Ιστορία
Η “αναζήτηση νοήματος” έχει εκπέσει σε εμπόριο στα χέρια των ψυχοθεραπευτών και των “κόουτς”. Κάποτε ήταν υπόθεση των θεολόγων, που έψαχναν το χέρι του Θεού στην Ιστορία. Ανάμεσα στον Διαφωτισμό (18ος αιώνας) και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (αρχές του 20ού), η θεολογία έδωσε τη θέση της στην πολιτική: στη Δύση της “απομάγευσης” (Μαξ Βέμπερ) και της απόσυρσης του Θεού, το νόημα αναζητήθηκε στις “κοσμικές θρησκείες” (Ρεϊμόν Αρόν), τον κομμουνισμό, τον φασισμό και τον ναζισμό, όπως επίσης στον φιλελευθερισμό και τις παραλλαγές του (υπερ-, νεο-…), αλλά και, ολοένα και περισσότερο κατά τα φαινόμενα, στη συνωμοσιολογία, από τότε που οι “μεγάλες αφηγήσεις” (Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ) έμειναν ορφανές.
Η αναζήτηση νοήματος είναι επίσης μια μανία του ιστορικού – όταν μιλάμε για το νόημα των πράξεων στις οποίες προέβησαν οι δρώντες μιας εποχής, για εκφράσεις μιας “κοσμοθεωρίας” που χαρακτηρίζει έναν χρόνο, έναν τόπο, μια ανθρώπινη ομάδα (τάξη, φυλή, έθνος, ή αστυνομική μονάδα, σώμα δημοσίων υπαλλήλων, θρησκευτικό τάγμα), νομιμοποιώντας και δικαιολογώντας καμιά φορά τα χειρότερα.
Δύο μεγάλα επαναστατικά γεγονότα άλλαξαν τη μορφή της Μέσης Ανατολής: η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση στην Παλαιστίνη (1936-1939) και η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν (1979).
Κανένα γεγονός δεν επηρέασε τόσο τον αραβικό κόσμο στον Μεσοπόλεμο και στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο όσο η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση στην Παλαιστίνη. Διαμόρφωσε τα βασικά χαρακτηριστικά ενός υπερεθνικού πολιτικού Ισλάμ, αποτέλεσε το κέντρο ενός μεγάλου παναραβικού ρεύματος που εισχώρησε στα νεότευκτα αραβικά κράτη και εγκλώβισε τα κράτη αυτά στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση.
Η Ισλαμική Επανάσταση αποτέλεσε παράδειγμα –το μοναδικό στην περιοχή– επιτυχημένης λαϊκής εξέγερσης που συγκρότησε μια εναλλακτική μορφή κρατικής οργάνωσης. Η Επανάσταση συνδέθηκε με διεθνή κινήματα και ιδεολογικά ρεύματα που αμφισβητούσαν το διεθνές status quo και τις ανισότητες που αυτό παρήγε και άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη διεθνή πολιτική όπου συμμαχίες κρατών και μη κρατικών δρώντων θα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Συνδέοντας τις Διεθνείς Σχέσεις και τη θεωρία των επαναστάσεων, το βιβλίο αναλύει τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτά τα επαναστατικά γεγονότα και τις συνθήκες που τα διαμόρφωσαν, έτσι ώστε να ερμηνευτεί η αποφασιστική επίδρασή τους στους περιφερειακούς συσχετισμούς.
Ιστορία
Από τις αναμνήσεις Γερμανών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις μαρτυρίες Ελλήνων για τη χούντα, και από τους βετεράνους της μεταπολεμικής Ευρώπης έως τη γενιά των μιλένιαλ, που κλήθηκε να διαχειριστεί την κληρονομιά του 1989 και της πτώσης του Τείχους, η εξιστόρηση του Τίμοθι Γκάρτον Ας χωράει δεκάδες Ευρωπαίους, διάσημους και λιγότερο γνωστούς, δεκάδες τόπους, μνημεία και αφηγήσεις για μία μεγάλη ιδέα: το μέλλον μιας ηπείρου που έπρεπε να ανασυγκροτηθεί μέσα από τα ερείπια του 1945, να αφήσει πίσω της τον εφιάλτη και να φτάσει στο μεγάλο όραμα της ενοποίησης.
Ο συγγραφέας ταξιδεύει στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σε όσα επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτή, συναντάει τους βασικούς παίκτες που χάραξαν την πολιτική της –από τον Χέλμουτ Κολ και τη Μάργκαρετ Θάτσερ έως τον Τόνι Μπλερ–, αναρωτιέται για το κόστος των πολέμων και του Brexit, δηλώνει τη συμπαράστασή του στην Ουκρανία και συνεχίζει να ελπίζει.
Αν χρειάζεται κάτι η Γηραιά Ήπειρος σε αυτή τη διαδικασία ενοποίησης είναι «περισσότερη και δίκαιη Ευρώπη». Και ο ίδιος είναι από τους λίγους Ευρωπαίους που δεν έπαψαν ποτέ να τη μελετούν και να επιδιώκουν τη μεταμόρφωσή της.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε συγκρίνει την επανάσταση με την πυρηνική σχάση: μια έκρηξη ικανή να απελευθερώσει και να πολλαπλασιάσει την ενέργεια που περιέχεται στο παρελθόν. Τούτο το βιβλίο δεν αφηγείται την ιστορία των επαναστάσεων σε χρονολογική σειρά: τις ερμηνεύει σαν συλλογικά ξεσπάσματα που καταστρέφουν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων και ανοίγουν νέους ορίζοντες προσμονής. Είναι εργοστάσια ουτοπιών.
Ο Έντσο Τραβέρσο χρησιμοποιεί την έννοια της επανάστασης σαν ερμηνευτικό κλειδί για να κατανοήσουμε τη νεοτερικότητα, και όχι μόνο τις κοινωνικές και πολιτικές της δομές αλλά και τις ιδέες της και το συλλογικό φαντσσιακό της, ή ακόμα και τις αισθητικές της μορφές. Αυτό σημαίνει να συλλάβουμε τις διανοητικές και συγκινησιακές διαστάσεις των επαναστάσεων, που έχουν εναποτεθεί σε κείμενα και εικόνες, θεωρίες και βιώματα, υλική κληρονομιά και συλλογικές μνήμες.
Η “Επανάσταση” του Τραβέρσο καλύπτει τους δύο τελευταίους αιώνες αναταραχών αναλύοντας ένα ευρύ και ποικίλο φάσμα υλικών, ξαναδιαβάζοντας τα κανονιστικά κείμενα, ανακαλύπτοντας και πάλι λησμονημένες μορφές. Το αποτέλεσμα είναι ένα γοητευτικό ιστορικό τοπίο φτιαγμένο από «διαλεκτικές εικόνες»: ατμομηχανές, σώματα, οδοφράγματα, σημαίες, τελετές, υλικές τοποθεσίες, ζωγραφικούς πίνακες, αφίσες και συμβολικά ορόσημα. Η διεργασία του παρελθόντος είναι απαραίτητη για να πορευτούμε στα ταραγμένα νερά του παρόντος και για να τροφοδοτήσουμε ένα νέο πολιτικό φαντασιακό για τον 21ο αιώνα.
Ιστορία
Πριν από περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια, σχεδόν παράλληλα με την ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, εμφανίστηκαν τα διδάγματα των Κινέζων φιλοσόφων, οι οποίοι επιδίωξαν να απαντήσουν σε θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής, όπως πώς μπορούν οι άνθρωποι να βελτιώσουν τον εαυτό τους και την κοινωνία τους. Μία από τις πλέον ανατρεπτικές ιδέες του κινεζικού τρόπου σκέψης είναι ότι η καλλιέργεια και η μεταμόρφωση του ατόμου δεν προκύπτουν από την εσωτερική αναζήτηση ενός κρυμμένου «αληθινού εαυτού» —πεποίθηση διάχυτη στις δυτικές κοινωνίες— αλλά από την καλλιέργεια του νου και των συναισθηματικών μας αντιδράσεων στα απρόβλεπτα γεγονότα του κόσμου. Αντίστοιχα, η ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων δεν προκύπτει από την εφαρμογή αφηρημένων, υπερβατικών ιδεών, αλλά από τις απλές «τελετουργίες» που πραγματοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή· η δύναμη δεν προκύπτει από την επιβολή αλλά από τον αυτοέλεγχο· η αριστεία επιτυγχάνεται μέσω των επιλογών που κάνουμε και δεν προκαθορίζεται από τις φυσικές μας ικανότητες. Απαύγασμα μακροχρόνιας ενασχόλησης με την κινεζική σκέψη και φιλοσοφία, το βιβλίο του Μάικλ Πιούετ και της Κριστίν Γκρος-Λο είναι ένα έργο που μας προσκαλεί να αμφισβητήσουμε θεμελιώδεις πεποιθήσεις μας για το πώς μπορούμε να ζούμε καλά. Το Μονοπάτι δεν είναι μια προκαθορισμένη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουμε αλλά ο δρόμος που διανοίγουμε καθημερινά καθώς προχωρούμε.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 μάς κληροδότησε την ελευθερία μας καθώς και πάμπολλα δύσκολα ερωτήματα, η αναψηλάφηση των οποίων, με τους όρους της ιστοριογραφίας αλλά και της τέχνης, διακονεί την εμβάθυνση της εθνικής μας αυτογνωσίας. Η επέτειος των δύο αιώνων του Αγώνα δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στην αποκαθήλωση των βαυκαλιστικών μυθευμάτων και στην υπερνίκηση των ταμπού. Η απόσταση της δημόσιας ιστορίας από την επιστημονική ιστοριογραφία παραμένει τεράστια.
Ένας από τους πιο δύσκολους «κόμπους» της κληρονομιάς μας έχει το όνομα των Μαυρομιχαλαίων. Η τρανή μανιάτικη οικογένεια είχε κάθε δικαίωμα να καυχιέται ότι δεκάδες μέλη της σκοτώθηκαν στους απελευθερωτικούς αγώνες, η ιστορία της όμως σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια από τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, γιο και αδερφό του Πετρόμπεη. Τυπικός μανιάτικος γδικιωμός ; Τυραννοκτονία, κατά τον στιχουργικό ύμνο του Αλέξανδρου Σούτσου; Άδικος φόνος, κατά τον χαρακτηρισμό του σφοδρότατα αντικαποδιστριακού Αδαμάντιου Κοραή ; Γαλλική η αγγλική συνωμοσία, με εκτελεστικό βραχίονα τους Μαυρομιχαλαίους; Γόρδιος δεσμός ; Ίσως. Κανένα όφελος δεν θα έχουμε πάντως αν τον «λύσουμε» με τη μέθοδο της κοφτερής σπάθης που αποδίδουμε στον Μεγαλέξανδρο.
Κοφτερή είναι και η σπάθη του μανιχαϊσμού, τραυματίζει όμως πρώτους τους ίδιους τους χρήστες της. Στον Πέτρο της Μάνης, ο Πετρόμπεης μιλάει με τα ενθυμήματά του, προϊόντα της φαντασίας βεβαίως, και με την «Πολιτική Διαθήκη» του, που την υπαγόρευσε το 1842, όταν νόσησε και φοβήθηκε ότι θα πεθάνει, πρωτοδημοσιεύτηκε όμως το 1903. Κυρίως δε συνομιλεί με τον γιατρό Απόστολο
Μαυρογένη, πολεμιστή του 1821 αλλά και του 1854, στην επανάσταση της Ηπείρου.
Ο Μαυρογένης, που η μυθοπλασία τον θέλει φανατικό συλλογέα και αναγνώστη βιβλίων για τον Αγώνα, είχε τη σπάνια τύχη να ζήσει σε τρεις αιώνες : 18ο, 19ο, 20ό. Πέθανε 114 ετών, γι’ αυτό και αποκλήθηκε «παππούς όλων των Ελλήνων».
Μια κιβωτός μνήμης.
Μια-δυό φορές, για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, το θεατρικό κείμενο ενδίδει σε αναχρονιστικές «παρασπονδίες», όπως λόγου χάρη όταν ο Μαυρογένης διαβάζει από τα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη, τα οποία ωστόσο εκδόθηκαν πολύ αργότερα
Χρόνια τώρα, κάθε φορά, που γίνονται οι συζητήσεις για το Πολυτεχνείο, μένω στο τέλος τους με την ίδια απορία. Πώς είναι δυνατόν τελικά να αντιστρέφεται μια τόσο απτή, κατά την άποψή μου, αλληλουχία γεγονότων και να μην κρατάμε το καίριο! Το Πολυτεχνείο δεν θα είχε την ξεχωριστή θέση του στην ιστορική διαδρομή της μεταπολεμικής Ελλάδας αν τη δεύτερη ημέρα της κατάληψης οι φοιτητές που ανήκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις της Αριστεράς δεν κατάφερναν να αντιστρέψουν το χαρακτήρα που έπαιρνε με τα αιτήματα και τα συνθήματα που προωθούσαν οι υπεραριστεροί και οι αναρχικοί. . . Αυτή ακριβώς η συμπύκνωση των στόχων της εξέγερσης στα δύο καίρια αιτήματα ευρύτερης κατανόησης και αποδοχής – πτώση της δικτατορίας και απαλλαγή από τα στηρίγματά της και την εξάρτηση της χώρας – ήταν εκείνη που μετέτρεψε, με την ουσιαστική συνεισφορά του ραδιοσταθμού, τη φοιτητική έκρηξη σε παλλαϊκού χαρακτήρα ξέσπασμα ενάντια στη δικτατορία.
Όταν δεν αξίζει η ζωή μας να τη διηγηθούμε, είναι σαν να μην τη ζήσαμε. Είμαστε ακόμα ζωντανοί κι ό,τι ζήσαμε ήταν αληθινό δεν πρέπει να επιτρέψουμε να παραχαραχθεί και να αλλοιωθεί. Με την πίστη πως ό,τι έχει υπάρξει αληθινά δε γίνεται να χαθεί, θα το βρουν μπροστά τους φωτεινό οι επόμενοι, οι οπλισμένοι με μνήμη και γνώση, καταθέτω δικαιωματικά, μετά από τριάντα χρόνια, σκόρπιες σημειώσεις, ημερολόγια, ποιήματα, κείμενα και ντοκουμέντα που γράφτηκαν και διασώθηκαν κάτω από συνθήκες παρανομίας και απίστευτων δυσκολιών.
Εκθέτοντας ακόμα μια φορά τον εαυτό μου, χωρίς να επέμβω και να αλλάξω το παραμικρό, για να φανεί η ατμόσφαιρα και το κλίμα μιας τρυφερά επαναστατημένης και εξεγερμένης γενιάς που δημιούργησε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Κι έτσι μιλάνε μόνα τους τα κείμενα – σπαράγματα, με τη φωνή ενός εικοσιτριάχρονου φοιτητή τότε και ενός ανθρώπου σήμερα που ζει τη ζωή του σαν να τη θυμάται σε ένα διαρκές παρόν.
Πενήντα χρόνια μετά, διαβάστε γιατί χωρίς το Πολυτεχνείο δε θα υπήρχε η μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μία αυθόρμητη –χωρίς κομματική καθοδήγηση– κορύφωση στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία. Εγγράφηκε με δύναμη στη λαϊκή συνείδηση, επειδή εμπεριείχε την έννοια της “θυσίας”, η οποία λειτουργεί σαν σηματοδότης για έθνη και λαούς. Είναι από τα ιστορικά γεγονότα που έχει ζωτική ανάγκη κάθε λαός για να διατηρεί τον αυτοσεβασμό του.
Το φοιτητικό κίνημα είναι εκείνο που εξανάγκασε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να δρομολογήσει το πείραμα Μαρκεζίνη για να νομιμοποιήσει πολιτικά το καθεστώς του. Εάν εκείνος ο ελιγμός είχε επιτύχει, η Ελλάδα θα είχε εγκλωβιστεί σε έναν κηδεμονευόμενο κίβδηλο κοινοβουλευτισμό. Η εξέγερση του Νοέμβρη άνοιξε τον δρόμο για την πτώση της δικτατορίας, έστω κι αν τον ρόλο καταλύτη έπαιξε η τραγωδία της Κύπρου. Με αυτή την έννοια, το Πολυτεχνείο είναι ο ιδρυτικός “μύθος” της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός, άλλωστε, προσλαμβάνει διαστάσεις “μύθου”. Χωρίς το Πολυτεχνείο, η Ελλάδα πιθανόν να είχε ακολουθήσει δρόμο παρόμοιο με αυτόν της Χιλής: Ο αιματοβαμμένος δικτάτορας Πινοσέτ ανέλαβε με πραξικόπημα το 1973 και παρέμεινε στην εξουσία (ως πρόεδρος και αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων) μέχρι το 1998! Δεν πήγε ποτέ φυλακή!
Οι πολιτικοί ταγοί της Μεταπολίτευσης οφείλουν τη σταδιοδρομία τους στο “ριζοσπαστικό ρεύμα” του φοιτητικού κινήματος, το οποίο επέβαλε την κατάληψη. Αν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο, τα κόμματα θα ήταν υποχρεωμένα να πολιτεύονται τουλάχιστον για οκτώ χρόνια στο ασφυκτικό πλαίσιο των υπερ-υπερεξουσιών του δικτάτορα-προέδρου Παπαδόπουλου.
Ο Σταύρος Λυγερός, ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, δίνει τη δική του πολιτική και προσωπική κατάθεση για εκείνα τα γεγονότα.
Η εξέγερση μέσα από τις καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων – Aστυνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Πολυτεχνείο 1973. Πενήντα χρόνια μετά, 23 συγγενείς νεκρών, 133 τραυματίες, 2 συγγενείς τραυματιών και 25 αυτόπτες μάρτυρες δολοφονιών και τραυματισμών παίρνουν ξανά τον λόγο. Οι ξεχασμένες καταθέσεις τους στα δικαστήρια ζωντανεύουν το μεγαλείο της εξέγερσης μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, δρόμο τον δρόμο, αλλά και τη δολοφονική καταστολή της από την αστυνομία και τον στρατό, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά ατιμώρητων καθεστωτικών εγκλημάτων πολέμου.
Μέσα από την πολυφωνική αφήγηση προσωπικών βιωμάτων, αναδεικνύονται όλες οι συνισταμένες της διαλεκτικής ενός λαϊκού ξεσηκωμού, από τη συνειδητή μάχιμη συμμετοχή μέχρι τη συμπτωματική παρουσία στα διαρκώς μετατοπιζόμενα πεδία των ταυτόχρονων συγκρούσεων. Αποτυπώνονται λεπτομέρειες και στιγμιότυπα, πολύτιμες ψηφίδες της εξέγερσης, αναγκαίες για μια κατά το δυνατόν ολιστική εξιστόρηση της ενιαίας και αδιαίρετης δράσης των «εντός» και των «εκτός» του Πολυτεχνείου εξεγερμένων.
Μέσα από τη φωτιά των φραγμάτων πυρός ξεπροβάλλουν το μέγα πάθος, η επίμονη μαχητικότητα και η συντροφική αλληλεγγύη των ανθρώπων που βρέθηκαν να διαδηλώνουν δίπλα δίπλα, να σώζουν τραυματίες και τελικά να πεθαίνουν ή να τραυματίζονται και οι ίδιοι, χωρίς να ξέρει ο ένας το όνομα τουάλλου: στοιχεία που προσέδωσαν στην αυθόρμητη εκκίνηση της φοιτητικής κατάληψης τον χαρακτήρα γνήσιας λαϊκής εξέγερσης.
Η έκταση της φονικής καταστολής επιπλέον τεκμηριώνεται με άκρως απόρρητα αστυνομικά και άλλα έγγραφα από τον «Φάκελο 650» του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας τα οποία αναφέρονται:
στους «αναγνωρισμένους» από την αστυνομία νεκρούς,
σε 320 τραυματίες που καταγράφτηκαν σε καταστάσεις νοσοκομείων και κλινικών,
σε 510 τραυματίες που περιλαμβάνονταν σε καταστάσεις της Ασφάλειας.
Ιστορία
Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
To βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή ατομικών βιωματικών αφηγήσεων με θέμα την Εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-18 Νοεμβρίου 1973). Αποτελείται από ογδόντα τέσσερα απομαγνητοφωνημένα κείμενα προφορικών μαρτυριών-συνεντεύξεων με ισάριθμους αφηγητές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του 2010 έως και το φθινόπωρο του 2020. Πρόκειται για μια συστηματική μελέτη προφορικής ιστορίας με βάση επάλληλα κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας όσον αφορά τη συμμετοχή στα γεγονότα, που τη συναπαρτίζουν μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς. Βασικός στόχος του βιβλίου είναι να αποτελέσει ένα σώμα πληροφοριών, που θα καλύψει ορισμένα από τα κενά της έρευνας γύρω από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, και παράλληλα να συμβάλει στη διατήρηση της μνήμης ενός από τα πιο εμβληματικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο συνεχίζει να είναι αντικείμενο έντονων φορτίσεων αλλά και να υπόκειται σε διάφορες στρεβλώσεις και ποικίλες αναθεωρήσεις.