“…αφορισμένοι περιθώριοι, εξοστρακισμένοι καν διαφορετικοί, αποκαμωμένοι από κτηνώδεις κι ανούσιες δουλειές, απ’ τα ξενύχτια, τις απόπειρες αυτοκτονίας… τα μούτρα τους σκαμμένα βαθιά από πρόωρα γεράματα, τα πρόσωπα κιτρινισμένα από χολή και οινοποσίες, στα μάτια τους μια ρέμβη που μοιάζει με άνοια γεροντική, ανίκανοι να συμμαζέψουν τα διαλυμένα απ’ τα χάπια και τ’ αλκοόλ μυαλά τους… αιωρούμενοι σε μιαν άβυσσο που την έχουνε έντεχνα επιλέξει… σιωπηλοί, χαμένοι, μοναχικοί άνθρωποι που σέρνουν τα βήματά τους αφήνοντας πίσω αιματοκηλίδες, τις υπερόριες γραφές από τις ανοιγμένες φλέβες τους, καταλήγουνε στα άσυλα και στα τρελάδικα… οι Ζωές, οι Έρωτες, ιστορίες που μοιάζουνε πιότερο με παραμιλητό παρά με ιστορίες συγγραφέων…”
Ανθολόγιο των κακών Αμερικάνων
€11.00
Σελίδες: 116
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ξένη λογοτεχνία
Γιόζεφ Ροτ
Ο Γιόζεφ Ροτ φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό. Τοποθετημένη στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, η αφήγηση γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές, του Ναπολέοντα και της αφοσιωμένης πλύστρας του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, που του ’χει δώσει οριστικά την καρδιά της.
Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους. Παρόντα εδώ τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ροτ, η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που συνδυάζονται με τη λεπτή και ταυτόχρονα ωμή κατάδυση στην κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή.
Το πιο επιτυχημένο τέχνασμα του συγγραφέα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα με εκείνη της άσημης Πιέτρι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που «όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα». Στο τέλος θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση. Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από ένα δοκίμιο του Κλαούντιο Μάγκρις για τον συγγραφέα.
Γενικά
Μίλαν Κούντερα
Να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό, αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”. Όποιος γνωρίζει τα προηγούμενα βιβλία του Κούντερα ξέρει ότι δεν είναι διόλου απροσδόκητη η συνήθειά του να ενσωματώνει σ’ ένα μυθιστόρημα ένα “ασόβαρο” κομμάτι. Σε αρκετά κεφάλαια της “Αθανασίας” ο Γκαίτε με τον Χέμινγουέι περπατούν μαζί, φλυαρούν και διασκεδάζουν. Και στη “Βραδύτητα” η Βέρα, η γυναίκα του συγγραφέα, λέει στον άντρα της: “Συχνά μου έλεγες πως θες να γράψεις κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή… σε προειδοποιώ: φυλάξου: καραδοκούν οι εχθροί σου”. Όμως ο Κούντερα, αντί να φυλαχτεί, πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του, σ’ αυτό το μυθιστόρημα που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του. Παράξενη σύνοψη. Παράξενος επίλογος. Παράξενο γέλιο, που το εμπνέει η εποχή μας, που είναι κωμική επειδή έχασε κάθε αίσθηση του χιούμορ. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς; Τίποτα. Διαβάστε!
Κοινωνιολογία
Συλλογικό
Μαζί με τη σχέση των δύο φύλων και των διαφορετικών γενεών, αυτή του αφέντη-υπηρέτη συνιστά ίσως την πιο πλούσια σημασιολογικά, θέτοντας ζητήματα εξουσίας, αυτοπροσδιορισμού, ιδεολογικής ταυτότητας, κοινωνικών και εργασιακών διεκδικήσεων και οικονομικών, ταξικών και φυλετικών ιεραρχήσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων.
Η παρούσα έκδοση φωτίζει με σφαιρικό τρόπο, για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία, τις ιστορικές διαδρομές και τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις που σχετίζονται με το υπηρετικό προσωπικό στον ελληνόφωνο χώρο σε ένα διάστημα δύο αιώνων (19ος αιώνας έως σήμερα), μέσα από δεκαεννέα κείμενα ειδικών από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους, δομημένα σε τέσσερα μέρη που αλληλοσυμπληρώνονται («Ιστορικές αποτυπώσεις και εργασιακή καθημερινότητα», «Όψεις της οικιακής εργασίας στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία», «Το υπηρετικό προσωπικό στη δραματουργία και τη θεατρική πράξη», «Απεικονίσεις στον κινηματογράφο και την τηλεόραση»), Η διεπιστημονική και χρονικά διευρυμένη αυτή εξέταση αναδεικνύει τις εξελίξεις στην εργασιακή καθημερινότητα του υπηρετικού προσωπικού, τις ομοιότητες και τις διαφορές σε αναπαραστάσεις ποικίλων καλλιτεχνικών και πολιτιστικών προϊόντων και τις αναλογίες και αποκλίσεις ανάμεσα στις ιστορικές πτυχές του θέματος και τις μυθοπλαστικές αποδόσεις του.
Με αυτόν τον τρόπο, προεκτείνονται οι γνώσεις που έχουν παράσχει προγενέστερες μελέτες και εγκαινιάζονται νέοι ορίζοντες στην έρευνα για το υπηρετικό προσωπικό στην Ελλάδα. Πάνω από όλα, ο συλλογικός αυτός τόμος βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα ζητήματα που αφορούν τις εμπειρίες και τις εικόνες μίας μεγάλης ομάδας εργαζομένων με μακρά ιστορία και στενή σχέση με την ελληνική οικογένεια: από τα κορίτσια και τα αγόρια που εγκατέλειπαν την επαρχία στο παρελθόν για να υπηρετήσουν εύπορες οικογένειες των αστικών κέντρων μέχρι τις σημερινές μετανάστριες και τους μετανάστες που απασχολούνται στο μέσο ελληνικό σπίτι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
Γενικά
Μαρία Μάζη
«Στο σύνθημα η Ζάκι ζει, η Ζάκι φαίνεται να καθίσταται ένα σύμβολο διασταυρώσεων ταυτοτήτων, που είναι ευάλωτο στην ελληνική κοινωνία, και ένα σύμβολο κοινών αγώνων διεκδίκησης στο ελληνικό ΛΟΑΤΚΙ φαντασιακό. Παρ όλα αυτά, φάνηκε σε πολλά από αυτά τα γεγονότα η ανάγκη για μία αναθεώρηση των πολιτικών και για μία ανάπτυξη διαθεματικής οπτικής, που δεν θα βασίζεται σε εσφαλμένες ή βεβιασμένες αφηγήσεις περί ενωμένης και ίσης «κοινότητας». Στο εσωτερικό του Εμείς υπήρξαν πράγματι συγκρούσεις ανάμεσα σε όλους τους παραπάνω χώρους, που υπογράμμισαν την ανάγκη ξεδιπλώματος του φαντασιακού των κοινοτήτων και ίσως μιας ειλικρινά διαθεματικής προσέγγισης των αγώνων.
Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/της Ζάκι τον Σεπτέμβρη του 2018 συντάραξε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Για τις ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες, φάνηκε να υπάρχει η ανάγκη συσπείρωσης και διαμαρτυρίας αλλά και ένας αναστοχασμός γύρω από το τι σημαίνει «ασφάλεια» και «κοινότητα», μέσω της διαχείρισης του προσωπικού και του δημόσιου πένθους».
Η έρευνα της Μαρίας Μάζη που έγινε στον απόηχο της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, με ενεργή συμμετοχή και της ίδιας της ερευνήτριας στις κινηματικές διαδικασίες, έρχεται να φωτίσει και να εξιστορήσει μια πολύ σημαντική στιγμή των ελληνικών κινηματικών διεκδικήσεων και της ορατότητας των ΛΟΑΤ(Κ)Ι ατόμων και ομάδων, τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στον ίδιο τον κινηματικό χώρο. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει και ζητήματα κοινών(;) αγώνων, αντικρουόμενων συμφερόντων, θεσμικής εμπλοκής και κινηματικού ανταγωνισμού. Ποιο είναι το Εμείς που αναδύθηκε μετά τη δολοφονία της Ζάκι; Πόσο ενιαίο είναι; Είναι τελικά ένα;
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Σου Πριντό
Το έργο του Φρίντριχ Νίτσε δυναμίτισε τα θεμέλια της δυτικής σκέψης. Έννοιες όπως ο θάνατος του Θεού, ο υπεράνθρωπος και η ηθική του δούλου διαποτίζουν την κουλτούρα μας, υψηλή και χαμηλή, ωστόσο ο ίδιος είναι ένας από τους πιο παρεξηγημένους φιλοσόφους στην Ιστορία. Ο Νίτσε θεωρούσε πως όλη η φιλοσοφία είναι αυτοβιογραφική. Η Sue Prideaux οδηγεί τους αναγνώστες στον κόσμο ενός μεγαλοφυούς, εκκεντρικού και πολύ βασανισμένου ανθρώπου, φωτίζοντας τα γεγονότα και τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη ζωή και το έργο του. Από την ήρεμη, ευλαβή, χριστιανική ανατροφή του, η οποία σκιάστηκε από τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του, στο μοναχικό φιλοσοφείν στα ψηλά βουνά και τη φρίκη και τη θλίψη της τελικής διολίσθησης στην τρέλα, η Prideaux διερευνά με οξυδέρκεια και ευαισθησία τη διανοητική, συναισθηματική και πνευματική ζωή του Νίτσε.
Επιπλέον μας δίνει ολοκληρωμένες τις προσωπογραφίες των ανθρώπων που τον σημάδεψαν: του Ρίχαρντ και της Κόζιμα Βάγκνερ, της Λου Σαλομέ –της μοιραίας γυναίκας που του ράγισε την καρδιά– και της φανατικά εθνικίστριας και αντισημίτριας αδελφής του, της Ελίζαμπετ, που τον πρόδωσε παραχαράσσοντας τα κείμενά του και επιτρέποντας την κατάχρησή τους στα χέρια των Ναζί.
H Aγγλονορβηγίδα Sue Prideaux έχει τιμηθεί με το Tait Black Memorial Prize για τη βιογραφία του Έντβαρντ Μουνκ (Edvard Munch: Behind the Scream), με το Duff Cooper Prize για τη βιογραφία του Στρίντμπεργκ (Strindberg: A Life). Η βιογραφία του Νίτσε (I am dynamite! A life of Nietzsche) πρωτοεκδόθηκε στα αγγλικά το 2018, αναδείχτηκε καλύτερη βιογραφία της χρονιάς από τους Times και τιμήθηκε με το Hawthοrnden Prize 2019, ενώ μεταφράζεται σε περισσότερες από 24 γλώσσες
Γενικά
Ελίας Κανέτι
Έπειτα από τα τρία αυτοβιογραφικά βιβλία του, ο Κανέτι θυμάται τα χρόνια που έζησε στην Αγγλία, όπου αναγκάστηκε να καταφύγει μετά την άνοδο του ναζισμού και την προσάρτηση της Αυστρίας. Στη χώρα αυτή έζησε τα καλύτερά του χρόνια, και έγραψε αυτό που πολλοί θεωρούν το έργο της ζωής του, το Μάζα και εξουσία. Με την πνευματώδη και αιχμηρή γλώσσα του μας μεταφέρει στον κόσμο της αγγλικής αριστοκρατίας, στον οποίο εισχωρεί βαθιά με τη διεισδυτική ματιά του, στον κόσμο της επαρχιακής Αγγλίας, των φτωχών εμιγκρέδων, αλλά και στον κόσμο των πνευματικών ανθρώπων που ανάμεσά τους έζησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. O Κανέτι μιλάει με μεγάλη ειλικρίνεια για πρόσωπα και πράγματα – γι’ αυτό και ο ίδιος δεν θέλησε να δημοσιεύσει το έργο του αυτό, όσο ζούσε.
Φιλοσοφία
Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία: Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
«Κάποτε υπολόγισα ότι η γνωστή και αναγνωρισμένη παγκοσμίως ρωσική λογοτεχνική παραγωγή, ποίηση και πεζογραφία, από τις αρχές του 19ου αιώνα και έπειτα, δεν ξεπερνά τις 23.000 τυπωμένες σελίδες κανονικού μεγέθους. Από την άλλη, η γαλλική ή η αγγλική, λόγου χάριν, λογοτεχνία έχει πίσω της ήδη μια ιστορία αρκετών αιώνων και ουκ ολίγων αριστουργημάτων. Καταλήγω, λοιπόν, στο πρώτο από τα συμπεράσματά μου: Με εξαίρεση ένα μεσαιωνικό μείζον έργο, η ρωσική λογοτεχνία μπορεί πολύ εύκολα να χωρέσει στα στενά όρια ενός περίπου αιώνα – ή έστω λίγο περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε και κάποια πιο πρόσφατα έργα μιας κάποιας αξίας.
Εν ολίγοις, ένας αιώνας, ο 19ος, υπήρξε αρκετός προκειμένου σε μια χώρα δίχως αυτοφυή λογοτεχνική παράδοση να “παραχθεί” λογοτεχνία υψηλής ποιότητας, με παγκόσμια ακτινοβολία, ικανή να συγκριθεί –σε όλα τα πεδία, με εξαίρεση τον όγκο της– με εκείνη της Γαλλίας ή της Αγγλίας, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται πολλούς αιώνες πίσω. Αυτή η αξιοθαύμαστη άνθηση θα ήταν αδύνατη αν η Ρωσία δεν είχε σημειώσει ανάλογη πρόοδο, και μάλιστα ταχύρρυθμη, και σε άλλα πεδία της πνευματικής ζωής – τόσο ώστε να μην υπολείπεται ως προς την πρόοδο αυτή των μεγάλων χωρών της Δύσης. Έχω επίγνωση ότι αυτή η αλματώδης πολιτισμική και πνευματική πρόοδος που σημειώθηκε στη Ρωσία του 19ου αιώνα είναι ελάχιστα γνωστή στη Δύση». B. N.
Ξένη λογοτεχνία
Τζούλιαν Μπαρνς
O βραβευμένος με Μπούκερ Τζούλιαν Μπαρνς μας ξεναγεί στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, αφηγούμενος τη ζωή του πρωτοπόρου της ιατρικής Σάμιουελ Πότσι.
Το καλοκαίρι του 1885, τρεις Γάλλοι κατέφτασαν στο Λονδίνο για ψώνια. Ο ένας ήταν πρίγκιπας, ο άλλος κόµης και ο τρίτος ένας κοινός θνητός µε ιταλικό όνοµα, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε απαθανατιστεί σε ένα από τα πιο σπουδαία πορτρέτα του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ. Αυτός ο κοινός θνητός ήταν o Σαµιέλ Πότσι, γιατρός, πρωτοπόρος γυναικολόγος και ελεύθερο πνεύµα – ένας λογικός επιστήµονας µε µια διαβόητα περίπλοκη προσωπική ζωή.
Φόντο της ζωής του, η παρισινή Μπελ Επόκ. Η όµορφη εποχή της λάµψης και της ευχαρίστησης συχνότερα έδειχνε την άσχηµη πλευρά της: υστερική, ναρκισσιστική, χλιδάτη και βίαιη, µια εποχή αχαλίνωτης προκατάληψης και νατιβισµού, που έχει περισσότερες οµοιότητες µε τη δική µας εποχή απ’ όσο θα φανταζόµασταν.
Γενικά
Ράσελ Μπανκς
Μια μικρή κωμόπολη αποδιοργανώνεται ψυχικά από ένα τραγικό δυστύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Ένας δικηγόρος επισκέπτεται τους γονείς των θυμάτων προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και μια νεαρή κοπέλα οδηγεί τους πάντες στον δρόμο της θεραπείας.
Στο Γλυκό Πεπρωμένο ο Ράσελ Μπανκς χρησιμοποιεί τέσσερις διαφορετικούς αφηγητές, για να πλέξει το ηθικό δίλημμα μιας μικρής κοινωνίας. Ένα δίλημμα που φέρνει στο φως ένα από τα βασανιστικότερα ερωτήματα της ζωής: όταν το χειρότερο συμβεί, σε ποιον ρίχνεις το φταίξιμο και πώς θεραπεύεσαι από την οργή;
O Russell Banks γεννήθηκε το 1940 στη Μασαχουσέτη και μεγάλωσε φτωχικά. Παρότι κέρδισε μια πανεπιστημιακή υποτροφία, παράτησε τις σπουδές του την έκτη εβδομάδα για να ταξιδέψει νότια, με σκοπό να καταταγεί στους αντάρτες που μάχονταν να ελευθερώσουν την Κούβα, υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Κατέληξε όμως υπάλληλος σε πολυκατάστημα στη Φλόριντα, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη.
Ο Banks ζει σήμερα στο Keene, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, αλλά περνά τους χειμώνες του στο Μαϊάμι. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Chase Twichell, την τέταρτη σύζυγό του. Έχει τέσσερις κόρες από προηγούμενους γάμους.
Τα βιβλία του ΡΑΣΕΛ ΜΠΑΝΚΣ έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες, τιμήθηκαν με πληθώρα διεθνών βραβείων και ξεχωρίζουν για την ευαίσθητη και ακριβή ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων τους, ενώ πολλά από αυτά αντανακλούν την καταγωγή του από την εργατική τάξη. Το θέμα που κυριαρχεί στα βιβλία του είναι το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις τραγωδίες αλλά και τις αναποδιές της καθημερινότητας, εκφράζουν τη λύπη και την οργή τους, αλλά και επιδεικνύουν αντοχή και ανθεκτικότητα.
Ο Μπανκς τιμήθηκε το 1985 με το βραβείο μυθιστορήματος John Dos Passos και εξελέγη μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών το 1996. Τα έργα του Continental drift και Cloudsplitter ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Pulitzer για τη Λογοτεχνία το 1986 και το 1999 αντίστοιχα. Τα μυθιστορήματά του Το Γλυκό Πεπρωμένο, του 1991, και Affliction, του 1989, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, το 1997 και το 1998, από τους σκηνοθέτες Ατόμ Εγκογιάν και Πολ Σρέιντερ αντίστοιχα. Ο ίδιος εμφανίζεται στην ταινία του Εγκογιάν ενσαρκώνοντας τον δόκτορα Ρόμπσον.
Γενικά
Κρίστοφερ Κινγκ
Το 2019 ο Κρίστοφερ Κινγκ αποφάσισε να φτιάξει μια μουσική ανθολογία με τα τραγούδια του Ηπειρώτικου Μοιρολογιού, και όχι μόνο ― μια μουσική συνοδεία για την ανάγνωση του βιβλίου.
Η επεξεργασία, η μίξη και η παραγωγή της ανθολογίας έγιναν στην Αμερική, από την προσωπική συλλογή δίσκων γραμμοφώνου του Κρίστοφερ Κινγκ. Κόπηκαν περίπου 2.000 CD.
Τα CD θα ενσωματώνταν σε μια νέα, συλλεκτική έκδοση του βιβλίου. Ο συγγραφέας ήθελε η νέα αυτή έκδοση να κυκλοφορήσει όταν επιτέλους θα ερχόταν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μείνει εκτός κυκλοφορίας για περίπου ένα χρόνο.
Ο Κρις έκανε τελικά το όνειρό του πραγματικότητα. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μονοδένδρι του Ζαγορίου.
Έτσι, το βιβλίο σελιδοποιήθηκε εκ νέου σε διαφορετική διάσταση, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει τη μουσική ανθολογία, γράφτηκε καινούργιος πρόλογος ειδικά για τη νέα έκδοση, και τα CD ―που περιλαμβάνουν 19 εξαιρετικά σπάνια μουσικά κομμάτια― τοποθετήθηκαν στα βιβλία με το χέρι, στα γραφεία του Δώματος, σε 1.500 αντίτυπα, αριθμημένα και μονογραφημένα από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Δήμητρα Κελέση
Το βιβλίο βασίζεται σε πέντε βιοαφηγήσεις παιδιών του ελληνικού εμφυλίου. Οι ηλικιωμένοι, σήμερα, αφηγητές περιγράφουν τη ζωή τους στο χωριό στην κορύφωση του Εμφυλίου, τη μετακίνησή τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τη διαβίωση στα “ολοπαγή ιδρύματα”, το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και τη ζωή τους εκεί. Οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με τον επαναπατρισμό και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Καβάλα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους οι αφηγητές το έζησαν πολιτογραφημένοι ως αλλοδαποί, με ενδεικτικό τον χαρακτηρισμό στην ταυτότητα που τους δόθηκε στην Ανατολική Γερμανία: “Έλληνας χωρίς πατρίδα”. Όταν επέστρεψαν στην πατρίδα, στις άδειες παραμονής τους αναγραφόταν “υπηκοότης ακαθόριστος”.
“Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί”, είναι η πρώτη φράση στο μυθιστόρημα The Go-Between του L. P. Hartley. Ο Salman Rushdie, στο Imaginary Homelands, παρατηρώντας μια φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου που δούλευε, η οποία απεικόνιζε ένα παλιό και κάπως παράξενο σπίτι -μια φωτογραφία που πάρθηκε πριν ο ίδιος γεννηθεί- νιώθει ότι η φωτογραφία του λέει να αντιστρέφει αυτή την ιδέα. Του θυμίζει ότι το παρόν του είναι το ξένο και ότι το παρελθόν είναι το σπίτι του, μολονότι “είναι ένα χαμένο σπίτι σε μια χαμένη πόλη, στην ομίχλη ενός χαμένου χρόνου”. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τους αφηγητές μας. Με τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις τους έχουν νιώσει πολλές φορές ξένο το κάθε φορά παρόν τους. Γι’ αυτό, η αφηγηματοποίηση του παρελθόντος λειτουργεί όχι μόνο αυτοδικαιωτικά για το παρελθόν, αλλά και λυτρωτικά για το παρόν. Άλλωστε, έτσι κλείνει την αφήγησή της η Μάρθα: “Δεν πειράζει που κλαίω, ας θυμάμαι κι ας κλαίω”.
Ξένη λογοτεχνία
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, έργο αναφοράς και αναγνωρισμένο αριστούργημα, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, με ήρωα τον Χόλντεν Κόλφιλντ, παγκόσμιο σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, ο Φύλακας στη σίκαλη κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση από την Αθηνά Δημητριάδου.
Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο Φύλακας στη σίκαλη συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας.
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του The Catcher in the Rye (Ο φύλακας στη σίκαλη, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο A Perfect Day for Bananafish (Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα, περιοδικό New Yorker, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία Franny and Zooey (Φράνυ και Ζούι, 1961) και Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction (Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο Nine Stories (Εννέα ιστορίες, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.