Δεκάξι ιστορίες από τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Από τον ντόκο των Κρητικών, από το ουζερί “Υπάρχω”, από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Ιστορίες για τράπεζες που παίρνουν σπίτια, για σπίτια που παίρνουν φωτιά, για όνειρα που γίνονται στάχτη. Για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα. Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο.
Κάτι θα γίνει, θα δεις
€15.15
Σελίδες: 272
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Ξυλούρη
Σε κάποιους τόπους, οι άνθρωποι έστηναν γύρω από τους τάφους πέτρες σε σχήμα καραβιού, πέτρινα πλοία για να πάνε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο. Για τους ζωντανούς, τα πλοία αυτά γίνονταν τόποι συνάντησης και τελετουργίας. Τα διηγήματα αυτής της συλλογής, δεκαπέντε ιστορίες για νησιά κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε θάλασσες πραγματικές ή φανταστικές, είναι πέτρινα πλοία με τον τρόπο τους: αφηγήσεις για ανθρώπους και τόπους που χάνονται, για τα ίχνη τους που κάποτε σβήνουν, και για όσους μένουν πίσω να θυμούνται.
Λένε κάποιοι πως η θάλασσα είναι απλώς ένας καθρέφτης. Τα νησιά δεν είναι παρά αντανακλάσεις των αστεριών? ο ωκεανός, ο ουρανός αντίστροφα. Γι’ αυτό και, όταν έχεις χαθεί στη θάλασσα, αρκεί να σηκώσεις τα μάτια στον ουρανό και τ’ αστέρια θα σου δείξουν τον δρόμο. Στο τέλος, θα χρειαστεί κάποιος να στραγγίξει τον ωκεανό για ν’ ανασύρει τα πτώματα. (απόσπασμα από το βιβλίο)
LiFO Βιβλία
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.
Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.
Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.
Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.
________________
Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.
Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.
________________
Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή · τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.
Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.
Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.
______________
Ελληνική λογοτεχνία
Κοσμάς Πολίτης
H ιστορία του έρωτα ανάμεσα στον Παύλο και στη Βίργκω, δυο νέων που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, αγαπούν με πάθος ο ένας τον άλλον και τον παιδεύουν εξίσου. Η ιστορία διαδραματίζεται στην αστική Αθήνα και στον κοσμικό Πόρο τη δεκαετία του 1920, με άρωμα εποχής και προβληματισμούς που παραμένουν επίκαιροι.
Να παντρευτεί κανείς το πρόσωπο που αγαπά ή να μη διασύρει τον έρωτά του μες στη σκόνη της καθημερινότητας; Μήπως η ευτυχία έγκειται «στα όνειρά μας που μένουν ανέπαφα από τη φθορά της ζωής;».
Η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη επιχειρεί να αποκαλύψει το κρυμμένο υπόστρωμα του έργου, το πυκνό συμβολικό του δίχτυ. Σταδιακά η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τη δεύτερη σημασία των ονομάτων, των τόπων, των πράξεων των ηρώων. Το ταξίδι του ήρωα για την απόκτηση του «καστανόμαλλου δέρατος», που συμβολίζει την αναζήτηση της τελειότητας, γίνεται ταυτόχρονα και μια περιπλάνηση στους μύθους και στα σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ελληνική λογοτεχνία
Ηλίας Πετρόπουλος
«Η έκφραση, “η φασουλάδα είναι το φαΐ τής φτωχολογιάς, αποτελεί απαράδεκτη προχειρολογία. Στην πραγματικότητα, τα φασόλια ήταν χωρισμένα, βάσει μιας καθαρώς ταξικής ιεραρχίας. Τα “μπαρμπούνια» (και δη “μπαρμπούνια με αγριογούρουνο”) τα τρώγανε οι λεφτάδες. Τα κοινά φασόλια, ήτανε για τον λαό· τα “γυφτοφάσουλα” (γνωστά κι ως “μαυρομάτικα”) τ’ αγόραζε η φτωχολογιά, ενώ η εσχάτην πλεμπάγια ξέπεφτε στην περίφημη “εβρέικη φασουλάδα”»… Ο Ηλίας Πετρόπουλος, σε αυτή την έξοχη μονογραφία για τη φασολάδα (που περιλαμβάνει και μια μικρότερη για την ομελέτα) δίνει μαθήματα έρευνας, καταγραφής και συγκριτικής προσέγγισης σε ένα φαινομενικά απλοϊκό θέμα γαστρονομίας.
Ελληνική λογοτεχνία
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Στη Θεσσαλονίκη της Μεταπολίτευσης ένα αινιγματικό γοητευτικό πλάσμα περιφέρεται στα στενά του Βαρδάρη, ντυμένο με παλιομοδίτικα γυναικεία ρούχα. Το φωνάζουν «Παρτάλι» (η λέξη που χρησιμοποιούν οι Βορειοελλαδίτες για το πολυφορεμένο ρούχο αλλά και τον ξεπεσμένο, τον περιθωριακό) και κανείς δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν. Ο μύθος γύρω από τη ζωή του αλλά και η εμφάνισή του ελκύει δύο φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, που σαγηνευμένοι εισβάλλουν ριψοκίνδυνα στη ζωή του ‒ στην πραγματικότητα, όμως, το Παρτάλι είναι εκείνο που εισβάλλει στη ζωή τους και την κατακτάει. Με υπαινικτικές αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα και μυστικά της διανοούμενης Θεσσαλονίκης, το Παρτάλι είναι ένα βιβλίο συγκινητικό και ανθρώπινο, μυστηριώδες και τολμηρό, με την παρενδυσία από ανάγκη ή από επιλογή ως βασικό μοτίβο.
Ελληνική λογοτεχνία
Σώτη Τριανταφύλλου
Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης κυκλοφόρησε το 1996 και συγκαταλέγεται στα πιο διαβασμένα μυθιστορήματα της δεκαετίας του ’90. Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχοντας ως φόντο τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Όλα εκτυλίσσονται στη διάρκεια επτά ετών. Οι νέοι, ηλικιακά, ήρωες ανακαλύπτουν την αληθινή φιλία, μυούνται σε έναν ροκ τρόπο ζωής και αντικρίζουν το δυσάρεστο πρόσωπο του θανάτου. Κάποιοι θα μεγαλώσουν, άλλοι θα χαθούν για πάντα και μερικοί θα γίνουν «εκστατικά ευτυχισμένοι». Μιλάμε για ήρωες που συναντιούνται, χωρίζουν, αγαπούν, απογοητεύονται, φοβούνται, χορεύουν, πίνουν, γελούν, κλαίνε και ονειρεύονται. Εφήμερες νύχτες, ανέμελες μέρες, αγορά παλιών δίσκων, πικάπ στη διαπασών, ταξίδια με το αυτοκίνητο και πρόσωπα που βρίσκονται σε έκσταση αλλά και σε μια κατάσταση υπέρτατης ευδαιμονίας, χωρίς, όμως, να γίνεται κάτι συγκεκριμένο.
Η ανώνυμη αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι µια νεαρή Ελληνίδα από την Αθήνα που ζει στη Νέα Υόρκη λόγω σπουδών. Μένει μαζί µε την Μπίµπι, που ήρθε από το Σουάν Λέικ του Άρκανσο, και τον Νίκυ, τον οποίο η πρωταγωνίστρια γνωρίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Ανάμεσα σ’ αυτούς γνωρίζουμε και τον Ζαχαρία, το αγόρι της Μπίµπι, που παίζει κρουστά µε διάφορα συγκροτήματα της πόλης και που αργότερα µπλέκει µε την ηρωίνη. Επίσης, διαβάζουμε για την εθισμένη στα χάπια Νάνσυ Χόγκαν και τη Χόλλυ Γουίλµερ, η οποία κατοικεί στο γκέτο και συγχρόνως θέλει να δουλέψει στο Μπρόντγουεϊ.
Το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης είναι μια ιστορία φίλων που εξελίσσεται στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Η Σώτη Τριανταφύλλου επιχειρεί, με μια γλαφυρή περιγραφή, να εξιστορήσει πώς είναι να φεύγεις από τον τόπο σου και να πηγαίνεις για σπουδές σε μια μητρόπολη. Κατά τη διάρκεια των επτά χρόνων οι ήρωες χορεύουν σε ξέγνοιαστα πάρτι, ακούν πολλή μουσική, ανακαλύπτουν τον έρωτα και την απώλεια, ενηλικιώνονται. Φίλοι που χάνονται στην πόλη και παρασύρονται μέσα σε ατέλειωτα ξενύχτια με αλκοόλ και ναρκωτικά.
Ένα βιβλίο βαθιά μελαγχολικό, το οποίο παρουσιάζει τι σημαίνει να ζεις με ένταση, ενώ ο βασικός άξονάς του εστιάζει σ’ εκείνες τις παρέες που σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Συγχρόνως, το στοιχείο της πόλης, πολύ έντονο σε αυτό το μυθιστόρημα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση συμπεριφορών και αποφάσεων.
Στις σελίδες του τα δάκρυα εναλλάσσονται με τα γέλια, η χαρά με τη λύπη, η συντροφικότητα με τη μοναξιά και, φυσικά, η ζωή με τον θάνατο. Αυτό το βιβλίο είναι μια αφορμή για να συνταξιδέψει ο αναγνώστης με όσους βυθίζονται στις εμπειρίες, μ’ εκείνους που ονειροπολούν, παθιάζονται, ταξιδεύουν, σκέφτονται και γλεντούν με τις «μικρές χαρές».
Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν ύμνο στη φιλία, στη νοσταλγία, στη μνήμη και στην απώλεια. Ένα συγκινητικό λογοτεχνικό χρονικό για τις παρέες που μας καθορίζουν αλλά και τους ανθρώπους που αφήνουν πάνω μας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους κάποια στιγμή της ζωής μας, ένα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης».
Γιάννης Πανταζόπουλος
Ελληνική λογοτεχνία
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Στα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που όλα σχεδόν διαδραματίζονται καλοκαίρι πλάι στη θάλασσα (ή ολόγυρα στη λίμνη), τα όμορφα κοράσια δεν είναι πάντα «όνειρο στο κύμα» αλλά και επικίνδυνα στοιχειά του νερού. Και οι νεαροί άντρες, εκστατικοί μπροστά στο ίνδαλμα της ομορφιάς, κρύβουν κάποτε μέσα τους τη βία του αρπακτικού, ακόμα και τον ίδιο τον Διάβολο. Η θάλασσα και η λίμνη, η φωτιά, τα λουλούδια, οι σπηλιές, τα άστρα και η σελήνη δεν είναι μονάχα διάκοσμος του φυσικού κόσμου αλλά αποτελούν και σημεία που οδηγούν στο βαθύτερο νόημά του. Τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικής αφηγηματικής τέχνης, περιγράφουν με ένταση, πυκνότητα, μυστικό παλμό και χάρη τον έρωτα που πυρπολεί τον άνθρωπο και τον τρελαίνει, καθώς και την απάρνηση του πάθους, με το μεγαλείο και τη μελαγχολία της. Εκτός από το Όνειρο στο κύμα, περιέχονται τα Ολόγυρα στη λίμνη, Η νοσταλγός, Έρως-ήρως, Η Φαρμακολύτρια και η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη «Έρως νάρκισσος, έρως θείος: Όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη», που επιχειρεί να φωτίσει τα αινιγματικά παπαδιαμαντικά κείμενα με οδηγό τα πανανθρώπινα και τα χριστιανικά σύμβολα.
Ελληνική λογοτεχνία
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό Συκιά της Λακωνίας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για εξωραϊστική νοσταλγία, αλλά η απροκατάληπτη, αν και όχι χωρίς διάθεση κατανόησης και τρυφερότητα, ματιά πάνω σε έναν κόσμο σκληρό, την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘60. Λογοτεχνική γραφή, αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση, ψυχολογική μαρτυρία και στοχασμός δένονται με αξεδιάλυτο και γοητευτικό τρόπο.
Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας –δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά–, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.
Ελληνική λογοτεχνία
Ρέα Γαλανάκη
Έντεκα διηγήματα, έντεκα διαφορετικές ματιές στην πραγματικότητα και τον μύθο, στα αισθήματα και τα πάθη, στο όνειρο ή την τιμωρία, στα σύνορα μνήμης και λήθης. Και στα άλλα όμως σύνορα, αυτά που ενώνουν, που χωρίζουν, που σημαίνουν πόλεμο και προσφυγιά. Έντεκα διηγήματα, έντεκα απόπειρες για να ειπωθούν, όσο είναι δυνατόν να ειπωθούν, τα ανείπωτα. Για να ζυγιστεί, όσο κι αν είναι δύσκολο να ζυγιστεί, το σωστό και το λάθος στις ζωές των ηρώων, αλλά και στις δικές μας τις ζωές. Τι σώζει, ή τι στήνει ίσως την παγίδα της μοίρας. Έντεκα διηγήματα, καράβια να μας ταξιδέψουν, να μας κάνουν να σκεφτούμε, να συναισθανθούμε. Να μας πάνε παραπέρα.
Σ’ αυτό το βιβλίο συγκεντρώνονται όλα τα διηγήματα (1984-2018) της Ρέας Γαλανάκη, η οποία, εκτός από το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1999), έχει τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2005).
Ελληνική λογοτεχνία
Γιώργος Σεφέρης
Λονδίνο. Η εποχή της «Στέρνας». Κυοφορία του «Μυθιστορήματος». Επινόηση του Στράτη Θαλασσινού. Ο Σεφέρης ακούει πολλή μουσική.
“…τώρα που κοιτάζω πίσω, βρίσκω ένα μυστικό: δεν υπάρχουν μικρά πράγματα στη ζωή. Αν κοιτάξεις με πολλή δύναμη και πολλή αγάπη μια φλόγα. μπορεί να σου μάθει περισσότερα παρά αν διαβάσεις πολλά βιβλία (και ξοδέψεις πολλή φαιά ουσία) για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.”
Ελληνική λογοτεχνία
Μαρία Στεφανοπούλου
Τι θέση έχει το επαναλαμβανόμενο έγκλημα στην καθημερινότητα ενός πολέμου που διαρκεί – εθνικοαπελευθερωτικού, εμφυλίου, κοινωνικού ή ατομικού πολέμου για την επιβίωση; Ποιο είναι το νόημα της θυσίας των αμάχων, όταν πρόκειται για ανυποψίαστα θύματα αντιποίνων;
Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί διαπράττουν αντίποινα εκτελώντας όλο τον άμαχο αντρικό πληθυσμό. Μένουν οι γυναίκες για να θάψουν τους άντρες. Η Μαριάνθη και η κόρη της η Μαργαρίτα εγκαταλείπουν την πόλη. Η Λευκή, γιατρός, κόρη της Μαργαρίτας γεννημένη το 1955, έχει στοιχειωθεί από το πολεμικό αυτό έγκλημα και ζει στη σκιά του παππού της, του Άθου, συζύγου της Μαριάνθης, δασονόμου της επαρχίας Καλαβρύτων. Αφοσιώνεται στον πόνο και στη θεραπεία των ασθενών της και στη διερεύνηση του ναζιστικού φονικού. Είναι όμως ο Άθος πράγματι ένας από τους δεκατρείς επιζώντες της ομαδικής εκτέλεσης;
Ο κόσμος της σκιάς, όπως στα δασικά μονοπάτια όπου περιπλανιέται ο Άθος, νεκρός ή ζωντανός (μυστήριο που μόνον η πράξη της γραφής μπορεί να φωτίσει), συντροφεύει εδώ τα πρόσωπα της αφήγησης. Οι ήρωες αυτοί, δέσμιοι ενός άπιαστου ονείρου, σκέφτονται πάντοτε το κακό αδιαχώριστα από το θαύμα της ομορφιάς, με όρους τραγικούς, γι’ αυτό ίσως και λυτρωτικούς: ο πόλεμος κυοφορεί την ειρήνη, ο θάνατος τη ζωντανή μνήμη, ο αφανισμός το αίσθημα της ελευθερίας. Μόνο το φάσμα της εκδίκησης μένει στείρο και τυφλό, χωρίς έξοδο στην απέναντι όχθη.
Ο «επιζών» Άθος και ο κόσμος της σκιάς και της περισυλλογής μέσα στον οποίο η Λευκή τον επινόησε και τον εξιστορεί ανήκει μάλλον στο χώρο της εσωτερικής εμπειρίας. Ο Άθος είναι ο τρίτος άνθρωπος: ούτε θύμα ούτε ένοχος (παλεύει και με τα δυο), ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αντιήρωας μιας ηρωικής εποχής, ή απλώς ήρωας παντός καιρού.
LiFO Βιβλία
Μαλβίνα Κάραλη
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
__________
Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.
Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.
Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!
____________
Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.
___________