Όπως της τα είπαν και όπως τα φαντάστηκε: διαπλέκοντας τοπικές ιστορίες, μαρτυρίες και οικογενειακές αφηγήσεις, αντλώντας από την ντοπιολαλιά και το εκφραστικό της ύφος, η συγγραφέας αναπλάθει τον κόσμο της θεσσαλικής επαρχίας σε χρόνο παρελθοντικό και ανασυστήνει πρόσωπα και εποχές. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940 και καταλήγοντας στις απαρχές της Μεταπολίτευσης, τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής επικεντρώνονται σε περιθωριακούς χαρακτήρες και ψηλαφούν διαχρονικά ρήξεις και συνέχειες, “αφουγκραζόμενα” τον απόηχό τους στην καθημερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας.
Ανθρώπινα δράματα και ιστορικά γεγονότα, διαπροσωπικές προστριβές και συλλογικές συγκρούσεις, που αλληλεπιδρούν και διαταράσσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της κοινότητας, της οικογένειας, του ατομικού ψυχισμού. Τέσσερα διηγήματα που εστιάζουν στη μικροκλίμακα, αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες, φωτίζουν το αφανές και ανασύρουν το λησμονημένο, σαν ισάριθμες φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, τσακισμένες στις γωνίες, που εντοπίζει κανείς σε παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Θωρακίζοντας με το φίλτρο της ειλικρίνειας και της τρυφερότητας τον λογοτεχνικό της φακό, αποκαθαίροντάς τον από τη νοσταλγία και τον φολκλορισμό, η συγγραφέας απαθανατίζει έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κι ας μην υπήρξε ποτέ πραγματικός.