Η ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ τοποθετείται στην καρδιά του δράματος της ζωής του Τολστόι, στην πιο κρίσιμη στιγμή της πολυετούς εσωτερικής διαμάχης του (κατά τη γνώμη μας από τότε που έπιασε την πένα), μιας διαμάχης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον ηθικολόγο, τον ποιητή και τον προφήτη, τον άνθρωπο της γης -άξιο να γεύεται όλες τις χαρές της ζωής με τη μεγαλύτερη ένταση- και τον ασκητή που τείνει προς μια ολοένα και πιο ολοκληρωτική λιτότητα, έως την ύστατη φυγή και το θάνατο στον μικρό σταθμό του Αστάποβο. Οι δύο αυτές αντίθετες δυνάμεις συνυπάρχουν μέσα του και κυριαρχούν με τη σειρά τους, παίρνοντας η μία τη σκυτάλη από την άλλη: Εκείνος άλλοτε δίνεται στη μία, άλλοτε στην άλλη, και δεν βρίσκει ισορροπία παρά μονάχα στη σωματική άσκηση: κυνήγι, εργασίες στα χωράφια, τα οποία, εξουθενώνοντάς τον, κάνουν να πάψουν προς στιγμήν αυτές οι δύο αγωνιώδεις φωνές. Έτσι, όταν γράφει την Άννα Καρένινα, είναι βαθιά διχασμένος: από τη μια εύχεται να τελειώσει το συντομότερο το έργο ώστε να βρει χρόνο για τα επιτακτικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν, ιδίως το θρησκευτικό ερώτημα: Ποιός είναι ο Θεός; Μπορεί άραγε να πιστεύει ακόμη σ’ Εκείνον; Από την άλλη όμως, ο καλλιτέχνης ωθείται από μια σχεδόν ακατανόητη δύναμη να τελειοποιήσει το έργο, να το κάνει όσο πιο άψογο γίνεται. Τα συναισθήματα που τρέφει για τη δουλειά του είναι αντιφατικά: Άλλοτε την αγαπά, άλλοτε την απεχθάνεται. Η πλέον θεαματική κρίση ξεσπά τη στιγμή περίπου όπου έχει φτάσει στη μέση του μυθιστορήματος. Συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, που φαινομενικά δεν του λείπει απολύτως τίποτε, αμφιταλαντεύεται για το έργο και τη ζωή του, καταλαμβάνεται από ένα είδος ιλίγγου μπροστά στο αιώνιο ερώτημα “προς τί;” και σκέφτεται την αυτοκτονία. […]
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Φάνης Παπαδημητρίου
Τον Ιούλιο του 2008 ο δεκαεννιάχρονος Φάνης, με μόνο εμπόδιο στις προοπτικές της επαγγελματικής ποδοσφαιρικής του καριέρας τους νεανικούς παραβατικούς πειραματισμούς του, εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα μιας μηχανής στην Πάρο, όπου έκανε διακοπές με την παρέα του, σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν πλέον αυτονόητο.
Τι κάνεις όταν από εκεί που έπαιζες μπουνιές στα Εξάρχεια και έψαχνες ναρκωτικά στην Πλατεία Βάθη, πρέπει να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς σανίδα για να μεταφερθείς στο κρεβάτι σου; Ποια είναι η λύση όταν το πατρικό σου έχει σκαλιά; Πώς μπορείς να τα καταφέρεις να ζήσεις αυτόνομα όταν είσαι ανειδίκευτος, άνεργος και εθισμένος στον τζόγο; Και τι γίνεται με τις σχέσεις με το άλλο φύλο;
Όπως και το αμαξίδιο, ο λόγος είναι άλλο ένα όχημα που ο Φάνης μαθαίνει να χρησιμοποιεί για να προχωρήσει σε αυτήν τη συγκινητική αυτοβιογραφία, που το ψυχικό σθένος μένει άσβεστο όταν βρέχει τουλούμια από παντού και το ζητούμενο είναι να κρατάς πάντα Ψηλά το Κεφάλι.
Μάλκολμ Λόουρι
O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του.
Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά