Σε αυτό το εμβληματικό δοκίμιο ο Τζορτζ Στάινερ, ένας από τους διορατικότερους στοχαστές της σύγχρονης εποχής, εξετάζει πώς η ατέρμονη αναζήτηση νοήματος φορτίζει τη σκέψη με βάρος και μελαγχολία. Πρόκειται για ένα μικρό σε έκταση, αλλά μεγάλο σε σημασία κείμενο που μας καλεί να αναλογιστούμε τη βαρύτητα της διανοητικής μας περιπέτειας: πώς η αναμέτρηση με τις ιδέες, τη γλώσσα, τη μνήμη και την επίγνωση της φθοράς μάς καθιστά πιο ελεύθερους και συνάμα ευάλωτους. Ένα βιβλίο που μας προ(σ)καλεί να αναμετρηθούμε με την αγωνία και την ομορφιά της σκέψης. Το αγαπημένο πρόσωπο βρίσκεται στην αγκαλιά μας, το αναντικατάστατο παιδί στο στέρνο μας, ο καλύτερός μας φίλος μάς σφίγγει το χέρι. Κι όμως, δεν έχουμε καμιά αδιαμφισβήτητη απόδειξη για τις σκέψεις που γεννιούνται, που καταγράφονται εσωτερικά τη συγκεκριμένη στιγμή. Πολύ συχνά, στην ερωτική ένωση, ο σφυγμός της σκέψης, της έντονης φαντασίας, πάλλεται αλλού. Βαθιά μέσα μας κάνουμε έρωτα μ’ έναν άλλο. Κάτω από το λατρευτικό χαμόγελο του παιδιού, του στενού φίλου μπορεί να κρύβεται η αλήθεια της πλήξης, της αδιαφορίας, ή ακόμα και της απέχθειας. Η ικανότητα να ψευδόμαστε, να φανταζόμαστε και να ενσαρκώνουμε μύθους είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρωπότητάς μας. Χωρίς αυτή θα ήταν αδύνατον να υπάρξουν οι τέχνες, η κοινωνική συμπεριφορά, η ίδια η γλώσσα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ρούνεϋ Σάλλυ
Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδέλφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχουν μεταξύ τους. Ο Πίτερ είναι δικηγόρος στο Δουβλίνο, γύρω στα τριάντα, επιτυχημένος, ικανός και φαινομενικά άτρωτος. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, χρειάζεται υπνωτικά για να κοιμηθεί και πασχίζει να διαχειριστεί τη σχέση του με δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες – την παντοτινή πρώτη του αγάπη, τη Σύλβια, και τη Ναόμι, μια φοιτήτρια η οποία αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια μεγάλη φάρσα. Ο Ίβαν είναι επαγγελματίας σκακιστής, είκοσι δύο ετών. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικά αδέξιο, μοναχικό, το αντίθετο από τον γοητευτικό και δημοφιλή μεγαλύτερο αδελφό του. Διανύοντας τις πρώτες εβδομάδες του πένθους του, ο Ίβαν γνωρίζει τη Μάργκαρετ, γυναίκα μεγαλύτερή του σε ηλικία, που βγαίνει από το δικό της ταραχώδες παρελθόν, και οι ζωές τους συνδέονται ακαριαία και έντονα. Για τα αδέλφια που πενθούν και τους ανθρώπους που αγαπούν, η περίοδος αυτή είναι ένα μεσοδιάστημα, ένα ιντερμέδιο, μια περίοδος πόθου και απελπισίας, ανοιχτή σε κάθε πιθανότητα, μια ευκαιρία να ανακαλύψουν πόσα μπορεί να βαστάξει μια ζωή χωρίς να διαλυθεί…
Μαρκ Μπρέι
Από τότε που υπάρχει φασισμός, υπάρχει και αντιφασισμός – γνωστός επίσης ως «antifa». Γεννημένο από την αντίσταση εναντίον του Μουσολίνι και του Χίτλερ τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, το αντιφασιστικό κίνημα αναπτύχθηκε τις επόμενες δεκαετίες και σήμερα αποτελεί την αιχμή του δόρατος απέναντι στην ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον φασισμό.
Το antifa κίνημα στερεί από τους φασίστες την ευκαιρία να διασπείρουν τον δηλητηριώδη λόγο τους και υπερασπίζεται ευάλωτες κοινότητες απέναντι σε πράξεις βίας που υποκινούνται από τους φασίστες. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το φίμωμα του φασιστικού λόγου είναι αντιδημοκρατικό, όμως οι antifa είναι απόλυτοι: δεν πρέπει να δοθεί ποτέ στον φασιστικό τρόμο η παραμικρή ευκαιρία να θριαμβεύσει ξανά!
Σε αυτή τη συναρπαστική έρευνα, ο ιστορικός και ακτιβιστής Μαρκ Μπρέι μάς δίνει μια λεπτομερή επισκόπηση της συνολικής ιστορίας του αντιφασισμού από τη γέννησή του ως τις μέρες μας. Βασισμένο σε συνεντεύξεις αντιφασιστών από όλο τον κόσμο, το Antifa παρουσιάζει τις τακτικές του κινήματος και τη φιλοσοφία που το διέπει, δίνοντάς μας μια καθαρή εικόνα της αντίστασης ενάντια στον φασισμό με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται.
Ένα βιβλίο-εργαλείο για κάθε αντιφασίστα και αντιφασίστρια!
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου που έχει μόλις προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος, εμφανίζεται ένας επαγγελματίας ζητιάνος που εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές συγκρούσεις, την ευπιστία και τη δεισιδαιμονία των χωρικών. Η δυσοίωνη ματιά του Καρκαβίτσα στην ελληνική ύπαιθρο, η ένταση με την οποία περιγράφει τη δαιμονική και πρωτεϊκή μορφή του ζητιάνου αλλά και το άγριο τοπίο του χωριού, το οποίο καταστρέφεται ολοκληρωτικά, κάνουν τον Ζητιάνο ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, μια ανελέητη σάτιρα της ελληνικής πραγματικότητας.
Στο επίμετρό του ο Σωτήρης Παρασχάς αναδεικνύει τη μεταφορά του παράσιτου πάνω στην οποία στήνει ο Καρκαβίτσας το έργο του, ανατρέχοντας στη λογοτεχνική της παράδοση, συνδέοντάς τη με την εξέλιξη της επιστημονικής γλώσσας της εποχής και προτείνοντας μια ερμηνευτική γραμμή που υπερβαίνει τη λογική της ηθογραφίας.



