Έπειτα από ενάμιση αιώνα ερευνών, δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμη τα διαμορφωτικά στάδια του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στη νότια Ελλάδα. Σ’ αυτή την περίοδο των απαρχών, ανάμεσα στο 1600 και το 1400 π.Χ., επικεντρώνεται το βιβλίο του Τζακ Λ. Ντέιβις, συνδιευθυντή, μαζί με τη Σάρον Ρ. Στόκερ, των συνεχιζόμενων ανασκαφών στο Ανάκτορο του Νέστορα στη μυκηναϊκή Πύλο. Ό Τζ. Λ. Ντέιβις και η Σ. Στόκερ τεκμηριώνουν ότι η Πύλος υπήρξε ένας μείζονος σημασίας κόμβος ανταλλαγής ιδεών ανάμεσα στον ήδη εδραιωμένο μινωικό πολιτισμό της Κρήτης και στην ελληνική ενδοχώρα: η Μεσσηνία υπήρξε η περιοχή όπου ο πληθυσμός της ηπειρωτικής χώρας εγκεντρίστηκε για πρώτη φορά με ένα «κρητικό μόσχευμα» και υιοθέτησε τα ιδεολογικά/εννοιολογικά και τεχνολογικά εργαλεία ώστε να αναπτυχθεί η οργανωμένη πολιτειακή οντότητα της μυκηναϊκής Πύλου, γύρω από το ισχυρό πρόσωπο ενός άνακτος, που περιβάλλεται με στρατιωτική και θρησκευτική αίγλη. Ίσως ένας τέτοιος άναξ του 15ου αιώνα π.Χ. υπήρξε και ο περίφημος Γρύπας Πολεμιστής, ο τάφος του οποίου ήλθε στο φως το 2015 από τους ανασκαφείς της Πύλου, προσφέροντας πολύτιμα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια.
Το βιβλίο όμως δεν είναι μόνο μια τυπική «μελέτη περίπτωσης». Ό συγγραφέας ανατρέχει σε όλη την ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας στην Πύλο, αναζητά συσχετισμούς με νεότερες ιστορικές περιόδους, όπως η οθωμανική, για να βρει ερμηνευτικά εργαλεία, συνδέει την προσωπική του μαθητεία και πορεία στην αρχαιολογική έρευνα με την εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης τις τελευταίες δεκαετίες και, εντέλει, παρουσιάζει το πώς η αρχαιολογία παράγει γνώση, πώς ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τα αρχαιολογικά ευρήματα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου αλλά και πώς διαμορφώνεται από προσωπικές εμπειρίες στον ακαδημαϊκό χώρο και στο πεδίο.
Εικόνα εξωφύλλου: Λεπτομέρεια από τον Αχάτη της Μάχης της Πύλου που βρέθηκε το 2015 από τους Davis και Stocker στον τάφο του Γρύπα Πολεμιστή, σε έναν αγρόπου γειτνιάζει με το Ανάκτορο του Νέστορα· κρητικό έργο της νεοανακτορικής εποχής.
Ιστορία
Η ιστορία δύο ανθρώπων που συνέδεσαν τη ζωή τους με την επιστήμη τους και άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στην Αρχαιολογία.
H περιγραφή της επιστημονικής διαδρομής του Γιάννη και της Έφης Σακελλαράκη, που περιλαμβάνει ανασκαφές, συγγραφικό έργο και δημοσιεύσεις, ταξίδια για διεθνή συνέδρια, επιτυχίες και απογοητεύσεις, ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, τα τεκταινόμενα στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η συγγραφέας, μέσα από μια μυθιστορηματική αφήγηση, περιγράφει την κοινή τους πορεία και το πώς αισθάνθηκαν, έδρασαν και αντέδρασαν, με συγκεκριμένη λογική, αισθητική και ήθος, μέσα και έξω από τον αρχαιολογικό κόσμο.
Οι τρείς τόμοι του Μπρωντέλ για τη Μεσόγειο προσφέρουν ένα πανόραμα της ζωής και της ιστορίας του μεσογειακού χώρου στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, δηλαδή από την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση μέχρι την αυγή των νεότερων χρόνων, όταν η Μεσόγειος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.
Το πρώτο μέρος «κινείται στη σφαίρα μιας ιδιότυπης γεωγραφίας, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα. Δεν παύει όμως να είναι, αν όχι μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, και αναζήτηση μιας ιδιότυπης ιστορίας», δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Πρόκειται για την ιστορία του ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του· μια ιστορία που κυλά και μεταβάλλεται αργά, συχνά ερήμην των ανθρώπων που τη βιώνουν.
Το δεύτερο μέρος έχει την πρόθεση να συλλάβει μια ιστορία με πιο εξατομικευμένους ρυθμούς: μια ιστορία ομάδων, μια ιστορία συλλογικών πεπρωμένων και γενικών τάσεων. Μια ιστορία κοινωνική με αφετηρία τον άνθρωπο ή όσα κάνει ο άνθρωπος με τα πράγματα. Πραγματεύεται τις κοινωνικές δομές και την κίνησή τους και συνδυάζει το αμετάβλητο και το μεταβαλλόμενο, τη βραδεία κίνηση και την υπερβολική ταχύτητα.
Για το τρίτο μέρος ο συγγραφέας σημειώνει: «Θεατές και ηθοποιοί, τον 16ο αιώνα, στη Μεσόγειο και αλλού, είχαν την αίσθηση ότι ήταν πιασμένοι στα δίχτυα ενός ζωντανού δράματος, που το ένιωθαν κυρίως ως δικό τους δράμα. Τα γεγονότα είναι κονιορτός: σχίζουν την ιστορία σαν σύντομες αναλαμπές· προτού καλά καλά υπάρξουν, έχουν γυρίσει πίσω στο σκοτάδι και συχνά στη λήθη. Καθένα τους, είναι αλήθεια, όσο σύντομο κι αν είναι, φωτίζει μια γωνιά του τοπίου, καμιά φορά κάποια παχιά κομμάτια ιστορικής μάζας».
Ιστορία
Για περισσότερα από 3.000 χρόνια, η Μεσόγειος υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του παγκόσμιου πολιτισμού. Από την εποχή της Τροίας μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανθρώπινη δράση στην περιοχή της Μεσογείου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας. Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ του Ντέιβιντ Αμπουλάφια είναι η πρώτη πλήρης ιστορική μελέτη για τη διαχρονική περιπέτεια των λαών της Μεσογείου από την εποχή της ανέγερσης του μυστηριώδους ναού στη Μάλτα γύρω στο 3.500 π.Χ. μέχρι και την πρόσφατη, εκ νέου επινόηση των μεσογειακών ακτών ως τουριστικού προορισμού.
Ο Αμπουλάφια περιγράφει εκείνες τις πόλεις οι οποίες άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση ή ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους – πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Βενετία και η Θεσσαλονίκη. Αποδίδει την ακμή τους στην ικανότητά τους να γίνονται κέντρα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών λαών, θρησκευμάτων και εθνικών ταυτοτήτων. Επιπλέον, παρουσιάζει την ιστορία συγκεκριμένων πληθυσμών καθώς και προσωπικοτήτων, οι οποίες προσδίδουν ζωντάνια και αμεσότητα στις ευρύτερες εξελίξεις που αναφέρονται στο βιβλίο – λόγου χάρη οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι προσκυνητές που κατευθύνονταν ανατολικά, ξεκινώντας από την Ισπανία του 12ου αιώνα, βασιλείς της Σικελίας, Οθωμανοί σουλτάνοι και ναύαρχοι από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την τσαρική Ρωσία.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ απλώνεται σε όλη την ιδιόμορφη έκταση της Μεσογείου, από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Συρία, από τη Γένοβα μέχρι την Τυνησία, δίνοντας έμφαση στη σύγκρουση και την αντίθεση, εθνική, γλωσσική, θρησκευτική και πολιτική. Έτσι, χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο η Μεσόγειος έγινε «πιθανόν ο πιο κατάλληλος χώρος για αλληλεπίδραση πολιτισμών και λαών σε ολόκληρο τον πλανήτη».
Ιστορία
Τον Ιανουάριο του 1915, μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανία προσέφερε στην Ελλάδα σημαντικά εδαφικά αντισταθμίσματα στη Μικρά Ασία προκειμένου να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η πρόταση αυτή υπήρξε αφετηρία μιας διαδοχής γεγονότων που κατέληξε στην τραγωδία του 1922, με την καταστροφή της ελληνικής Σμύρνης και τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Το βιβλίο αυτό προγράφει την κατοχή της Σμύρνης και το μικρασιατικό πόλεμο σε σχέση με την ελληνική Μεγάλη Ιδέα και τις διαμάχες των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Ιχνηλατεί τις απαρχές του «οράματος της Ιωνίας» του Ελευθέριου Βενιζέλου αλλά και της ιδέας που μοιράστηκε με τον Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ για μία αγγλοελληνική συνεννόηση στην ανατολική Μεσόγειο. Η συναρπαστική αφήγηση ζωντανεύει τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την πολιτική και την κοινωνία της νεότερης Ελλάδας.
Το βιβλίο Οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα: κληρονομιές υπό διαπραγμάτευση εξετάζει τα οθωμανικά μνημεία της Ελλάδας ως την κληρονομιά μιας ιστορικής περιόδου που υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις. Το συλλογικό αυτό έργο συγκεντρώνει πρωτότυπες μελέτες που καλύπτουν μεγάλο εύρος επιστημονικών κλάδων, όπως η ιστορία της τέχνης, η αρχαιολογία, η αρχιτεκτονική και οι σπουδές του αστικού χώρου. Μέσα από πλούσιο αδημοσίευτο αρχειακό, φωτογραφικό και επιγραφικό υλικό οι συγγραφείς των μελετών εμπλουτίζουν την γνώση της ιστορίας εμβληματικών οθωμανικών μνημείων των ελληνικών πόλεων και αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές της αρχιτεκτονικής του αγροτικού χώρου της Ελλάδας.
Στις σελίδες του βιβλίου Οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα: κληρονομιές υπό διαπραγμάτευση ζωντανεύουν οι ιστορίες τόπων, κτιρίων και ανθρώπων από την οθωμανική περίοδο έως τις μέρες μας και τροφοδοτούν τον διάλογο για την θέση και το ρόλο αυτής της ιδιαίτερης κληρονομίας στην σύγχρονη Ελλάδα. Οι κριτικές αναλύσεις που παρουσιάζονται στο παρόν συλλογικό έργο ανανεώνουν και διευρύνουν την έρευνα στα πεδία των οθωμανικών σπουδών και της πολιτιστικής κληρονομίας.
Ιστορία
Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1915 στην Κωνσταντινούπολη, από τη Βιβλιοθήκη «Ιτιμάτ» (İtimat Kütüphanesi) και ο συγγραφέας του είναι ο Διδάσκαλος Ιππότης Χασάν Μπαχρή (Muallım Şövalye Hasan Bahri). Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Χασάν Μπαχρή υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας· πέρα από πραγματείες όπως οι Χασισοπότες (Esrarkeşler), έγραψε για ένα σωρό άλλα θέματα, από το σαβουάρ-βιβρ μέχρι τους χωριάτικους γάμους στην Aνατολία και τις ερωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες με ωραίες γυναίκες.
O συγγραφέας μας, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι εργάστηκε ως αστυνομικός επιθεωρητής στη Χεδιβεία της Αιγύπτου, διατέλεσε δάσκαλος γαλλικών στα σχολεία Μουχεντισχανέ και Μπουρχάνη Τερακή. Όπως όλα τα άλλα έργα του, έτσι και οι Χασισοπότες είναι μια σημαντική πηγή για να φωτίσουμε την κοινωνική ιστορία της εποχής του.
Aπό την κάνναβη (Cannabis Sativa) –γνωστή στην Aνατολία με τις ονομασίες Aπτάλ Oτού (Aptal Otu), Εσράρ Oτού (Esrâr Otu), Κεντενέ (Kedene), Κεντιλίκ (Kendillik), Κεντιρίκ (Kendirik), Κεντίρ Oτού (Kendir Otu), Κινάπ Oτού (Kinnap Otu)– παρασκευάζεται το χασίς, στο οποίο δίνονται επίσης διάφορες άλλες ονομασίες. Η κάνναβη είναι γνωστή εδώ και εκατοντάδες χρόνια στις κοινωνίες της Ανατολής και χρησιμοποιείται ευρέως για ποικίλους σκοπούς. Είναι ένα μέσο απόλαυσης εξαιρετικά διαδεδομένο, ιδιαίτερα μεταξύ των ετερόδοξων θρησκευτικών ταγμάτων του Ισλάμ. Από το όνομα του Καϊγκουσούζ Aμπντάλ, ποιητή του 14ου αιώνα ο οποίος απεικονίζεται πάντα με το καμπάκι του χασίς, αυτή η ουσία πήρε ένα από τα λαϊκά της ονόματα: καϊγκουσούζ, που σημαίνει «ανέμελος».
Είκοσι τρία χρόνια μετά το βιβλίο του «Οι Θεοί του Ολύμπου υπάρχουν» (2000) και δεκατρία χρόνια μετά «Το Μυστικό της Νήσου των Ιωαννίνων»(2010), που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Φερενίκη,ο Δημήτρης Δελλής επανέρχεται με ένα εγκυκλοπαιδικό σύγγραμα, προιόν 35ετούς έρευνας και μελέτης.Δεν είναι τυχαίο ότι στην αφετηρία του βρίσκεται η προτροπή ενός πρύτανη του Πανεπιστημίου του Παρισίου (Paris IV), του Ζακ Μπομπαίρ. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα 500 περίπου λήμματα,που παρουσιάζονται,αποκαλύπτουν το εύρος και τη σημασία της ελληνικής σκέψεως με έναν πρωτότυπο και ουσιαστικό τρόπο.
Ιστορία
Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη Μαρτυρίες και αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017
61 πρόσωπα (Λένα Σαββίδη, Γιάννης Μαρίνος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Πρετεντέρης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Λιάνα Κανέλλη, Πέτρος Ευθυμίου, Παύλος Τσίμας κ.ά.) ξετυλίγουν την ιστορία του ΔΟΛ.
Το 1915, το εκπαιδευτικό παράρτημα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών που είχε ανοίξει τις πύλες του λίγα χρόνια νωρίτερα μετονομάστηκε σε “Ινστιτούτο” (Ανώτερο Ινστιτούτο Γαλλικών Σπουδών), μετεξελισσόμενο σιγά-σιγά σ’ έναν νέου τύπου εκπαιδευτικό και πολιτιστικό θεσμό, με ειδικές λειτουργίες, όπως η κατάρτιση των διδασκόντων γαλλικής γλώσσας και η διοργάνωση διαλέξεων γαλλικής λογοτεχνίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ίδρυμα της οδού Σίνα θα αναπτύξει ολοένα και πιο εξωστρεφή δράση, εξελισσόμενο στον κυριότερο δίαυλο διάχυσης του γαλλικού πολιτισμού και της γαλλικής πνευματικής παραγωγής στην Ελλάδα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Γαλλία εξακολουθούσε να ασκεί κυρίαρχη επιρροή. Η Κατοχή όχι μόνο δεν θα ανακόψει την ανοδική πορεία του Γαλλικού Ινστιτούτου, αλλά θα του επιτρέψει να ενδυναμώσει τις σχέσεις του με τον ντόπιο πληθυσμό και ιδιαίτερα με τη σπουδάζουσα νεολαία και με κύκλους αντιστεκόμενων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μετά το 1945 και έως το τέλος της θητείας του πρώτου και μακροβιότερου διευθυντή του, Octave Merlier, η πορεία του ινστιτούτου θα είναι εξίσου εντυπωσιακή: νέες δραστηριότητες, έκδοση βιβλίων, βιβλιογραφική καταγραφή και ερευνητικές εργασίες, θα είναι ορισμένες μόνο από τις νέες δράσεις του ινστιτούτου, το οποίο κατάφερνε να μεσουρανεί σε μια περίοδο δυναμικής διείσδυσης της αγγλικής γλώσσας και ενός αναδυόμενου τότε πολιτιστικού εξαμερικανισμού.
Το παρόν βιβλίο μελετά αυτήν ακριβώς την περίοδο της ιστορίας του ιδρύματος καθώς και ευρύτερα ζητήματα των ελληνογαλλικών σχέσεων στον 20ό αιώνα βασίζεται κυρίως εκ αδημοσίευτα ή ανεκμετάλλευτα τεκμήρια και φωτίζει με νέους τρόπους όσα ήδη γνωρίζαμε ή έχουμε ακούσει από τους πολυάριθμους μαθητές που σπούδασαν εκεί από την ίδρυσή του έως σήμερα.
Το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου από τη γέννησή του, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τις μέρες μας. Επιχειρεί να ξεκαθαρίσει το υλικό ―το οποίο είναι τεράστιο και σε εντυπωσιακό βαθμό ανεξερεύνητο―, με σκοπό να παρουσιάσει, πέρα από το εξειδικευμένο ή το περιστασιακό, το απόσταγμα: αυτό που ξεχωρίζει και που καθίσταται σύμβολο μιας γενικής τάσης, ψηφίδα μιας συλλογικής απάντησης.
Στόχος είναι να αναδειχθούν τα ίδια τα κινηματογραφικά έργα, οι προσωπικότητες πίσω από αυτά, το ιστορικό πλαίσιο, και η συνάφεια με τις διεθνείς τάσεις. Το βιβλίο σχετικοποιεί τη διάκριση μεταξύ εμπορικού σινεμά και κινηματογράφου τέχνης, μελετώντας και είδη όπως η κωμωδία, το μελόδραμα ή το μιούζικαλ. Παράλληλα, εξετάζει ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική τάξη, την πολιτισμική μνήμη και το φύλο, προτείνοντας ερμηνείες στο ευρύτερο πλαίσιο της εγχώριας πνευματικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών στην Ευρώπη.
Ο ελληνικός κινηματογράφος υπήρξε αναμφίβολα εξαιρετικά παραγωγικός και λαοφιλής: για ένα διάστημα παρήγε περισσότερες ταινίες ανά άτομο από το Χόλλυγουντ, ενδεχομένως και απ’ οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, ενώ υπήρχαν χρονιές που στην Ελλάδα κόβονταν πάνω από 100 εκατομμύρια εισιτήρια. Την ίδια στιγμή μαστιζόταν από μια διαρκή τάση προς την εσωστρέφεια, η οποία ωστόσο δεν συνοδευόταν από μια διάθεση κριτικής αυτοεξέτασης, αλλά συχνά εκφυλιζόταν σε μια παιδιάστικη και άγονη αυτοϋποτίμηση.
Το βέβαιο είναι ότι το ελληνικό σινεμά έδωσε πολλές θαυμάσιες ταινίες, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν άνετα και με σιγουριά να χαρακτηριστούν «μεγάλες ταινίες» του ευρωπαϊκού ή ακόμη και του παγκόσμιου κανόνα. Το σημαντικότερο επίτευγμα, πάντως, του ελληνικού κινηματογράφου ―επίτευγμα που κατέστη δυνατό χάρη στο επίμονο όραμα και το ηθικό σθένος ορισμένων εξαιρετικών κινηματογραφιστών― ήταν ότι κατάφερε να διαμορφώσει και να εδραιώσει ένα εικονοπλαστικό ιδίωμα ικανό να αποτυπώσει την ελληνική εμπειρία, με όλη της την αντιφατικότητα και πολυσχιδία, σε μια συνεκτική οπτική γλώσσα.