Ιστορία
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια νέα, μνημειώδη εξιστόρηση ενός από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην ανθρώπινη ιστορία: της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η μοίρα της Ρώμης είναι η πρώτη μελέτη η οποία εξετάζει τον καταστροφικό ρόλο που έπαιξαν η κλιματική αλλαγή, οι λοιμώδεις νόσοι και οι πανδημίες στην κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους – μια ιστορία θριάμβου της φύσης απέναντι στην ανθρώπινη φιλοδοξία.
Ο Κάιλ Χάρπερ μεταφέρει τους αναγνώστες από το απόγειο της Ρώμης, κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν η αυτοκρατορία έμοιαζε με ανίκητη υπερδύναμη, έως την παρακμή και τη διάλυσή της τον 7ο αιώνα, αναλύοντας κρίσιμες καμπές και αθέατες παραμέτρους που σφράγισαν ανεξίτηλα τη διαδρομή αυτή.
Συνυφαίνοντας μια μεγάλη ιστορική αφήγηση με τις τελευταίες εξελίξεις στην κλιματική επιστήμη και τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της γενετικής, ο συγγραφέας δείχνει πώς η μοίρα της Ρώμης κρίθηκε όχι μόνο από αυτοκράτορες, στρατιώτες και βαρβάρους, αλλά και από ηφαιστειακές εκρήξεις, ηλιακούς κύκλους, κλιματικές αστάθειες και ολέθρια μικρόβια, ιούς και βακτήρια.
Το βιβλίο, ένας οξυδερκής στοχασμός για τη μύχια σχέση της ανθρωπότητας με το περιβάλλον, περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο πώς ένας από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς της ιστορίας ήρθε αντιμέτωπος με τη σωρευτική βία της φύσης, αντέχοντας για αιώνες αλλά τελικά υποκύπτοντας. Το παράδειγμα της Ρώμης είναι μια επίκαιρη υπενθύμιση ότι η κλιματική αλλαγή και η μικροβιακή εξέλιξη έχουν διαμορφώσει τον κόσμο μας με τρόπους αναπάντεχους και καθοριστικούς.
Μια επική αφήγηση έξι αιώνων αθηναϊκής ιστορίας, από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως τον 2ο αιώνα μ.Χ. Η εξέλιξη της πόλης και το αποτύπωμά της στον ελληνιστικό και τον ρωμαϊκό κόσμο.
Αυτό το βιβλίο αφορά μια μακρά περίοδο της ιστορίας της Αθήνας που θεωρείται συνήθως αλλά λανθασμένα εποχή παρακμής και πτώσης μετά το μεγαλείο της κατά τους κλασικούς χρόνους. Τότε η Αθήνα ήταν αυτοκρατορική δύναμη με τρομερό στόλο, είχε ισχυρή οικονομία, περήφανη ιστορία, ανθούσα πνευματική, καλλιτεχνική και φιλολογική ζωή και οι Αθηναίοι ζούσαν υπό μια δημοκρατία η οποία τους καθιστούσε κυρίαρχους ως κράτος. Ο Περικλής ισχυριζόταν ότι η Αθήνα ήταν μια πόλη την οποία ήθελαν να μιμηθούν οι πάντες.
Όμως, το 338, όταν ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας επέβαλε την ηγεμονία του στην Ελλάδα, αυτή η ζωή άλλαξε για πάντα. Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να υποστούν τη μακεδονική εξουσία για σχεδόν δύο αιώνες, μέχρι να επιβάλει την κυριαρχία της στην Ελλάδα η νέα δύναμη του μεσογειακού κόσμου, η Ρώμη.
Η συνηθισμένη άποψη για την Αθήνα υπό τη μακεδονική και τη ρωμαϊκή κυριαρχία είναι εκείνη μιας πόλης που ήταν η σκιά του προηγούμενου εαυτού της, με τη δημοκρατία της να έχει υποβαθμιστεί σε μια καρικατούρα, την οικονομία της σε παρακμή, τη στρατιωτική ικανότητά της να μην υπάρχει πια, και υπό τους Ρωμαίους αφέντες της να έχει μετατραπεί σε επαρχιακή πόλη. Όμως αυτή η υποβαθμισμένη εικόνα έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Όπως θα καταδείξει το ανά χείρας βιβλίο, η μεταγενέστερη Αθήνα απείχε πολύ από το να είναι ένα υστερόγραφο της κλασικής προκατόχου της. Εξακολουθούσε να είναι μια ζωντανή πόλη που ασκούσε επιρροή, ο λαός της παρέμενε όπως πάντα ανθεκτικός, φθάνοντας στο σημείο ακόμη και να πολεμήσει εναντίον των Μακεδόνων και των Ρωμαίων κυριάρχων, ενώ ο κλασικός εαυτός της επιβίωνε στη φιλολογία και τη σκέψη.
Μια συνολική, ρηξικέλευθη αποτίμηση της πορείας του σύγχρονου ελληνικού κράτους, που εντάσσει κάθε κρίση της σε ένα πλαίσιο ιστορικής κανονικότητας.
«Η πρόκληση που έθεσα στον εαυτό μου ήταν ο εντοπισμός της βαθύτερης λογικής που διέπει την ιστορική μας πορεία ως έθνους. Η καταγραφή μιας σειράς υπερφιλόδοξων εγχειρημάτων, αναπόφευκτων καταστροφών και ξένων διασώσεων με θετική σε γενικές γραμμές έκβαση συνιστά το θεμέλιο του σχήματος στο οποίο κατέληξα και το οποίο προτείνω, όπως και η κωδικοποίηση των σύνθετων αυτών διεργασιών σε εφτά μεγάλους ιστορικούς κύκλους.» Στάθης Ν. Καλύβας
Μια σφαιρική και ρηξικέλευθη αποτίμηση της ιστορικής πορείας της σύγχρονης Ελλάδας που εντάσσει τη σημερινή κρίση σε ένα πλαίσιο ιστορικής διάρκειας, από την κατάκτηση της ανεξαρτησίας ως σήμερα. Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Yale Στάθης Ν. Καλύβας με το βιβλίο αυτό επεκτείνει την ερμηνευτική του ματιά σε ολόκληρη την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και μας οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση της κρίσης που ξεκίνησε το 2009, αφήνοντας συγχρόνως να διαφανεί κι ο σπόρος της αισιοδοξίας για το μέλλον.
Ιστορία
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα της ιστορικής παρακμής. Κυριαρχεί ο φόβος ότι η ώρα της Ευρώπης πέρασε, ότι τα αθάνατα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν μπορούν πια να επαναληφθούν κι ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη σκέψη πως σε παγκόσμιο επίπεδο η Ευρώπη θα έχει εφεξής ρόλο δευτεραγωνιστικό, ή και κομπάρσου.
Στη διάλεξη αυτή, ένα απ’ τα τελευταία κείμενα που δημοσίευσε πριν το θάνατό του, ο Τζωρτζ Στάινερ επιχειρεί να «γειώσει» τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης ― να τη μεταφέρει από τους αιθέρες των μεγάλων ιδεών στο έδαφος της βιωμένης πραγματικότητας.
Τι ορίζει την Ευρώπη; ρωτά ο Στάινερ. Και απαντά: το καφενείο, αυτή η νέα αρχαία αγορά που χωρά τον διανοούμενο και τον πολιτικό μαζί με τον εργάτη και τον άστεγο· το εξημερωμένο και αχόρταγα περπατημένο τοπίο· η διαρκής παρουσία του παρελθόντος στους δημόσιους χώρους ―στους δρόμους, στις πλατείες, στις γέφυρες― και η συνακόλουθη, συχνά ασφυκτική, κυριαρχία της μνήμης· η ριζικά αντιφατική και γι’ αυτό ανεξάντλητα γόνιμη πρωτοκαθεδρία δύο πνευματικών παραδόσεων, της ελληνικής και της εβραϊκής· τέλος, η ιστορικά μοναδική αίσθηση του πεπερασμένου των ανθρώπινων επιδιώξεων και η αναγνώριση της καταστατικής τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης.
Αρκούν αυτά, αναρωτιέται ο Στάινερ, για να παραμείνει η Ευρώπη μια ιδέα που διεγείρει την ψυχή και τη φαντασία; Ή μήπως είναι καταδικασμένη «να κατοικήσει στο μεγάλο μουσείο περασμένων ονείρων που ονομάζουμε ιστορία»;
Ποιος ναός της πόλης λειτούργησε ως φρενοκομείο; Ποια πλευρά από τις επάλξεις του Λευκού Πύργου προτιμούν οι αυτόχειρες; Ποιες φράσεις έχουν χαράξει πάνω στους τρούλους από το Μπεζεστένι οι εργάτες εδώ και τρεις αιώνες; Σε ποιας εκκλησίας το προαύλιο έγιναν φονικές μάχες; Γιατί λείπουν τα δάχτυλα από τα αγάλματα της οδού Φράγκων; Σε ποιο σημείο της παλιάς παραλίας στήθηκαν αγχόνες; Μπροστά από ποιο ξενοδοχείο σκοτώθηκε ο καπνεργάτης από τους χωροφύλακες; Μέσα σε ποια εκκλησία τα ποντίκια έφαγαν τους ανθρώπους; Μέσα σε ποιο ζαχαροπλαστείο γυρίστηκε μια σκηνή της Χριστίνας με τον Ηλιόπουλο; Ποιος είναι ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων»; Σε ποιο ξενοδοχείο έμενε η Γερμανίδα κατάσκοπος; Ποια είναι η ιστορία της τηγανητής πατάτας στην πόλη; Ποιο πρόπυλο ναού είναι χτισμένο με υλικά από τα σπίτια που κάηκαν το 1917; Σε ποιον δρόμο της πόλης οι άνθρωποι προσκυνούσαν τους αγίους που ζωγραφίζονταν στα τζάμια των σπιτιών; Ποιος μαχαιρώθηκε με τον σουγιά που βρίσκεται πεταμένος στη θάλασσα, μπροστά από το «Όλυμπος-Νάουσα»; Κάτω από ποιο πλατάνι στο κέντρο της πόλης γίνονταν τα παλουκώματα; Ποιο φονικό έγινε στη Διαγώνιο; Σε ποιο σημείο του βυθού στ’ ανοιχτά του Λευκού Πύργου βρίσκεται ποντισμένο ένα πιάνο; Ποιοι θέλησαν να εξοντώσουν τις ακακίες της Βενιζέλου; Μέσα σε ποιον κινηματογράφο αυτοκτόνησε ένας απελπισμένος; Υπάρχουν ιπτάμενοι δίσκοι στην παραλία; Ποιο είναι το πιο κολασμένο στρατόπεδο της πόλης;
Σας έχει τύχει ποτέ να γνωρίζετε τα γεγονότα κι όμως να μην μπορείτε να αφήσετε το βιβλίο από τα χέρια σας; Αυτό ακριβώς κάνει το νέο, συναρπαστικό βιβλίο του Αριστείδη Ν. Χατζή, μια μνημειώδης επισκόπηση της τεράστιας σημασίας της Ελληνικής Επανάστασης που διαβάζεται ως μυθιστόρημα.
Ιστορία
Ο Νικολό Μακιαβέλλι δεν είναι μόνο ο συγγραφέας του Ηγεμόνα· τα πολιτικά του έργα περιλαμβάνουν τις Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, την Τέχνη του Πολέμου και τις Φλωρεντινές Ιστορίες. Σ’ αυτά αποκαλύπτονται πτυχές της σκέψης του που δεν απαντώνται στον Ηγεμόνα, ενώ συγχρόνως δείχνουν την εξέλιξή της. Οι Φλωρεντινές Ιστορίες είναι το τελευταίο μείζον έργο του και γράφτηκε κατά παραγγελία του Ιουλίου των Μεδίκων που εξελέγη πάπας με το όνομα Κλήμης Ζ’· αποτελείται από οκτώ βιβλία, από τα οποία το πρώτο είναι αφιερωμένο σε μια γενική ιστορία της Ιταλίας από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως το τέλος του 15ου αιώνα, ενώ τα υπόλοιπα αφορούν την ιστορία της πόλης της Φλωρεντίας, με τις περίπλοκες και αποκαλυπτικές εσωτερικές συγκρούσεις της, από το 1250 ως το 1494.
Για τη συγγραφή του έργου, ο Μακιαβέλλι ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την ουμανιστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο στοχαστικός συγγραφέας γράφει ιστορία για να διδάξει, για να παρουσιάσει παραδείγματα άξια μίμησης, προκειμένου δε να πείσει το ακροατήριό του χρησιμοποιεί την ευγλωττία. Βεβαίως δεν αγνοεί την υποχρέωση της αλήθειας· με τη λέξη αυτή όμως δεν εννοεί τα γεγονότα, τα οποία καταγράφουν τα χρονικά, αλλά τη «συνολική αλήθεια», δηλαδή τα αίτια, τα κίνητρα, τους χαρακτήρες, το φόντο, τη στρατηγική. Αυτή η αντίληψη της αλήθειας ξεχώριζε την ιστορία από το χρονικό. O Μακιαβέλλι γράφει λοιπόν την ιστορία της πόλης του για να προσφέρει στον ηγεμόνα της, τον πρώτο αναγνώστη του, παραδείγματα ανθρώπων που μπόρεσαν να αρθούν πάνω από τις επιδιώξεις και τις αντιλήψεις της ομάδας τους, αφιερώθηκαν στο «κοινό καλό» κι αναμόρφωσαν το πολίτευμα.
Το όνομα ΦΛΟΚΑ είναι ιδιαίτερα γνωστό. Κάποτε το συναντούσε κανείς σε κάθε γωνιά της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, αλλά και όλης της Ελλάδας. Η αλυσίδα ζαχαροπλαστείων και εστιατορίων υπήρξε τόπος συνάντησης καλλιτεχνών και πολιτικών, αλλά και όλων όσοι λάτρευαν το καλό φαγητό και γλυκό. Ένα μεγάλο εργοστάσιο παρήγε κάθε λογής γλυκές λιχουδιές, από σοκολάτες και καραμέλες μέχρι γλυκά του κουταλιού και φρουί γλασέ. Υπήρχαν κυλικεία στα σύνορα, στα αεροδρόμια, στους κινηματογράφους και η επιγραφή ΦΛΟΚΑ ήταν πολύ συνηθισμένη στις τέντες των περιπτέρων.
Αυτή η πρωτόγνωρη για την Ελλάδα αλυσίδα καταστημάτων έσβησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αφήνοντας ανεξίτηλο τον απόηχο του ονόματος στις μνήμες όλων. Το βιβλίο Ραντεβού στου Φλόκα προσφέρει στους αναγνώστες την ευκαιρία να γνωρίσουν την ιστορία των ζαχαροπλαστείων και να πάρουν μια γεύση της εποχής.
Το Ύψωμα 731 ήταν το σκηνικό μιας από τις αγριότερες μάχες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στην Αλβανία, την οποία παρακολούθησε διά ζώσης και ο ίδιος ο Μουσολίνι. Στις 9 Μαρτίου 1941 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την ανοιξιάτικη επίθεσή τους, με σκοπό να βάλουν τέλος στις επί τέσσερις μήνες ταπεινωτικές υποχωρήσεις του στρατού τους. Στόχος ήταν δύο παράλληλες πεδιάδες όπου έστεκε το Ύψωμα 731, το οποίο και έπρεπε να καταλάβουν από τους Έλληνες πάση θυσία.
Το VIII ιταλικό Σώμα Στρατού, μέρος της 11ης Στρατιάς του Τζελόζο, είχε την αποστολή να καταλάβει το ύψωμα, ανοίγοντας την επίθεση με την 38η Μεραρχία Πεζικού «Πούλιε». Απέναντί τους βρισκόταν η Ελληνική 1η Μεραρχία του Β΄ Σώματος Στρατού, με την 4η και 6η Μεραρχία στα πλάγια.
Επί δεκαεπτά ημέρες, ύστερα από σφοδρό φραγμό πυρός του πυροβολικού, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να μειωθεί το ύψος του λόφου κατά έξι μέτρα, οι Ιταλοί ρίχτηκαν με γενναιότητα στους Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι τους αναχαίτισαν προκαλώντας τους τρομακτικές απώλειες. Δόθηκαν μάχες σώμα με σώμα με ξιφολόγχες και οι Έλληνες κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους.
Ο Μουσολίνι ήθελε τη νίκη για να εντυπωσιάσει τον Φύρερ. Αντ’ αυτού η αιματηρή πανωλεθρία του Υψώματος 731 έπαιξε τον ρόλο της στην απόφαση του Χίτλερ να αναβάλει την εισβολή στη Ρωσία κατά τέσσερις εβδομάδες τουλάχιστον, καθυστέρηση που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνέβαλε ώστε να του στοιχίσει τελικά την έκβαση του πολέμου.
Οία κεφαλή και εγκέφαλον ουκ είχε
Το εξής νοστιμώτατον εξεδικάσθη εν τω ενταύθα πταισματοδικείω. Ο κ. Α. Πετσάλης κατεμήνυσε τους κρεοπώλας Γ. Παπαδόπουλον ή Ντιρίκον και Νικόλ. Κακόν πωλήσαντας αυτώ κεφαλήν αρνίου άνευ μυελού, ον είχον υπεξαιρέσει κλείσαντες το κρανίον τεχνηέντως κατόπιν! Το πταισματοδικείον κατεδίκασεν αυτούς ερήμην εις κράτησιν τριών εβδομάδων εκάτερον.
Νέα Εφημερίς
ΕΤOΣ ΙΒ΄, ΑΡΙΘ. 169
Παρασκευή 18 Ιουνίου 1893
Η εφημερίδα Ραμπαγάς τον Ιούνιο του 1882 ανακοινώνει ότι λόγω του πολλαπλασιασμού των λωποδυτών πολίτες αποφάσισαν να συστήσουν Σύλλογον αντιλωποδυτικόν. Κάθε μέλος φέρει επί της ράχης του πινακίδα όπου ευκρινώς αναγράφεται η φράση Απαγορεύεται η προσέγγισις. Οι λωποδύτες απαντούν με τη σύσταση δικού τους σωματείου. Κάθε μέλος φέρει επί του στήθους την επιγραφή: Άρπαξε να φας και κλέψε νάχης.
Οι άνθρωποι διασταυρώθηκαν στους δρόμους και στις συνοικίες, έδωσαν τον παλμό της καθημερινότητας, ζωγράφισαν με τα θερμά και ψυχρά χρώματα των συναισθημάτων τους, ξανά και ξανά, το μεταβαλλόμενο τοπίο της πόλης. Έπαιξαν ρόλους πρωταγωνιστών ή βουβών προσώπων, δυναμικών ή απαθών θεατών, ενορχηστρώθηκαν στο ανώνυμο πλήθος των επωνύμων μελών της κοινότητας. […]
Το πρόσωπο της Αθήνας θα ήταν άχρωμο, με το βλέμμα κενό, χωρίς την παρουσία τους, τις ιστορίες τους, τις ζωές τους. Η Ιστορία έχει ανάγκη τη μικροϊστορία, πτυχές της οποίας αποτυπώνονται εν θερμώ στις στήλες των εφημερίδων και εγγράφονται στη συλλογική μνήμη· τη μνήμη της πόλης.
– «Από πού είστε»; Είναι η πιο συνηθισμένη ερώτηση που κάνουν οι Έλληνες στους ξένους επισκέπτες. Εκφράζει την ανάγκη να καταλάβεις από πού προέρχεται κάποιος, να τον τοποθετήσεις σε ένα τοπικό, χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο. Και όμως, 4.000 περίπου Έλληνες δεν μπορούν να δώσουν μια ξεκάθαρη απάντηση: οι διεθνείς υιοθεσίες από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ (και αργότερα προς την Ολλανδία), από τη δεκαετία του 1950 και μετά, διατάραξαν την αίσθηση του ανήκειν. Οι υιοθετημένοι αυτοί και οι οικογένειές τους έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια διερωτώμενοι για το τι ακριβώς συνέβη, ενώ συχνά αναζητούν εναγωνίως τις ρίζες τους σε μια ελληνική οικογένεια.
Ελπίζω ότι το βιβλίο προσφέρει απαντήσεις μέσα από τις δύσκολες πορείες που διένυσαν οι υιοθετημένοι στη διάρκεια της ζωής τους. Πορείες που, όλες μαζί, συνθέτουν ένα άγνωστο κεφάλαιο στην ιστορία της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.