Βλέπετε 1–15 από 668 αποτελέσματα

Ξένη λογοτεχνία

Ξένη λογοτεχνία

Ακριβή μου ζωή

Αλις Μονρό

Η στιγμή που η ζωή μας αλλάζει για πάντα. Μια τυχαία συνάντηση, μια πράξη που δεν έγινε, ένα απλό γύρισμα της μοίρας. Στη νέα συλλογή διηγημάτων της Alice Munro, οι ήρωες είναι και πάλι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, με τα ψεγάδια και τα λάθη του ο καθένας, είναι εν ολίγοις, και αυτή τη φορά, εντελώς ανθρώπινοι. Ένας στρατιώτης που επιστρέφει στην πατρίδα από τον πόλεμο και αποφεύγει –με απροσδόκητο τρόπο και για ανεξήγητο λόγο– να δει τη μνηστή του. Μια πλούσια κληρονόμος που έρχεται αντιμέτωπη με τον εκβιασμό. Μια μητέρα που διαπράττει μοιχεία πλάι στο παραμελημένο παιδί της. Ένας πατέρας τσακισμένος από τις ενοχές.

Φωτισμένες από τη διορατικότητα και το απαράμιλλο αφηγηματικό χάρισμα της Καναδής νομπελίστα, οι «μικρές ζωές» των «μικρών» αυτών ανθρώπων, στο αγαπημένο της επαρχιακό σκηνικό γύρω από τη λίμνη Χέρον του Οντάριο και με τον ήχο του τρένου σχεδόν σταθερά στο βάθος, σαν μουσική υπόκρουση, αιφνιδιάζουν με την απρόσμενη, παράξενη, ενίοτε επικίνδυνη τροπή τους. Και στο τέλος της συλλογής, οι τέσσερις αυτοβιογραφικές ιστορίες, τέσσερα παραμύθια παιδικής ηλικίας που, σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας της Μunro, είναι «τα πρώτα και τελευταία – και τα κοντινότερα – πράγματα που έχω να πω για τη δική μου ζωή».

14.40

Ξένη λογοτεχνία

Το κόκκινο και το μαύρο

Σταντάλ

Ο Ζυλιέν Σορέλ, γιος ενός ξυλουργού σε μια μικρή επαρ-χιακή πόλη της Γαλλίας την εποχή της Παλινόρθωσης, μαθητής ενός παλιού πολεμιστή του Ναπολέοντα αλλά και του τοπικού εφημέριου, ένας έξυπνος, ημιμαθής, ρομαντικός νεαρός γεμάτος φιλοδοξίες, προσπαθεί να ξεφύγει από τις ρίζες του και να ανέλθει, φεύγει για το Παρίσι, ερωτεύεται χωρίς να το καταλάβει, μάχεται και ηπάται. Το Κόκκινο και το μαύρο, το κατεξοχήν μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, είναι το προγραμματικό κείμενο της κοινωνικής κινητικότητας: ο Ζυλιέν εργάτης, μαθη-τευόμενος ιερέας, παιδαγωγός, γραμματέας, κοσμικός, διπλωμάτης, κατάσκοπος, ευγενής, υπαξιωματικός, εγκλη-ματίας και θανατοποινίτης, θα μπορούσε να έχει γίνει ξυλέμπορος, ιερέας ή επαναστάτης, να έχει παντρευτεί την καμαριέρα της ερωμένης του, μια πάμπλουτη Ρωσίδα κληρονόμο ή μια νεαρή αριστοκράτισσα του Παρισιού. Ο Σταντάλ αποδίδει με την ανάλαφρη ειρωνεία του τις αδυναμίες και το διχασμό του ήρωά του, την ασταθή αυτοκατανόηση και την κωμωδία της εσωτερικής του ζωής, παίζοντας με τη γλώσσα της φιλοδοξίας και του έρωτα, και συμπυκνώνοντας προκαταβολικά την πορεία όλων των ηρώων του 19ου αιώνα.

 

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Ένας αναρχικός

Τζόζεφ Κόνραντ

Ο ήρωας του Αναρχικού είναι σαν τους περισσότερους ήρωες του Conrad· σπαρακτικός, αν και αντι-ηρωικός, κινείται μεταξύ συγκατάβασης και αποδοχής της κατάστασής του, βαθιά υπαρξιακός, συγκρατημένος στις εκδηλώσεις, αλλά με εμφανή την αίσθηση του δικαίου. Η στωικότητά του συγκλονίζει καθώς συνοψίζει σε μια φράση τα δεινά του: «Il ne faut pas beaucoup pour perdre un home (δεν χρειάζονται πολλά για να χαθεί ένας άνθρωπος)», κάνοντας ταυτόχρονα με την αφήγησή του ένα γενικότερο σχόλιο για την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, μέσα στο πλαίσιο ενός κόσμου κατακερματισμένου και χωρίς τη συνείδηση της ηθικής, ενώ εξερευνά την ανθρώπινη ψυχή καταδεικνύοντας την ικανότητα των ανθρώπων να επιδίδονται σε πράξεις απίστευτης σκληρότητας και απρόσμενης ευαισθησίας με την ίδια ευκολία. Επιπρόσθετα, αναγνωρίζουμε έναν ήρωα πέρα από εθνικά όρια, όπως και σε όλο το βιβλίο οι εθνικότητες και οι κουλτούρες τους είναι ασαφείς, ένα μοτίβο που λειτουργεί ως αποδοχή της παγκόσμιας ετερογένειας.

12.50

Λεονόρα Κάρινγκτον

Η ζωγράφος και συγγραφέας Λεονόρα Κάρινγκτον (1917-2011) μπορούσε να χειρίζεται με ιδιαίτερη μαεστρία το μακάβριο, να φτιάχνει υπέροχες εικόνες, να ασκεί αιχμηρή σάτιρα, να διακωμωδεί σκανδαλίζοντας και να καταφεύγει αβίαστα σε ταξίδια της φαντασίας.

Πουθενά δεν κατάφερε να μεταφέρει τόσο ευρηματικά όλο αυτό το ταμπεραμέντο και τη μαεστρία της όσο στις σύντομες ιστορίες που έγραφε σε όλη της τη ζωή.

Με μια εκπληκτική εναλλαγή στο στιλ, το ύφος, τη θεματολογία, ακόμα και στη γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά) αποτυπώνεται σ’ αυτά τα διηγήματα το ευφυές και ανεξέλεγκτο πνεύμα της μοναδικής αυτής γυναίκας. Ο Μπρετόν τα χαρακτήριζε ως την «επιτομή του μαύρου χιούμορ».

Είναι αλήθεια πως ό,τι είναι υπερβολικό για μας, για την Κάρινγκτον ήταν κανονικότητα. Και πώς αλλιώς, αφού το μόνο που ήθελε σαν μικρό κορίτσι ήταν να καταφέρει να περπατήσει λίγα εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος:

Η ανά χείρας έκδοση ακολουθεί την τελευταία και πληρέστερη έκδοση των διηγημάτων της το 2017, εκατό χρόνια από τη γέννησή της.

 

15.90

Ξένη λογοτεχνία

Η τελειότητα

Βιντσέντζο Λατρόνικο

Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.

Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025

 

14.00

Ξένη λογοτεχνία

Ορκισμένη

Ρενέ Καραμπας

Περιγραφή

Το μυθιστόρημα παρασύρει τον αναγνώστη στο αμείλικτο Κανούν, που εξακολουθεί να βασιλεύει σε απομονωμένες περιοχές των Βαλκανίων. Σύμφωνα με αυτό, οι γυναίκες γίνονται ορκισμένες παρθένες και μεταμορφώνονται σε άντρες, κόβοντας τα μαλλιά τους, φορώντας αντρικά ρούχα και αποκτώντας τις ελευθερίες των αντρών. Οι αιματηρές βεντέτες ανάμεσα στις οικογένειες είναι καθημερινές, ο έρωτας ισούται με θάνατο, ενώ η γυναίκα αξίζει όσο είκοσι βόδια. Τίποτα παραπάνω.

Η Μπεκιά είναι ένα κορίτσι που θέλει απεγνωσμένα να γίνει ο γιος του πατέρα της, ο οποίος ήθελε να έχει αγόρι για παιδί. Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις ώστε να μεταμορφωθείς σε γιο; Είναι αμαρτία ν’ αποφύγεις τον θάνατο; Είναι λάθος να δοθείς εξ ολοκλήρου στο πάθος με τίμημα τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου; Αυτή είναι η ιστορία για τον άνθρωπο, πέρα από το φύλο, πέρα από τις λέξεις «γιος» και «κόρη», «άντρας» και «γυναίκα», για τον άνθρωπο που συγκέντρωσε στα 21 γραμμάρια της ψυχής του την οργή και το έλεος του Θεού.

Ορκισμένη – ορκισμένη παρθένα, γυναίκα, η οποία δίνει όρκο παρθενίας σύμφωνα με το Κανούν του Λεκ Ντουκαγκίνι και αρχίζει να ζει σαν άντρας και κεφαλή της οικογένειας, σε πατριαρχικές κοινωνίες σε Βόρεια Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία. Αυτή είναι μια θεσμικά αποδεκτή αλλαγή φύλου, μέσω όρκου, που έχει ως αποτέλεσμα η γυναίκα να αποκτά τα δικαιώματα ενός άντρα, τα οποία στερούνται οι γυναίκες στα μέρη εκείνα. Βεντέτες αίματος χαρακτηρίζουν τα μέρη στα οποία κυριαρχεί το Κανούν. Έως τις μέρες μας έχουν απομείνει λίγες ορκισμένες παρθένες, καθώς οι κοινότητες όπου ζουν ερημώνουν. Όλο αυτό δεν συμβαίνει παρά 537χλμ. μακριά απ’ τη Βουλγαρία. Αυτό δεν είναι μύθος, ούτε παραμύθι.

Είναι ανθρώπινη ιστορία.

 

13.30

Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ

Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.

“Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: “μη διαπερατότητα”, “αδιαφάνεια”, “παρακώληση”· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία?”

 

16.50

Ξένη λογοτεχνία

Τόκιο η επιστροφή

Ντέιβιντ Πις

Κάποιοι εξαφανίζονται…
Τόκιο, Ιούλιος του 1949. Ο πρόεδρος Σιμογιάμα, επικεφαλής των Εθνικών Σιδηροδρόμων Ιαπωνίας, εξαφανίζεται μόλις μία μέρα μετά την ανακοίνωση 30.000 απολύσεων. Ο Αμερικανός αστυνομικός ντετέκτιβ Χάρι Σουίνι αναλαμβάνει την έρευνα για τον αγνοούμενο.

Κάποιοι τρελαίνονται…
Οκτώβριος 1964. Το Τόκιο προετοιμάζεται πυρετωδώς να υποδεχτεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα παγκόσμια φώτα της δημοσιότητας. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Μουρότα Χιντέκι αναλαμβάνει μια υπόθεση που τον αναγκάζει να έρθει αντιμέτωπος με ένα έγκλημα από το οποίο κρυβόταν εδώ και δεκαπέντε χρόνια.

Κάποιοι και τα δύο…
Τέλη του 1988. Ενώ ο αυτοκράτορας Χιροχίτο πεθαίνει, ο Ντόναλντ Ράιχενμπαχ, ένας ηλικιωμένος Αμερικανός, πίνει μπίρες δίπλα στη λίμνη Σινόζαμπου στο Ουένο, βέβαιος ότι η οριστική λύση του μεγαλύτερου μυστηρίου της περιόδου Σόουα εξαρτάται από εκείνον.

 

21.50

Ξένη λογοτεχνία

Να πώς χάνεις μια γυναίκα

Τζούνο Ντίαζ

Το “Να πώς χάνεις μια γυναίκα” είναι ένα βιβλίο για την απιστία, αλλά κυρίως ένα βιβλίο για τη βασανιστική, ανέφικτη δύναμη της αγάπης – της επίμονης αγάπης, της παράνομης αγάπης, της αγάπης που σβήνει, της μητρικής αγάπης: Μια καταδικασμένη σχέση παραδέρνει σε μια παραλία του Αγίου Δομίνικου. Στη λάβρα του πλυσταριού ενός νοσοκομείου του Νιου Τζέρσυ, μια γυναίκα πλένει τα ρούχα του εραστή της και σκέφτεται τη σύζυγό του. Στη Βοστόνη, ένας άντρας αγοράζει για τον μοναχογιό του, καρπό του παράνομου έρωτά του, το πρώτο του ρόπαλο και γάντι του μπέιζμπολ. Στην καρδιά όλων αυτών των ιστοριών βρίσκεται ο ασυγκράτητος, ακαταμάχητος Γιούνιορ, ένας νεαρός ξεροκέφαλος που η λαχτάρα του για έρωτα συναγωνίζεται μόνο την απερισκεψία του – και οι εντυπωσιακές γυναίκες που αγαπάει και χάνει: η καλλιτέχνιδα Άλμα, η μεσήλικη δεσποινίδα Λόρα, η Μαγδαλένα που πιστεύει ότι όλοι οι Δομινικανοί είναι άπιστοι και ο έρωτας της ζωής του, που η πικρή απογοήτευσή της γίνεται τελικά δική του.

Με μια γραφή γεμάτη δύναμη και ενέργεια ζωής, πρωτότυπη, τρυφερή και αστεία, ο Τζούνο Ντίαζ, ένα από τα πιο λαμπρά φοβερά παιδιά της αμερικανικής λογοτεχνικής σκηνής σήμερα, ανατέμνει στο βιβλίο αυτό την απέραντη λαχτάρα και την αναπόφευκτη αδυναμία της ανθρώπινης καρδιάς. Μας υπενθυμίζει ότι το πάθος πάντα νικά την εμπειρία και ότι “ο χρόνος ζωής του έρωτα είναι το άπειρο”.

 

12.64

Ξένη λογοτεχνία

Θα κάψω το Παρίσι

Μπρούνο Γιασένσκι

Ο νεαρός Γάλλος εργάτης Πιερ βλέπει τη ζωή του να καταστρέφεται όταν ξαφνικά απολύεται από τη δουλειά του, η αγαπημένη του τον εγκαταλείπει και ο σπιτονοικοκύρης του τον πετάει έξω. Άστεγος, πεινασμένος και βυθισμένος στην απόγνωση, ο Πιερ περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού πασχίζοντας να επιβιώσει στον σκληρό και αδυσώπητο κόσμο που εκτείνεται πίσω από τα λαμπερά φώτα και τα ακριβά καταστήματα των πλουσίων. Όταν ένας φίλος του τον ξεναγεί στο Ινστιτούτο Παστέρ, ο Πιερ αποφασίζει να κλέψει δύο δοκιμαστικούς σωλήνες που περιέχουν πανούκλα. Η απελπισία και η απύθμενη οργή για ένα σύστημα που τον καταδίκασε στο περιθώριο τον ωθούν, την παραμονή των εορτασμών για την επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, να αδειάσει τους σωλήνες στη δεξαμενή που τροφοδοτεί το Παρίσι με νερό. Η πόλη μολύνεται, ο ιός εξαπλώνεται, οι νεκροί πληθαίνουν και ένας ανηλεής αγώνας για επιβίωση ξεκινά. Το μίσος και η βία διαποτίζουν τα πάντα, η εκλεγμένη εξουσία καταρρέει και το κοσμοπολίτικο Παρίσι χωρίζεται σε ζώνες όπου, μεταξύ άλλων, κυριαρχούν Κινέζοι κομμουνιστές, φιλοσοβιετικοί Γάλλοι, Αγγλοαμερικάνοι καπιταλιστές, θεοσεβούμενοι Εβραίοι και φιλομοναρχικοί Ρώσοι. Η πόλη παραδίδεται στις καταστροφικές φλόγες μιας πρωτοφανούς εξέγερσης. Τα όσα ακολουθούν είναι ικανά να αλλάξουν τη ροή της Ιστορίας.

18.79

Γκουρμπετελλί Ερσόζ

Από παλιά τα βουνά ήταν μέσα στην καρδιά μου, αλλά κατάλαβα ότι πόλεμος σημαίνει να κεντήσω την καρδιά μου στα βουνά.

Δεν μπορεί να υπάρξει πόλεμος χωρίς το φόβο.

Ο πόλεμος δεν είναι ζωή στον κήπο με τα ρόδα, αλλά προσπάθεια συνέχισης της ζωής μέσα στην πυρίτιδα και στο αίμα”.

Tο ΚΕΝΤΗΣΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ. Ημερολόγιο μιας Κούρδισσας αντάρτισσας, 1995-1997 της Γκουρμπετελλί Ερσόζ είναι ένα χρονικό του αγώνα για ανεξάρτητο Κουρδιστάν και ταυτόχρονα μια επιτόπια μαρτυρία ως απάντηση στην παραπληροφόρηση του κράτους της Τουρκίας και των συμμάχων του.

Η Γκουρμπέτ, η Ξενιτοπούλα, αφηγείται μάχες, γράφει ποιήματα, αποδύεται σε στοχασμούς και αυτοκριτική. Το γράψιμο του ημερολογίου είναι για εκείνη, αφενός, πράξη πολιτική και προσωπική, που της επέτρεψε την ακατέργαστη καταγραφή των γεγονότων μιας ιστορίας που δεν θα δημοσιευθεί ποτέ επίσημα, και, αφετέρου, ευκαιρία να εκφράσει τα όνειρά της, τις πεποιθήσεις της, να διατυπώσει τις αναλύσεις και τις αμφιβολίες της.

Το Ημερολόγιο της Γκουρμπέτ μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωση μιας μαχήτριας, να διαπιστώσουμε και να εξερευνήσουμε τα παρακείμενα και τις αντιφάσεις του ένοπλου αγώνα, και, κυρίως, να συντροφέψουμε τις αντάρτισσες γυναίκες και να σφυρηλατήσουμε το ρόλο τους σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Η κατασκευή ενός αρχείου μνήμης in situ μας είναι απαραίτητη στο να χαρτογραφούμε και να συνοδεύουμε τους πολιτικούς αγώνες.

21.00

Ξένη λογοτεχνία

Μην κλαις, μπαμπά

Ρουμένα Μπουζαρόφσκα

Το “Μην κλαις, μπαμπά” αποτελείται από μικρές ιστορίες γυναικών διαφορετικών ηλικιών. Η Τίνα βιώνει την τραυματική εμπειρία της πρώτης επίσκεψης σε γυναικολόγο. Η Καίτη παρασύρεται από τη φίλη της και ξοδεύει σε ρούχα τις οικονομίες που κρατούσε για μια εξαγωγή φρονιμίτη. Κάποια νεαρή σύζυγος αναγκάζεται να συγκατοικήσει με την πεθερά της. Κάθε ιστορία είναι κι ένα μικρό δράμα που οδηγεί σε συναισθηματικά αδιέξοδα, εντάσεις και κατάρρευση οικογενειακών σχέσεων.

Η βραβευμένη Ρούμενα Μπουζάροφσκα (γενν. Βόρεια Μακεδονία, 1981) νιώθει τη γυναίκα, την αντίσταση και τη συντριβή της κάτω από την πίεση της «παρηκμασμένης» πατριαρχικής κοινωνίας. Στη σειρά Aldina κυκλοφορούν επίσης οι συλλογές διηγημάτων της “Ο άντρας μου” και “Δεν πάω πουθενά”.

15.00

Ξένη λογοτεχνία

Μια πληγή γεμάτη ψάρια

Λορένα Σαλασάρ Μάσο

Στο άχρονο τοπίο της κολομβιανής ζούγκλας, μια μητέρα κι ένα παιδί διαπλέουν τον ποταμό Aτράτο. Η μητέρα είναι λευκή, το παιδί, μαύρο. Σκοπός του ταξιδιού τους, η συνάντηση με τη βιολογική μητέρα που το εγκατέλειψε. Στο κανό ταξιδεύουν μαζί τους ιστορίες για τον ποταμό και τις γυναίκες του, εικόνες υπνωτιστικής ομορφιάς, αλλά και σκηνές φριχτής βίας που μας ακινητοποιούν σε ένα προγλωσσικό στάδιο λυγμών και κραυγών. Σαν αντιστάθμισμα στη βία που σβήνει τα πάντα, το παιδί κάνει όλη την ώρα ερωτήσεις και η αφηγήτρια, για να τις απαντήσει, πρέπει ν’ ανακαλύψει τον κόσμο απ’ την αρχή. Σε μια αφήγηση βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η σχέση μάνας-παιδιού μετατρέπεται στον τόπο όπου ξαναγεννιέται η γλώσσα, ονειρική, αληθινή, άσπιλη από τη φτώχεια, την εγκατάλειψη και τον τρόμο που ταξιδεύουν πλάι τους.

14.00

Ινάζο Νιτόμπε

«Το Μπουσίντο είναι ο κώδικας ηθικών αρχών που διδάσκονταν και έπρεπε να τηρούν οι ιππότες (“σαμουράι”). Δεν πρόκειται για γραπτούς κανόνες. Στην καλύτερη περίπτωση περιλαμβάνει κάποια αποφθέγματα που διαδόθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά ή προήλθαν από την πένα κάποιου γνωστού πολεμιστή ή σοφού. Συνήθως είναι ένας κώδικας άγραφος και άφατος, που όμως θεωρείται απαράβατος σαν συμβόλαιο, νόμος γραμμένος στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς… Ενδεχομένως κατέχει την ίδια θέση στην ιστορία της ηθικής με το Σύνταγμα της Αγγλίας στην ιστορία της πολιτικής».

Θάρρος, εντιμότητα, ευγένεια, αφοσίωση, αίσθηση του καθήκοντος: ο κώδικας αξιών των σαμουράι πολεμιστών έφτασε με το πέρασμα των αιώνων να χαρακτηρίσει την κουλτούρα ολόκληρου του ιαπωνικού λαού. Και ο Ινάζο Νιτόμπε, ένας από τους σημαντικότερους πρεσβευτές του ιαπωνικού πολιτισμού, αναλαμβάνει στις αρχές του 20ού αιώνα να συστήσει την ψυχή της Ιαπωνίας, όπως χαρακτηρίζει το Μπουσίντο, σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

9.90

Μαρκήσιος ντε Σαντ

Οι 120 μέρες είναι οι χίλιες και μία νύχτες από κάποιο Μεσαίωνα που σαν να μην τέλειωσε ακόμα. “Κι απ’ όλους τους μεσαίωνες δεν υπάρχει χειρότερος από το μεσαίωνα του ανθρώπου” (Λόρδος Βύρων).

Σημασία έχει να τον ατενίζουμε και να μην κρυβόμαστε υποκριτικά πίσω από μια ηθική που δεν είναι παρά η άρνηση της ίδιας της ζωής (Νίτσε).

Ο Φουκώ έγραφε το 1966: “Ο Σαντ αγγίζει τα πέρατα του κλασικού λόγου και στοχασμού. Βασιλεύει ακριβώς στα όριά τους. Μετά απ’ αυτόν η βία, η ζωή και ο θάνατος, η επιθυμία, η σεξουαλικότητα θα απλώσουν ένα τεράστιο σκιερό στρώμα που προσπαθούμε τώρα να συνεχίσουμε, όσο μπορούμε, μέσα στο δικό μας λόγο, τη δική μας ελευθερία, το δικό μας στοχασμό. Αλλά ο στοχασμός μας είναι τόσο σύντομος, η ελευθερία μας τόσο υποταγμένη, ο λόγος μας τόσο ξαναμασημένος που πρέπει πια ν’ αντιληφθούμε πως ουσιαστικά αυτό το υπόγειο στρώμα είναι μια απέραντη θάλασσα”. Σαν να μην είχε άδικο ο Γάλλος ιστορικός όταν έλεγε πως, όσο λιγότερο θα μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τόσο περισσότερο θα διαβάζουμε Σαντ.

23.00