Ο Geoffrey Roberts, σε αυτό το συναρπαστικό έργο, παρουσιάζει τα βιβλία που διάβασε ο Στάλιν, ο πιο πολυμαθής αυτοδίδακτος δικτάτορας του εικοστού αιώνα, διατρέχοντας με αυτόν τον τρόπο και ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και της πολιτικής του. O Στάλιν πίστευε ακράδαντα ότι οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο και παρέμεινε αχόρταγος βιβλιοφάγος και μετά την άνοδό του στην εξουσία. Μανιώδης αναγνώστης από νεαρή ηλικία, συγκέντρωσε μια εντυπωσιακά ευρεία προσωπική συλλογή χιλιάδων βιβλίων, πολλά εκ των οποίων σημείωνε, αποκαλύπτοντας έτσι ενδότερες σκέψεις, συναισθήματα και πεποιθήσεις του. Έχοντας διεξαγάγει εκτεταμένη έρευνα στα ρωσικά αρχεία, ο Roberts εξιστορεί τη δημιουργία, τον κατακερματισμό και την αναβίωση της προσωπικής βιβλιοθήκης του Στάλιν.
«Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων». Ξεκινώντας από αυτή τη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο Κωστής Καρπόζηλος πραγματεύεται την ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα, εστιάζοντας στην «πραγματική κίνηση» των ανθρώπων του και ανιχνεύοντας τις πολλαπλές του γεωγραφίες. Το αποτέλεσμα είναι μια συναρπαστική αφήγηση όπου πρωταγωνιστούν ταξιδιώτες της επανάστασης, εκπατρισμένοι διανοούμενοι, πρόσφυγες και μετανάστες, άνθρωποι που διασχίζουν τα συμβολικά και κυριολεκτικά όρια του έθνους. Η οθωμανική και ελληνική Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, οι προσφυγικές πόλεις της Ελλάδας, η Μόσχα και οι ελληνόφωνες κοινότητες της Μαύρης Θάλασσας του Μεσοπολέμου, τα χαρακώματα του ισπανικού εμφυλίου, το Παρίσι του Λαϊκού Μετώπου, η Μέση Ανατολή στα χρόνια του πολέμου, το Βουκουρέστι και η Τασκένδη των πολιτικών προσφύγων, οι καπιταλιστικές μητροπόλεις στα χρόνια της δικτατορίας συνθέτουν μια διεθνική ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού. Και το νήμα που τα ενώνει είναι η αδιάκοπη κίνηση εκείνων που ένιωθαν ότι οι ταξικοί περιορισμοί και το καθεστώς της εκμετάλλευσης δεν ήταν η αυτονόητη συνθήκη της ύπαρξης, οι ζωές της επαναστατικής περιπλάνησης που δεν χωρούσαν σε μια εθνική επικράτεια.
Ιστορία
Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η συνεργασία. Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τον κατακτητή, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή τους.
Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Es-Es και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης.
Ιστορία
Σε αυτή την πανοραμική θεώρηση του κόσμου, ο David Baker καταγράφει τις ιστορικές μεταβολές στο Σύμπαν, αποκαλύπτοντας την τεράστια αύξηση της πολυπλοκότητας που συνοδεύει κάθε εξελικτική φάση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός μας.
Καθώς συνδυάζει γνώσεις από τη φυσική, τη χημεία, τη βιολογία και άλλες επιστήμες, ο διακεκριμένος ιστορικός μάς βοηθάει να δούμε πέρα από τα στενά όρια και το χάος των ανθρώπινων προβλημάτων, απαντώντας στο θεμελιώδες ερώτημα: Από πού προερχόμαστε και πού πηγαίνουμε;
Θήβα, πόλη του μύθου, πόλη της Ιστορίας. Στη σκιά της Αθήνας και της Σπάρτης, άλλοτε σύμμαχος, άλλοτε αντίπαλός τους, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ταραχώδης διαδρομή της μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας, η επιλογή της αντιπαράθεσής της στον εκάστοτε ηγεμόνα του ελληνικού κόσμου, η σύντομη λάμψη της επικράτησής της επί των Σπαρτιατών τον 4ο αιώνα π.Χ., η εξέγερσή της κατά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η καταστροφή της από τους Μακεδόνες το 335 π.Χ. συνέβαλαν στο να καλυφθούν τα χνάρια της από τον χρόνο και η ίδια να καταστεί η «ξεχασμένη πόλη της αρχαίας Ελλάδας». Στο νέο του βιβλίο ο Πολ Κάρτλετζ, ένας από τους λαμπρότερους σημερινούς ιστορικούς της αρχαιότητας, συγκεντρώνει πλήθος πηγών, γραπτών και αρχαιολογικών, τη μαρτυρία των θραυσμάτων του παρελθόντος και τις πληροφορίες των επών, των ποιητών και των ιστορικών προκειμένου να ανασυστήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό της. Από τον θηβαϊκό μυθολογικό κύκλο και τον Πίνδαρο ως τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα η θρησκεία, η πολιτική, η κουλτούρα και οι προσωπικότητες που σημάδεψαν την πόλη παρουσιάζονται σε μια συναρπαστική αφήγηση ανόδου και πτώσης, μεγαλείου και τραγωδίας. Με γλώσσα άμεση, σύγχρονη και κατανοητή που φροντίζει να επισημαίνει σε κάθε βήμα τις αναλογίες με την εποχή μας, ο Πολ Κάρτλετζ ανασυνθέτει δεξιοτεχνικά την εικόνα μιας άλλης εκδοχής της ελληνικής αρχαιότητας με τις φωτεινές και τις σκοτεινές στιγμές της, τους θριάμβους και τις αποτυχίες της, όμοιας και ταυτόχρονα διαφορετικής από εκείνες που μας είναι οικείες, περιγράφοντας γοητευτικά την πόλη του μύθου και της Ιστορίας.
Ιστορία
Ο Paul Auster μεγάλωσε παίζοντας με πλαστικά εξάσφαιρα παριστάνοντας τους καουμπόηδες που έβλεπε σε γουέστερν δευτέρας διαλογής. Έζησε τα τραυματικά επακόλουθα του φόνου του παππού του από τη γιαγιά του όταν ο πατέρας του ήταν παιδί και ξέρει, από πρώτο χέρι, πώς καταστρέφονται οικογένειες από μία και μόνη περίσταση ένοπλης βίας. Σε αυτό το σύντομο και καυστικό βιβλίο, ο Όστερ ακολουθεί αιώνες ολόκληρους της κατάχρησης των όπλων στην Αμερική: από τον βίαιο εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού στην καταναγκαστική σκλαβιά εκατομμυρίων ανθρώπων, από τον άσπονδο διχασμό ανάμεσα στα στρατόπεδα υπέρ και κατά της οπλοκατοχής στα μακελειά που κυριαρχούν στα δελτία ειδήσεων σήμερα. Από το 1968, περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο Αμερικανοί έχουν σκοτωθεί από όπλα. Οι αριθμοί είναι τόσο μεγάλοι, τόσο ολέθριοι, που αναγκάζεται κανείς να αναρωτηθεί γιατί η Αμερική είναι η πιο βίαιη χώρα του δυτικού κόσμου;
Το κείμενο διανθίζεται με απόκοσμες, αλησμόνητες φωτογραφίες του Spencer Ostrander από τους τόπους παραπάνω από τριάντα μακελειών ανά τη χώρα. Το Αιματοβαμμένο έθνος διατυπώνει το κεντρικό, φλέγον ερώτημα του καιρού μας: Σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε;
Ιστορία
Η άνθηση της ιστορικής έρευνας για τον ελληνικό εβραϊσμό τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην προπολεμική παρουσία των εβραϊκών κοινοτήτων και κυρίως στο Ολοκαύτωμα την περίοδο του πολέμου. Αντίθετα υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα που αφορούν τη μεταπολεμική εποχή, ιδίως το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών, που αποτελεί θέμα συζήτησης στη δημόσια ιστορία.
Την άνοιξη του 1943, με την εφαρμογή της Τελικής Λύσης στη Θεσσαλονίκη, οι ναζί φρόντισαν να ανοίξουν τον κύκλο της συνενοχής στη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, κάτι που έπραξαν σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Το ελληνικό κράτος ενεπλάκη στην υπόθεση με τη δημιουργία της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ), ενώ χιλιάδες Έλληνες χριστιανοί έσπευσαν, άλλοι από ανάγκη και πολλοί από καιροσκοπισμό, να συμμετάσχουν στη διαδικασία εκμετάλλευσης ως μεσεγγυούχοι.
Ακόμη και μετά την απελευθέρωση, το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών εξακολούθησε να αποτελεί ένα ακανθώδες θέμα που εξέθετε διεθνώς τη χώρα. Ποια ήταν η δημόσια στάση έναντι των επιζώντων Ελλήνων Εβραίων; Πώς αντιμετωπίστηκαν οι δωσίλογοι και όσοι εκμεταλλεύτηκαν και διασπάθισαν τις εβραϊκές περιουσίες; Γιατί καθυστέρησε η εφαρμογή των νόμων και τι συνέβη το 1949; Τι έγινε τελικά;
Το βιβλίο του Δρ. Ανδρέα Μπουρούτη παρακολουθεί την προπολεμική εποχή, την Κατοχή και τη μεταπολεμική περίοδο και δίνει σαφείς και στοιχειοθετημένες απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με τις εβραϊκές περιουσίες, κινητές και ακίνητες, αξιοποιώντας πρωτογενές αρχειακό υλικό που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Μέσα στους δρόμους του κέντρου, της ανατολικής και της δυτικής Θεσσαλονίκης βλέπουμε να εκτυλίσσονται οι ιστορίες ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους χάθηκαν με τραγικό τρόπο στα στρατόπεδα θανάτου.
Η Βουλγαρική Κατοχή αφάνισε την εβραϊκή κοινότητα της Καβάλας· κανείς δεν γύρισε από την Τρεμπλίνκα. Επέστρεψαν, μονάχα, ναυαγοί της Shoah, μερικές δεκάδες Εβραίοι που είχαν καταφέρει να διαφύγουν πριν από την εκτόπιση, ή επέζησαν από τα καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Μέσα από την έρευνα σε ένα μεγάλο επιστολικό αρχείο, το βιβλίο αυτό ζωντανεύει τους βίους, τις φωνές και τις διαδρομές των μελών μιας σημαντικής οικογένειας Εβραίων καπνεμπόρων, αλλά και άλλων Καβαλιωτών Εβραίων. Οι ιστορίες τους φέρνουν στην επιφάνεια διλήμματα και επιλογές που σφράγισαν τον μεταπολεμικό κόσμο. Η αφήγηση του βιβλίου παρακολουθεί τους επιζώντες να σχετίζονται, να παντρεύονται, να συνεργάζονται επαγγελματικά, να παραμένουν στον τόπο τους ή να μεταναστεύουν. Διερωτάται για τους τρόπους με τους οποίους γράφουν για όλα αυτά και εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Για τις μεγάλες αλλά και τις μικρές χειρονομίες, για «ένα μικρό ναι, ένα μικρό όχι, που αρκούν για να εξοντώσουν ένα σύνταγμα από δραγόνους», όπως έγραφε ο Μπέκετ. Χειρονομίες που έρχονται από μια μακρά πολιτισμική παράδοση. Τρόποι που κλονίστηκαν από το ναυάγιο και όμως επιβιώνουν για να κρατούν το νήμα μιας συνέχειας με τα προπολεμικά χρόνια, μέχρις ότου υποχωρήσουν για να δώσουν τη θέση τους σε νέους τρόπους, νέες συνήθειες, νέες μόδες, μέσα στα χρόνια εκείνα που οι δυσκολίες ήταν ευθέως ανάλογες με τις προσπάθειες και τις ελπίδες των ανθρώπων.
Πώς διαχειρίστηκε η ελληνική κοινωνία τη μνήμη του Ολοκαυτώματος στο πλαίσιο του διχασμού που κληροδότησε ο Εμφύλιος πόλεμος τόσο στην πολιτική όσο και στην κουλτούρα της μνήμης; Όπως δείχνει τεκμηριωμένα ο Δημήτρης Ελευθεράκης, η μνήμη του αφανισμού της εβραϊκής ζωής στην Ελλάδα καθυποτάχτηκε πολύ γρήγορα στις ανάγκες νομιμοποίησης διάφορων ενεργών παραγόντων, από το Κ.Κ.Ε. μέχρι την Εκκλησία, που διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για μια θετική απεικόνιση του ρόλου τους στην Κατοχή. Μετά το τέλος της δικτατορίας, η αναδυόμενη ανάγκη συμφιλίωσης προσέκρουσε σε μια προβληματική συζήτηση για το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων. Κατά τη σκιαγράφηση της ελληνικής κοινωνίας του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, οι Εβραίοι δεν εντάχθηκαν ως κοινότητα μνήμης στην αλληλέγγυα κοινότητα η οποία πάλεψε ως Δαβίδ ενάντια στον Γολιάθ που συνιστούσαν οι Γερμανοί κατακτητές. Για να φτάσουμε λοιπόν στην πλήρη αναγνώριση της σημασίας του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, είναι απαραίτητο, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, να ξεπεραστούν οι επικρατούσες ακόμη και σήμερα παραδόσεις που τοποθετούν στο επίκεντρο της ενθύμησης της εξόντωσης δράσεις αντίστασης και διάσωσης που έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου.
Η πρωτοποριακή αυτή μελέτη (που εκδίδεται ταυτόχρονα στη Γερμανία) έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό όχι μόνο στη σχετική ελληνική έρευνα αλλά και στη διερεύνηση της μνημονικής κουλτούρας του Ολοκαυτώματος συνολικά, έτσι ώστε αυτό να πάρει τη βαρύνουσα θέση που του αρμόζει στην ελληνική κουλτούρα μνήμης. Μεταξύ άλλων, δείχνει ότι η ως τώρα απουσία του από αυτήν επιτεύχθηκε μάλλον με τον επιλεκτικό λόγο παρά, όπως πιστεύεται, με τη σιωπή.
Ιστορία
Η Θεσσαλονίκη των τελευταίων ετών πριν από τον Β’ΠΠ προσπαθούσε να απορροφήσει τις αναταράξεις της περασμένης 15ετίας: την έλευση των προσφύγων σε μια κατεστραμμένη από πυρκαγιά πόλη, την οικονομική κρίση, τον διάχυτο αντισημιτισμό, τα συνεχή πραξικοπήματα κ.ο.κ. Η 5ετία της Δικτατορίας του Ι.Μεταξά έφερε την διάλυση της ΕΕΕ και των χαλυβδόκρανων, των προσκόπων και παρεμφερών οργανώσεων, μια οικονομική σταθερότητα και μια επιβαλλόμενη κοινωνική γαλήνη που βασίζονταν στην εκτόπιση-εξορία των αριστερών «ταραξιών» του μεσοπολέμου, παράλληλα με μυστική προετοιμασία της χώρας εν όψει ενός προβλεπόμενου πολέμου. Πώς ανατράπηκαν όλα με τη Γερμανική Κατοχή 1941-1944; Πώς αντέδρασε η κοινωνία και οι πολιτικές δυνάμεις της πόλης στον αφανισμό των Εβραίων κατοίκων της; Πού βρέθηκαν τόσες ύαινες να πέσουν πάνω στην εβραϊκή περιουσία; Ποιοι ήταν οι δοσίλογοι που συνεργάστηκαν με κάθε τρόπο με τον κατακτητή, πώς έδρασαν και τι απεκόμισαν; Πώς συμπεριφερθήκαν τα θεσμικά όργανα της πόλης σε όλη αυτή την κρίσιμη περίοδο; Πώς αντιμετώπισε τον δοσιλογισμό η Δικαιοσύνη μετά την Απελευθέρωση; Τι απέγινε με τους «κατά την Κατοχήν πλουτίσαντας»; Ποιοι ήταν οι νέοι «εύποροι» στο τέλος της δεκαετίας 1941-1949; Έγινε μια αναδιανομή του πλούτου στην πόλη; Λειτούργησαν πάλι οι παλιές Ισραηλιτικές επιχειρήσεις; Ιδρύθηκαν νέες; Τις απαντήσεις επιδιώκει να δώσει το ιστορικό αυτό δοκίμιο, το οποίο βασίζεται στη Διδακτορική Διατριβή του συγγραφέα που εγκρίθηκε από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ τον Ιούλιο 2022.
Ψυχοπαθολογικαί εκδηλώσεις εξ αντιδράσεως, αλαλίαι και τρόμοι εκτοπισθέντων εις Μακρόνησον.
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ-ΜΕΛΕΤΗ εξετάζονται οι συνθήκες στις οποίες εμφανίστηκε και εξελίχθηκε το φαινόμενο της «μακρονησιώτικης τρέλας», κατά την περίοδο που στο νησί «φιλοξενήθηκαν»
πολιτικοί εξόριστοι. Χωρίς δραματοποιήσεις ή στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις ψυχικές παθήσεις και τους πάσχοντες εξόριστους, αναζητούνται τα χαρακτηριστικά των προσώπων. Ποιοί ήταν οι «τρελοί» της Μακρονήσου, οι προσωπικές τους ιστορίες, η «τρέλα» που τους βασάνισε και η «μετα- αναμορφωτική» τους ζωή. Διερευνώνται ακόμη οι πολιτικές, κοινωνικές, ψυχολογικές, κλινικές συνθήκες που όρισαν την αντιμετώπισή τους, όπως και οι αναπαραστάσεις της «μακρονησιώτικης τρέλας» στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Γίνεται μια απόπειρα να λυθεί η «σιωπή» και να τεθεί προς «συζήτηση» το θέμα. Μόνο μέσα από τη νοηματοδότηση της «μακρονησιώτικης τρέλας» και την κατανόησή της μπορεί εντέλει να επέλθει και
η κάθαρση. Διαδικασία που μάλλον συνέβη με όλες τις έως τώρα μελέτες που έγιναν για τη Μακρόνησο αλλά και τον Εμφύλιο γενικότερα.
Η διενεργηθείσα έρευνα στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στο σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για τη Μακρόνησο, στο αρχειακό υλικό του Δημόσιου Ψυχιατρείου στο Δαφνί, στο οποίο εισήχθη μεγάλος αριθμός «τρελών» Μακρονησιωτών, και του Δρομοκαΐτειου. Συμπληρωματικά στοιχεία εντοπίστηκαν στον Τύπο, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο μητρώο της Πανελλήνιας Ένωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου.
Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης: κατάλογο «τρελών» Μακρονησιωτών, σχετικό δημοσίευμα του ποιητή Γιώργου Μυλωνογιάννη, έως πρόσφατα άγνωστα στοιχεία για τον «ψυχίατρο της Μακρονήσου» Αντώνη Παλαιολόγο και αδημοσίευτο πρωτογενές φωτογραφικό υλικό.