“Η Γεροντοκόρη” σόκαρε όταν πρωτοεμφανίστηκε. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι σκανδάλισε. Χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες του κειμένου, τις οποίες αφήνουμε να ανακαλύψει ο αναγνώστης, μπορούμε να πούμε ότι δύο παράγοντες συνέβαλαν σ’ αυτήν την αντίδραση του κοινού. Από τη μια μεριά το θέμα (το θέμα της “γεροντοκόρης” είναι πάντα λίγο ή πολύ ταμπού) δεν μπορούσε παρά να φέρει σε δύσκολη θέση τους αναγνώστες του 1836. Από την άλλη μεριά, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα από τα λίγα κείμενα του Μπαλζάκ όπου η ειρωνεία είναι πανταχού παρούσα. Χοντρά χωρατά πάνω σ’ ένα τόσο “σοβαρό” θέμα, κοροϊδία που αγγίζει την αναισχυντία, οχληρές παρατηρήσεις που εκφράζουν έναν ψυχολογισμό που γειτονεύει με την αγέννητη ακόμη ψυχανάλυση: ιδού τα υλικά που πρέπει να αναμείξεις για να προκαλέσεις την απέχθεια και την απώθηση των αναγνωστών της εποχής.
Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Ρεϊμόντ Λινοσιέ
«ΦΙΛΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΙΣ ΠΟΥΛΕΝΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΟΝ-ΠΟΛ ΦΑΡΓΚ, Η ΛΙΝΟΣΙΕ ΜΑΣ ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΛΟ ΚΙ ΟΛΟ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑΥΜΑΖΕ Ο ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ. ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΠΤΕ ΕΝΑ ΠΕΠΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ».
Με τα παραπάνω –και μάλιστα με γράμματα κεφαλαία– ο Éric Dussert, ειδικός των ξεχασμένων γρα πτών, σκιαγραφεί το πορτραίτο της Ρεϊμόντ Λινοσιέ, της πλέον μυστήριας και διακριτικής μορφής των γαλλικών γραμμάτων του Μεσοπολέμου, στο μηνιαίο περιοδικό Le Matricule des anges (αριθμ. 59, Ιανουάριος 2005). Από τη λογοτεχνική αβάν-γκαρντ «ξεφύτρωσε» η Μπιμπί-λα-Μπιμίστ, ένα μυθιστόρημα που διαρκεί όσο μια σεκάνς ψευδαίσθησης. Το δημιούργημα της Μαύρης Βιολέτας, όπως αποκαλούσε τη συγγραφέα ο Λεόν-Πολ Φαργκ, η Μπιμπί-λα-Μπιμίστ αγαπήθηκε από τους μεγάλους της μεσοπολεμικής πρωτοπορίας, μεταξύ των οποίων και ο Έζρα Πάουντ.
Τυπωμένο από τον μοναδικό καλλιτέχνη-τυπογράφο Πολ Μπιρό, στον οποίο εμπιστευόταν τα γραπτά του ο Απολλιναίρ, το μοναδικό στο είδος του αυτό «τεχνούργημα», καθώς έχει αναμφισβήτητα κάτι το χειροποίητο, θα αποκτήσει έναν ολόκληρο κύκλο θαυμαστών και θα γίνει «πηγή δημιουργικής και ψυχαγωγικής έμπνευσης», όπως θα πει αργότερα η Αντριέν Μονιέ, η εμβληματική μορφή της γαλλικής διανόησης και ιδιοκτήτρια του περίφημου βιβλιοπωλείου Librairie de l’Odéon, το οποίο μαζί με εκείνο της συντρόφου της Σύλβια Μπιτς (Shakespeare and Company) λειτούργησαν ως φυτώρια λογοτεχνικών πειραματισμών, αναδεικνύοντας τα μεγαλύτερα γαλλόφωνα και αγγλόφωνα ονόματα του 20ού αιώνα. Στην Αντριέν Μονιέ απευθύνθηκε η νεαρή Ρεϊμόντ Λινοσιέ για την έκδοση του μυθιστορήματός της: «Όταν πρόφερε τη λέξη “μυθιστόρημα” χαμογελούσε πονηρά με νόημα…», θα παρατηρήσει η ηγερία της Librairie de l’Odéon, και δεν έχει άδικο. Ένα πονηρό και συνάμα μυστηριώδες χαμόγελο παραμένει μέχρι σήμερα η Μπιμπί, που συνεχίζει να μας προκαλεί για πολλαπλές αναγνώσεις.
Με την παρούσα έκδοση η ΣΤΙΛΒΗ ξεκινά τη σειρά «Συλλεκτικά», ένα εκδοτικό πείραμα που φιλοδοξεί να γνωρίσει στο κοινό σπάνια «γνωστά-άγνωστα» κείμενα, τα οποία διαμόρφωσαν κινήματα και ιδεολογίες, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα τους. Η σειρά αυτή θα έχει πάντα -ανεξαρτήτως μεγέθους κειμένου- την ίδια τιμή, προσβλέποντας στον εκδημοκρατισμό της σπανιότητας.
Μέσω του δελτίου τύπου η ΣΤΙΛΒΗ ευχαριστεί τον ποιητή Αλέκο Λούντζη που δέχτηκε να συνομιλήσει με την Μπιμπί στο τέλος του βιβλίου εν είδει επιμέτρου, και εύχεται σε όσους πάρουν το βιβλίο στα χέρια τους καλές αναγνώσεις
Αύγουστος Κορτώ
Για χρόνια θα ιστορούσαν τον γυρισμό της Σμαρώς στον Σταυραετό…
Δυο χωριά δεμένα με άσβεστο μίσος.
Δυο νέοι που κλέβονται, και γυρεύουν την τύχη τους στο σκοτάδι της κατοχικής Αθήνας.
Κι έπειτα;
Κανείς δεν ξέρει τι γίνηκε, εκτός απ’ τη Σμαρώ, που γυρνά το ’45 στον Σταυραετό με δυο μωρά παιδιά – μα μόνο το ένα είναι του Μηνά, του Κούκου που την έκλεψε.
Όμως τα μυστικά του παρελθόντος, τα ψέματα της επιβίωσης, θα στοιχειώσουν το μέλλον όλων τους.
Απ’ τη μια, το μοναστήρι για τα ορφανά κορίτσια. Κι απ’ την άλλη, ένας γάμος σαν κλωστή που βαστάει δυο πεπρωμένα.
Ένα βιβλίο μαχαιριά.
Μια ιστορία για τους απλούς ανθρώπους, που ποτέ δεν είναι απλοί.
Μια ιστορία για την Ελλάδα – τη σκληρότητα και την ομορφιά της.