Ο χιονιάς μάς είχε τσούξει για καλά τα πρόσωπα, και τα χέρια μας, κατακόκκινα σαν λουκάνικα από την παγωνιά, είχαν τεθεί εις αχρηστίαν. Είχαμε βγει και οι τέσσερις, όλοι φίλοι καλοί, στο κατάστρωμα για να θαυμάσουμε τον δαιμονισμένο πόλεμο των στοιχείων που είχαν βαλθεί να ξεκάνουν με κάθε τρόπο το βαποράκι μας. Τα συρματόσχοινα των καταρτιών ετόνιζαν περίεργες μουσικές συνθέσεις επάνω σε μοτίβα εντελώς εξωτικά, που ερχόντουσαν άγρια και επιβλητικά από μακριά στο σκοτάδι και έπαιρναν το ραφινάρισμά τους στο σκίσιμο που τους έκαναν τα σύρματα. Ταξιδεύαμε για την Ιτέα.
Ιανουάριος 1932
Στα χαβανέζικα χονολουλού σημαίνει «προστατευμένος κόλπος». O Κώστας Μπέζος (1905-1943), σκιτσογράφος και μουσικός, επεδίωκε να πραγματοποιήσει μέσα σε ονειρεμένους τεχνητούς παραδείσους όσα αληθινά ταξίδια δεν είχε προφτάσει να κάνει. Τι ήταν, όμως, η Χονολουλού γι’ αυτόν; Ένας όρμος της φαντασίας του ή ένα μέρος που δεν κατάφερε να πάει;
Μουσικές από τη Χαβάη, εξωτικές κιθάρες, σκίτσα, μεταμεσονύχτια καμπαρέ, περιηγήσεις στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο και στην Τουρκία μπλέκονται σε ένα ενιαίο αφήγημα αποτυπώνοντας το πορτρέτο μιας εποχής και πλάθοντας μια διαφορετική εξιστόρηση από αυτήν που έχει καταγράψει η επίσημη ιστορία για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Παράλληλα, τα βιωματικά κείμενα του Μπέζου μας μεταφέρουν την αγωνία ενός ανθρώπου να κατανοήσει την εποχή του και τον εαυτό του μέσα από νυχτερινές περιπλανήσεις και ταξίδια. Η προσπάθειά του να καθιερώσει στον ελληνικό χώρο τις χαβάγιες, ένα υβριδικό είδος μουσικής με επιρροές από τη Χαβάη, είναι κάτι που τελικά θα τον φέρει σε υπαρξιακή σύγκρουση με την άλλη του ιδιότητα, αυτήν ενός καταξιωμένου σκιτσογράφου, πριν τελικά καταρρεύσει μέσα στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής.