“Καμιά φορά νιώθω φυλακισμένος μέσα μου. Το σώμα μου ένα κελί. Κοιτάω έξω από τα ανοίγματα των ματιών μου, όπως κοιτούν οι έγκλειστοι από τα καγκελόφραχτα παράθυρα για να δουν τον ουρανό. Κι από ‘κει μέσα βλέπω τα πόδια μου, τα χέρια μου, το σώμα μου. Όπως οι άλλοι βλέπουν τις άλλες πτέρυγες της φυλακής, το προαύλιο, το χώρο του επισκεπτηρίου, το νοσοκομείο, το κτήριο των διοικητικών υπηρεσιών, τον φράχτη…
Ανοίξτε μου να φύγω, ρε! Να σπάσω το τσόφλι, το περίβλημα, να βγω από μέσα, σαν τη χρυσαλλίδα που σκίζει το ξεραμένο σώμα της κάμπιας και ξαναγεννιέται, διαφορετική μεν, το ίδιο έντομο δε.
Είμαι μέσα μου – εγώ ο έγκλειστος, εγώ κι η φυλακή μου”.
Ένας αϋπνιακός λούζερ, βωμολόχος, μισογύνης και μισάνθρωπος, αφηγείται παραληρηματικές ιστορίες στον εαυτό του για να βγάλει τη νύχτα. Είναι ένα προϊόν της Κρίσης, είναι ακόμα μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα, που περιμένει ένα ελάχιστο κάτι για να εκραγεί. Όμως, σαν γνήσιο τέκνο της βλάσφημης Γενιάς της Μεταπολίτευσης, ο Ηλίας Πανταζής ξέρει και να σαρκάζει: τους άλλους, αλλά κυρίως τον εαυτό του. Κι αυτή η χλεύη, αυτή η βγαλμένη γλώσσα προς τα όσια και τα ιερά, προς τα σοβαρά και τα θέσφατα, είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας, που πάνω της γαντζώνεται η ανθρωπιά του