρξε κρατούμενη, τέλος την οδύσσεια της επιστροφής της στην Ελλάδα, μέσα από μια ρημαγμένη Ευρώπη, το καλοκαίρι του ’45. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία μιας άπραγης κοπέλας από μια μικρή επαρχιακή πόλη, που βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιο απάνθρωπη συνθήκη, την εμπειρία του Άουσβιτς, και τα ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης που ανέσυρε από μέσα της για να επιβιώσει.

Τη νέα, αναθεωρημένη έκδοση επιμελήθηκε η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, που υπογράφει και το εκτενές επίμετρο στο οποίο αναδεικνύεται η προσωπικότητα και η δράση της Μπέρρυς Ναχμίας και η ξεχωριστή προσφορά της στην υπόθεση της μνήμης του Ολοκαυτώματος την περίοδο ακριβώς που αυτή αναδύεται και συγκροτείται στην Ελλάδα.

Ελληνική λογοτεχνία

Η ομορφάσχημη

Νίκος Καχτίτσης

10.50

Στην Ομορφάσχημη (1960) η ηρωίδα, μια νεαρή Εβραία αυστριακής καταγωγής ονόματι Γερτρούδη Στερν, μοιράζεται ως έναν βαθμό την τύχη των ομοφύλων της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά κάθε φορά νέους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση λίγων ημερών. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, θα αναπαραγάγει πιστά την πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή της επιχειρώντας με τη σειρά του να μοιραστεί με κάποιον φίλο του την ιστορία που άκουσε από την ίδια.

Βυθισμένη σ’ έναν κόσμο καχυποψίας και παραμορφωτικών διαθλάσεων της πραγματικότητας, η Γερτρούδη προσπαθεί να ανακαλέσει το τραυματικό παρελθόν της και να μιλήσει για το βίωμα του διωγμού των Εβραίων. Ωστόσο, η αφήγησή της αποκλίνει εμφανώς από κάθε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αληθοφάνεια των γεγονότων όσο για την τραυματική επίπτωσή τους στη ζωή της ηρωίδας του.

Κινούμενος στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ένα ολόκληρο σύστημα ρητορικών και λογοτεχνικών τεχνασμάτων, ο Καχτίτσης αναδεικνύει τη μαρτυρία ως κειμενική κατασκευή, ως πρακτική λόγου που ανακινεί μια σειρά από υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα, τη γλώσσα, την επιβίωση.

Γιτσχάκ Κάτσνελσον

12.15

Το «Άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού» είναι το σημαντικότερο επικό ποίημα που γράφτηκε στην περίοδο της θανάτωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Η σύνθεσή του ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1943. Χειρόγραφες μεταγραφές του διασώθηκαν μυθιστορηματικά, σε μπουκάλια θαμμένα στο πάρκο της πόλης Βιττέλ ή στο χερούλι μιας βαλίτσας. Λίγους μήνες αργότερα, στο Άουσβιτς, ο ποιητής, μαζί με τον μεγάλο του γιο Τσβι, θα ακολουθήσουν την τραγική μοίρα του λαού τους στα χρόνια του ναζισμού. Είχε προηγηθεί ο χαμός της συζύγου του Χάνα και των δύο μικρότερων γιών του, Μπένσιον και Γιόμελε.

Η ανείπωτη τραγωδία, οικογενειακή και συλλογική ταυτόχρονα, ερημώνει εσωτερικά τον ποιητή. Έχοντας πλήρη επίγνωση, προσπαθεί να αρθρώσει λόγο για όσα βιώνει και συγχρόνως νιώθει την υποχρέωση να σιωπήσει. Ο Κατσνέλσον εξεγείρεται. Πώς μπορεί ο Θεός να συνυπάρχει με την Τρεμπλίνκα; Όμως και μια ζωή δίχως Θεό μοιάζει αβίωτη. Το ρίγος που διαπερνά τον αναγνώστη του άσματος ενεργοποιείται όχι από την αισθητική, αλλά από την άμεση επαφή του με τη φρίκη.