Βλέπετε 97–108 από 229 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Εργαζόμενο αγόρι

Λένα Διβάνη

15.93

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς θα ήταν ο κόσμος ανάποδα; Πώς θα ζούσαμε αν αντί για την πατριαρχία μάς άλλαζε τα φώτα η μητριαρχία; Πώς θα ένιωθαν οι άντρες αν οι γυναίκες είχαν την εξουσία αφήνοντάς τους να παλεύουν με τα οικιακά, τα παιδιά και τα μπότοξ;

Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, ο Χάρης, ένα όμορφο δεκαοχτάχρονο αγόρι από την Κρήτη, το σκάει νύχτα από το χωριό του γιατί δε θέλει να παντρευτεί την πλούσια σαραντάρα βουλευτίνα που του προξένευε η μάνα του. Το δικό του όνειρο είναι να γίνει ένα ανεξάρτητο, εργαζόμενο αγόρι στην Αθήνα. Θα μπορέσει να επιβιώσει όμως στη μεγαλούπολη όπου τα ωραία, νεαρά αρσενικά είναι απλώς αντικείμενα πόθου; Πώς θα αποκρούσει τις σεξουαλικές επιθέσεις της αδίστακτης διευθύντριάς του; Πώς θα ξεμπλέξει από τις επαγγελματικές ίντριγκες, τις προδοσίες και τα βρόμικα κόλπα του κόσμου των γυναικών;

Το “Εργαζόμενο αγόρι” είναι μια κωμωδία γεμάτη δράματα. Τι άλλο μπορεί να είναι, αφού επιχειρεί να ξεσκεπάσει όλα τα ξεπερασμένα αλλά αθάνατα στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων, αυτά που φυλακίζουν άντρες και γυναίκες ακόμα και στον 21ο αιώνα;

Ελληνική λογοτεχνία

Πολεμική μηχανή

Χάρης Καλαϊτζίδης

12.42

“Ο πόλεμος μεταμορφώνεται χωρίς ποτέ ν’ αλλάζει. Μπαίνει ολοένα και πιο βαθιά, τρυπώνει στην καμινάδα ως αντίστροφος καπνός και γεμίζει τα σπίτια μας μ’ αδιάκοπες συγκρούσεις. Το κόκκινό του σύννεφο μάς τυλίγει. Δεν κλαίμε στην κουζίνα· λιμοκτονούμε ξύνοντας τις άπειρες πληγές μας – ψίθυροι μάς τρώνε τα πλευρά, πιάτα σπάνε μόνα τους, ραδιοφωνικές εκπομπές προβλέπουνε την ώρα του θανάτου. Είναι ένας πόλεμος παντού, σε κάθε λέξη που λέγεται ή δεν λέγεται, σε κάθε χειρονομία που γίνεται ή δεν γίνεται, όλη μας η ζωή μια ατέρμονη πράξη πολέμου.

Οι μέρες αυτοκτονούν κι η σύρραξη εσωτερικεύεται, εγγράφεται στο σώμα μας και μαίνεται βουβή. Πια βλέπουμε φυλές να σφάζονται πάνω στον θώρακά μας, καθημερινά χαράσσουνε τη γυμνή μας σάρκα κατακτώντας γόνατα και μπούτια κι ευνουχίζοντάς μας στ’ όνομα νεκρών θεών. Ο πόλεμος μπαίνει ακόμα πιο μέσα, τόσο που το μέσα και το έξω δεν έχουν πια καμία ουσιαστική διαφορά, κι έτσι εκείνος ξεχύνεται πάνω στη θωριά της φύσης, ανάγεται σ’ οντολογική συνθήκη, ορίζει τον αέρα που αναπνέουμε και τις σχέσεις ανάμεσα στ’ αβάπτιστα στοιχεία: Υπάρχει μια σκληρότητα στα κλαδιά των δέντρων μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ανθρώπινη κτηνωδία· το νερό ουρλιάζει σαν εξατμίζεται, τα φύλλα που πέφτουν είναι εγκλήματα, ο κόσμος μας ψυχορραγεί κι εμφύλια λαμπαδιάζει”.

Ένα βιβλίο για τον φασισμό, τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα και τη δυνατότητα απελευθέρωσης.

Ελληνική λογοτεχνία

Τα απόνερα της Σοφίας

Γιάννης Μακριδάκης

15.52

Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε.

Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης.

Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.

Ελληνική λογοτεχνία

Το βραχιόλι της φωτιάς

Βεατρίκη Σαΐας-Μαγρίζου

16.00

Το δραματικό οδοιπορικό μιας εβραϊκής οικογένειας στις ζοφερές στιγμές του εικοστού αιώνα.

Το χρονικό μιας κοινωνίας που συντρίβεται και αναφύεται μέσα από τα ερείπιά της. Η θυελλώδης ιστορία του μικρού Ιωσήφ, όπως την καταγράφει ένα νυχτερινό παραμύθι: Θεσσαλονίκη, 1917. Οι φλόγες ζώνουν την εβραϊκή συνοικία. Η Μπενούτα με τα παιδιά της βρίσκονται στο σπίτι. Ένας Τσιγγάνος, ο Αγγελής, τους διασώζει την τελευταία στιγμή. Τους μεταφέρει στον καταυλισμό του, μακριά απ’ τον όλεθρο. Μεγάλο μέρος της πόλης καταστρέφεται. Ένα πολύτιμο κόσμημα σώζεται.

Ένα κειμήλιο που συνδέει ανθρώπους και γεγονότα.

Εβραίους και Τσιγγάνους. Δυο λαούς με διαφορετική κοσμοαντίληψη αλλά με πεπρωμένο κοινό. Πόλεμος, ναζιστική θηριωδία, Άουσβιτς. Οι σκληρές σελίδες του Ολοκαυτώματος. Η οδύσσεια ενός βραχιολιού.

Έρση Σωτηροπούλου

10.71

«Θυµόταν ένα χάδι πριν µερικά χρόνια, εκείνος ο άνδρας τής είχε χαϊδέψει το κεφάλι, ανακατεύοντας τα µαλλιά της, µια κίνηση απροσδόκητη που δεν την περίµενε και ο άνδρας δεν την επανέλαβε, για δευτερόλεπτα είχε νιώσει εξαίσια, δεν θυµόταν ποιος ήταν εκείνος, δεν είχε πρόσωπο, µόνο αυτό το απρόσµενο χάδι, ένα τέτοιο χάδι άξιζε περισσότερο από ταξίδι στην Κίνα. Αλλά αν ήταν αυτός; Αν τη χάιδευε αυτός; Της πέρασε από το µυαλό και πάγωσε στη σκέψη. Όχι, όχι αυτός. Αυτός άλλωστε δεν θα µπορεί να χαϊδέψει, θα κουνάει τα µπράτσα του ακατάσχετα σαν σβούρα… Κι εκείνη τη στιγµή αυτός, αυτός, ο ζητιάνος χωρίς χέρια, πέρασε πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι που το έσπρωχνε ένα αγόρι µε γυναικείες παντόφλες».

Η τέχνη να µην αισθάνεσαι τίποτα αποτελείται από αµέτρητες τέτοιες στιγµές: µεταµορφώσεις της καθηµερινότητας, συναντήσεις µεταξύ του γνωστού και του αγνώστου. Η σύγχρονη Αθήνα αµφιταλαντεύεται µπροστά µας, το περίγραµµα ενός σκίτσου σκοτεινιάζει και θολώνει, το πρόσωπο ενός φίλου είναι ταυτόχρονα αγαπηµένο και παράξενο. Το παραµικρό γεγονός, η παραµικρή αλλαγή στην ποιότητα του φωτός, µπορεί να τα αλλάξει όλα.

Δεκαπέντε διηγήµατα µε λάµψεις οµορφιάς, κροτίδες µαύρου χιούµορ και κάτι άλλο, αδύνατο να εντοπιστεί, που τα κάνει αξέχαστα, κάτι σαν το χάδι του ανθρώπου χωρίς χέρια. Οι ιστορίες της Έρσης Σωτηροπούλου επινοούν τελικά έναν νέο τρόπο να βλέπουµε.

Ελληνική λογοτεχνία

Η ομορφάσχημη

Νίκος Καχτίτσης

10.50

Στην Ομορφάσχημη (1960) η ηρωίδα, μια νεαρή Εβραία αυστριακής καταγωγής ονόματι Γερτρούδη Στερν, μοιράζεται ως έναν βαθμό την τύχη των ομοφύλων της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά κάθε φορά νέους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση λίγων ημερών. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, θα αναπαραγάγει πιστά την πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή της επιχειρώντας με τη σειρά του να μοιραστεί με κάποιον φίλο του την ιστορία που άκουσε από την ίδια.

Βυθισμένη σ’ έναν κόσμο καχυποψίας και παραμορφωτικών διαθλάσεων της πραγματικότητας, η Γερτρούδη προσπαθεί να ανακαλέσει το τραυματικό παρελθόν της και να μιλήσει για το βίωμα του διωγμού των Εβραίων. Ωστόσο, η αφήγησή της αποκλίνει εμφανώς από κάθε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αληθοφάνεια των γεγονότων όσο για την τραυματική επίπτωσή τους στη ζωή της ηρωίδας του.

Κινούμενος στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ένα ολόκληρο σύστημα ρητορικών και λογοτεχνικών τεχνασμάτων, ο Καχτίτσης αναδεικνύει τη μαρτυρία ως κειμενική κατασκευή, ως πρακτική λόγου που ανακινεί μια σειρά από υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα, τη γλώσσα, την επιβίωση.

Ελληνική λογοτεχνία

Λόλα Καραμπόλα

Ερωφίλη Κόκκαλη

11.70

Δεν σου κρύβω ότι κατά βάθος όπως κάθε μάνα που μεγαλώνει αγόρι με… με το αυτό του… πώς να το πω… κατάλαβες, χάρηκα, χίλιες φορές να τον μαζεύω από τα γήπεδα παρά από τις μπιμπιμπό και τα πατίνια. Στάξε μου λίγο γάλα, μωρή. Μια σταγόνα. Φτάνω στα γηπεδάκια, ρωτάω, ξαναρωτάω, και εκεί που έχω ξελαρυγγιαστεί κι έχω λαχανιάσει, μπαμπάκι το στόμα μου, και δεν έχω πια ανάσα να φωνάξω κι έχει πιάσει και ψύχρα, σουρούπωνε. Φτάνει, μωρή, το γάλα. Εκεί είναι αλάνα, δεν είναι πλατεία να κόβει λίγο, τον εντοπίζω να βγαίνει σεινάμενος κουνάμενος από ένα περιβολάκι, ο Θεός να το κάνει. Ήθελα να ’ξερα, για ομορφιά το παράτησαν εκεί οι αχαΐρευτοι του δήμου; Κάτι πικροδάφνες σαν ανάποδο γαμώτο. Και τότε, τσουπ, ξοπίσω του βγαίνει και ο γιος της Αλβανίδας με κατεβασμένα παντελόνια, αυτός που δουλεύει στο σουβλατζίδικο του μπαρμπα-Μήτσου του Κρητικού, τον αναγνώρισα με την πρώτη».

Η Λόλα Καραμπόλα στέκεται μπροστά στον θαμπό καθρέφτη του μπάνιου, τυλιγμένη σε μια πετσέτα με τα αρχικά του Ε.Σ. Αρπάζει μια μπλούζα από τα άπλυτα και, καθώς τον καθαρίζει από την υγρασία, μέσα του βλέπει τα χρόνια του δημοτικού να περνάνε σαν σκηνές από ταινία. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, στο δυομισάρι της προσφυγικής συνοικίας, αντιλαλούν τραγούδια και κατάρες. Έξω παραμονεύουν κραξίματα, αστυνομουνίες και καραμπόλες. Στον καθαρό καθρέφτη παρατηρεί ξανά το ξένο ρούχο, το σώμα της.

 

Ελληνική λογοτεχνία

Αταραξία

Δήμητρα Κολλιάκου

11.61

Με αφορµή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών, η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε µια απόµακρη επαρχία της Κίνας. Σε µια πόλη που δεν θα µάθει να προφέρει τ’ όνοµά της, ψάχνοντας να αγοράσει τσάι, θα βρεθεί µόνη µε τον ποιητή Γε-Τιαν. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, θα ξεκινήσουν µια αλληλογραφία που θα διαρκέσει λίγο και θα διακοπεί απότοµα.

Αντιµέτωπη µε τη νέα πραγµατικότητα –έναν σύντροφο που δεν αντέχει να περάσει και δεύτερο λοκντάουν στο Παρίσι, τη δουλειά της σ’ ένα λύκειο που παραµένει ανοιχτό και τις εβδοµαδιαίες συναντήσεις µε τον µόνο γιατρό που δεν φοράει µάσκα–, η Αριάν θα ξανακάνει το ταξίδι της στην Κίνα µε πυξίδα ό,τι διέσωσε η µνήµη κι ό,τι θα βρει ψάχνοντας από µόνη της. Ποια είναι η άλλη Ηµέρα των Νεκρών; Ποια είναι η ιστορία των δυο εραστών που τα ονόµατά τους δεν αναφέρθηκαν στην Κίνα ποτέ; Ο ποιητής της είναι δυνατόν να µην τους ξέρει;

Σε µια αφήγηση που γίνεται κυκλωτική,  Δύση και Κίνα αναδύονται µέσα από το προσηλωµένο βλέµµα ανθρώπων που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσµα ανάµεσα στον φόβο και στην αταραξία.

Ελληνική λογοτεχνία

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

Άλκη Ζέη

15.93

Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ.

Ελληνική λογοτεχνία

Εικασία 3ν+1

Τεύκρος Μιχαηλίδης

14.94

Τον φώναζαν Κριστιάνο. Πίστευαν ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος ποδοσφαιριστής. Προπονητές, παράγοντες, αθλητικογράφοι ήταν όλοι σύμφωνοι. Τους διέψευσε. Αντί για το Μπερναμπέου και το Μαρακανά έμπλεξε στα κυκλώματα της νύχτας. Κι ένα βράδυ, έξω από ένα φτωχικό διαμέρισμα της Κυψέλης, βρέθηκε να κολυμπά μέσα στο ίδιο του το αίμα. Η υπόθεση έδειχνε απλή, σχεδόν προφανής. Όμως η Όλγα Πετροπούλου, του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής, δεν εμπιστευόταν τα προφανή. Στα μάτια της οι εμπλεκόμενοι, μια στρίπερ-μαθηματικός, ένας ναρκομανής, πρώην Γκόλντεν Μπόι, κι ένας γραφικός άστεγος με πλατιά μόρφωση, συνέθεταν έναν γρίφο πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνονταν να πιστεύουν όλοι οι άλλοι· έναν γρίφο που από την πρώτη στιγμή φάνταζε να διαπερνά τα ευάλωτα, διαβρωμένα στεγανά της λαμπερής καθωσπρέπει κοινωνίας και του σκοτεινού υποκόσμου· έναν γρίφο που άκουγε στο κωδικό όνομα «εικασία 3ν+1». Ή μήπως σήμαινε απλώς τρεις νεκροί κι ύστερα άλλος ένας…

Ελληνική λογοτεχνία

Ο βραχόκηπος

Νίκος Καζαντζάκης

15.93

«Κάποιος μέσα μου υποφέρει και μάχεται για λευτεριά».

Το 1935 ο Νίκος Καζαντζάκης ταξίδεψε στην Ιαπωνία. Καρπός του ταξιδιού του αυτού ήταν Ο Βραχόκηπος, που δεν αποτελεί απλώς μια παράξενη απόπειρα επεξήγησης της Ασκητικής ή άλλο ένα Ταξιδεύοντας, αλλά «το περίπαθο μυθιστόρημα μιας ευρωπαϊκής ψυχής που γυρεύει ν’ ανανεωθεί από την επαφή με τη γοητευτική, επικίντυνη κι ηρωική ψυχή της Άπω Ανατολής», όπως αναφέρει ο ίδιος.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα με φιλοσοφικό χαρακτήρα, όπου ο συγγραφέας αναστοχάζεται τη ζωή σε μια προσπάθεια να σώσει την ύπαρξή του, ενώ γύρω του όλοι μάχονται για την επιβίωσή τους, αποτυπώνοντας για άλλη μια φορά το πνεύμα του ανθρώπου.
Πάνω από όλα όμως Ο Βραχόκηπος είναι το μοναδικό πραγματικό ταξίδι που κάνει ο άνθρωπος στη ζωή του: Γύρω από την ψυχή του και μέσα στον εαυτό του.
Η Ιαπωνία με τα τρομερά πάθη, τα υποταγμένα σε μια πειθαρχημένη και πρόσχαρη μορφή, θα είναι ο οδηγός μου.
Άγνωστη χώρα, όλα θα μου φανούν παρθενικά, και το τράνταγμα θα είναι δυνατό.
Δεν ήξερα παρά δυο γιαπωνέζικες λέξεις, όταν ξεκινούσα γι’ αυτό το μεγάλο χρυσάνθεμο: σακουρά, άνθος κερασιάς, και κοκορό, καρδιά.
Αυτές οι δυο λέξεις, έλεγα με το νου μου, θα γίνουν τα δυο κλειδιά που θα μου ανοίξουν όλες τις πόρτες.

Οι νέες εκδόσεις, με νέα εξώφυλλα και ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο, που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε.

Ελληνική λογοτεχνία

Οι Αδερφοφάδες

Νίκος Καζαντζάκης

15.93

Τίποτα, λοιπόν, δεν πεθαίνει μέσα μας;
Τίποτα δεν μπορεί να πεθάνει όσο ζούμε;

Το συγκλονιστικό και συνάμα πικρό μυθιστόρημα του Νίκου Κα­ζα­­­ντζά­κη Οι Αδερφοφάδες εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Κάστελος, στα χρόνια του Εμφυλίου.
Το χωριό βρίσκεται υπό τον έλεγχο του στρατού και πολιορκείται από τους αντάρτες.
Ο ιερέας του, ο παπα-Γιάνναρος, δεν δέχεται τον θάνατο ως τετελεσμένο αποτέλεσμα του διχασμού και συνεχώς αναρωτιέται πού πραγματικά βρίσκεται η έννοια του δικαίου.

Παρόλο που το κοινωνικό και επαναστατικό όραμα των ανταρτών τού φαίνεται κάποιες φορές σωστό, τον προβληματίζει η βία που θεωρούν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων τους.
Η κατάσταση στον Κάστελο συνεχίζει να παραμένει τραγική και η διχόνοια, που απλώνεται βίαια και σαρωτικά, ωθεί τον ήρωα να δράσει, παίρνοντας μια μεγάλη απόφαση, με απώτερο σκοπό τη συμφιλίωση, την αδελφοσύνη, την ειρήνη.
Η ειρήνη όμως θα έρθει με το μεγαλύτερο αντίτιμο: Τη θυσία της ανθρώπινης ζωής.

Οι Αδερφοφάδες είναι ένα βιβλίο-ύμνος στην υπαρξιακή ελευθερία του ανθρώπου, στην υπέρτατη αξία της ζωής πάνω από κάθε ιδεολογία.
Στάθηκε μια στιγμή πάνω από τον τάφο του ο παπα-Γιάνναρος χαρούμενος. «Θάνατε, δε σε φοβούμαι!» μουρμούρισε, κι ένιωσε απότομα μέσα στο νου του πως είναι λεύτερος.
Τι θα πει λεύτερος; Αυτός που δε φοβάται το θάνατο.
Χάδεψε ο παπα-Γιάνναρος τα γένια του ευχαριστημένος. «Θεέ μου», συλλογίστηκε, «υπάρχει μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο, να μη φοβάσαι το θάνατο; Όχι, δεν υπάρχει».

Οι νέες εκδόσεις, με νέα εξώφυλλα και ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο, που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε»