Ιστορία
Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1915 στην Κωνσταντινούπολη, από τη Βιβλιοθήκη «Ιτιμάτ» (İtimat Kütüphanesi) και ο συγγραφέας του είναι ο Διδάσκαλος Ιππότης Χασάν Μπαχρή (Muallım Şövalye Hasan Bahri). Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Χασάν Μπαχρή υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας· πέρα από πραγματείες όπως οι Χασισοπότες (Esrarkeşler), έγραψε για ένα σωρό άλλα θέματα, από το σαβουάρ-βιβρ μέχρι τους χωριάτικους γάμους στην Aνατολία και τις ερωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες με ωραίες γυναίκες.
O συγγραφέας μας, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι εργάστηκε ως αστυνομικός επιθεωρητής στη Χεδιβεία της Αιγύπτου, διατέλεσε δάσκαλος γαλλικών στα σχολεία Μουχεντισχανέ και Μπουρχάνη Τερακή. Όπως όλα τα άλλα έργα του, έτσι και οι Χασισοπότες είναι μια σημαντική πηγή για να φωτίσουμε την κοινωνική ιστορία της εποχής του.
Aπό την κάνναβη (Cannabis Sativa) –γνωστή στην Aνατολία με τις ονομασίες Aπτάλ Oτού (Aptal Otu), Εσράρ Oτού (Esrâr Otu), Κεντενέ (Kedene), Κεντιλίκ (Kendillik), Κεντιρίκ (Kendirik), Κεντίρ Oτού (Kendir Otu), Κινάπ Oτού (Kinnap Otu)– παρασκευάζεται το χασίς, στο οποίο δίνονται επίσης διάφορες άλλες ονομασίες. Η κάνναβη είναι γνωστή εδώ και εκατοντάδες χρόνια στις κοινωνίες της Ανατολής και χρησιμοποιείται ευρέως για ποικίλους σκοπούς. Είναι ένα μέσο απόλαυσης εξαιρετικά διαδεδομένο, ιδιαίτερα μεταξύ των ετερόδοξων θρησκευτικών ταγμάτων του Ισλάμ. Από το όνομα του Καϊγκουσούζ Aμπντάλ, ποιητή του 14ου αιώνα ο οποίος απεικονίζεται πάντα με το καμπάκι του χασίς, αυτή η ουσία πήρε ένα από τα λαϊκά της ονόματα: καϊγκουσούζ, που σημαίνει «ανέμελος».
Είκοσι τρία χρόνια μετά το βιβλίο του «Οι Θεοί του Ολύμπου υπάρχουν» (2000) και δεκατρία χρόνια μετά «Το Μυστικό της Νήσου των Ιωαννίνων»(2010), που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Φερενίκη,ο Δημήτρης Δελλής επανέρχεται με ένα εγκυκλοπαιδικό σύγγραμα, προιόν 35ετούς έρευνας και μελέτης.Δεν είναι τυχαίο ότι στην αφετηρία του βρίσκεται η προτροπή ενός πρύτανη του Πανεπιστημίου του Παρισίου (Paris IV), του Ζακ Μπομπαίρ. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα 500 περίπου λήμματα,που παρουσιάζονται,αποκαλύπτουν το εύρος και τη σημασία της ελληνικής σκέψεως με έναν πρωτότυπο και ουσιαστικό τρόπο.
Ιστορία
Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη Μαρτυρίες και αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017
61 πρόσωπα (Λένα Σαββίδη, Γιάννης Μαρίνος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Πρετεντέρης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Λιάνα Κανέλλη, Πέτρος Ευθυμίου, Παύλος Τσίμας κ.ά.) ξετυλίγουν την ιστορία του ΔΟΛ.
Το 1915, το εκπαιδευτικό παράρτημα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών που είχε ανοίξει τις πύλες του λίγα χρόνια νωρίτερα μετονομάστηκε σε “Ινστιτούτο” (Ανώτερο Ινστιτούτο Γαλλικών Σπουδών), μετεξελισσόμενο σιγά-σιγά σ’ έναν νέου τύπου εκπαιδευτικό και πολιτιστικό θεσμό, με ειδικές λειτουργίες, όπως η κατάρτιση των διδασκόντων γαλλικής γλώσσας και η διοργάνωση διαλέξεων γαλλικής λογοτεχνίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ίδρυμα της οδού Σίνα θα αναπτύξει ολοένα και πιο εξωστρεφή δράση, εξελισσόμενο στον κυριότερο δίαυλο διάχυσης του γαλλικού πολιτισμού και της γαλλικής πνευματικής παραγωγής στην Ελλάδα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Γαλλία εξακολουθούσε να ασκεί κυρίαρχη επιρροή. Η Κατοχή όχι μόνο δεν θα ανακόψει την ανοδική πορεία του Γαλλικού Ινστιτούτου, αλλά θα του επιτρέψει να ενδυναμώσει τις σχέσεις του με τον ντόπιο πληθυσμό και ιδιαίτερα με τη σπουδάζουσα νεολαία και με κύκλους αντιστεκόμενων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μετά το 1945 και έως το τέλος της θητείας του πρώτου και μακροβιότερου διευθυντή του, Octave Merlier, η πορεία του ινστιτούτου θα είναι εξίσου εντυπωσιακή: νέες δραστηριότητες, έκδοση βιβλίων, βιβλιογραφική καταγραφή και ερευνητικές εργασίες, θα είναι ορισμένες μόνο από τις νέες δράσεις του ινστιτούτου, το οποίο κατάφερνε να μεσουρανεί σε μια περίοδο δυναμικής διείσδυσης της αγγλικής γλώσσας και ενός αναδυόμενου τότε πολιτιστικού εξαμερικανισμού.
Το παρόν βιβλίο μελετά αυτήν ακριβώς την περίοδο της ιστορίας του ιδρύματος καθώς και ευρύτερα ζητήματα των ελληνογαλλικών σχέσεων στον 20ό αιώνα βασίζεται κυρίως εκ αδημοσίευτα ή ανεκμετάλλευτα τεκμήρια και φωτίζει με νέους τρόπους όσα ήδη γνωρίζαμε ή έχουμε ακούσει από τους πολυάριθμους μαθητές που σπούδασαν εκεί από την ίδρυσή του έως σήμερα.
Το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου από τη γέννησή του, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τις μέρες μας. Επιχειρεί να ξεκαθαρίσει το υλικό ―το οποίο είναι τεράστιο και σε εντυπωσιακό βαθμό ανεξερεύνητο―, με σκοπό να παρουσιάσει, πέρα από το εξειδικευμένο ή το περιστασιακό, το απόσταγμα: αυτό που ξεχωρίζει και που καθίσταται σύμβολο μιας γενικής τάσης, ψηφίδα μιας συλλογικής απάντησης.
Στόχος είναι να αναδειχθούν τα ίδια τα κινηματογραφικά έργα, οι προσωπικότητες πίσω από αυτά, το ιστορικό πλαίσιο, και η συνάφεια με τις διεθνείς τάσεις. Το βιβλίο σχετικοποιεί τη διάκριση μεταξύ εμπορικού σινεμά και κινηματογράφου τέχνης, μελετώντας και είδη όπως η κωμωδία, το μελόδραμα ή το μιούζικαλ. Παράλληλα, εξετάζει ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική τάξη, την πολιτισμική μνήμη και το φύλο, προτείνοντας ερμηνείες στο ευρύτερο πλαίσιο της εγχώριας πνευματικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών στην Ευρώπη.
Ο ελληνικός κινηματογράφος υπήρξε αναμφίβολα εξαιρετικά παραγωγικός και λαοφιλής: για ένα διάστημα παρήγε περισσότερες ταινίες ανά άτομο από το Χόλλυγουντ, ενδεχομένως και απ’ οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, ενώ υπήρχαν χρονιές που στην Ελλάδα κόβονταν πάνω από 100 εκατομμύρια εισιτήρια. Την ίδια στιγμή μαστιζόταν από μια διαρκή τάση προς την εσωστρέφεια, η οποία ωστόσο δεν συνοδευόταν από μια διάθεση κριτικής αυτοεξέτασης, αλλά συχνά εκφυλιζόταν σε μια παιδιάστικη και άγονη αυτοϋποτίμηση.
Το βέβαιο είναι ότι το ελληνικό σινεμά έδωσε πολλές θαυμάσιες ταινίες, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν άνετα και με σιγουριά να χαρακτηριστούν «μεγάλες ταινίες» του ευρωπαϊκού ή ακόμη και του παγκόσμιου κανόνα. Το σημαντικότερο επίτευγμα, πάντως, του ελληνικού κινηματογράφου ―επίτευγμα που κατέστη δυνατό χάρη στο επίμονο όραμα και το ηθικό σθένος ορισμένων εξαιρετικών κινηματογραφιστών― ήταν ότι κατάφερε να διαμορφώσει και να εδραιώσει ένα εικονοπλαστικό ιδίωμα ικανό να αποτυπώσει την ελληνική εμπειρία, με όλη της την αντιφατικότητα και πολυσχιδία, σε μια συνεκτική οπτική γλώσσα.
Ιστορία
Περιφρονημένη για χρόνια από την ηγεμονική κουλτούρα, άγνωστη ακόμη και στον κοντινό περίγυρο, σήμερα η ελληνική γλώσσα της Καλαβρίας, γκρέκο/γκρεκάνικα, ανεξαρτήτως του εάν ομιλείται και σε ποιο βαθμό, με ανακτημένο το γλωσσικό κύρος και το κοινωνικό της γόητρο, έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της Καλαβρίας. Ακόμη και οι εξαίσιοι Πολεμιστές του Ριάτσε σε αυτήν τη γλώσσα μας προσκαλούσαν την προηγούμενη χρονιά (2022) να γιορτάσουμε την 50ή επέτειο από την ανακάλυψή τους.
Από γλώσσα των «τελευταίων», των paddèki και tamari (άξεστοι, απολίτιστοι), όπως ο αστικός κόσμος του Ρηγίου της Καλαβρίας (Reggio di Calabria) χαρακτήριζε τους ορεσίβιους πληθυσμούς από τα ελληνόφωνα χωριά του Ασπρομόντε κάθε φορά που κατέβαιναν στην πόλη, τώρα έχει αναχθεί σε σύμβολο μιας ευγενούς παράδοσης κι ενός ένδοξου παρελθόντος με αναγωγές στη Μεγάλη Ελλάδα και στο Βυζάντιο σύμβολο, το οποίο όλοι προσπαθούν να οικειοποιηθούν: Δήμοι, Σύλλογοι, πολιτικά σχήματα, εταιρείες επιζητούν τον προσδιορισμό γκρεκάνικο/α. Οι χθεσινοί paddèki τώρα είναι «τα εγγόνια του Ομήρου» και η γλώσσα τους σύμβολο υπερηφάνειας για όλη την Επαρχία του Ρηγίου –αν όχι για όλη την Καλαβρία.
Η χρήση του παρελθόντος και πώς αυτό επιστρατεύεται για να καλύπτει ανάγκες του παρόντος δεν είναι πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία. Το ερώτημα είναι πώς φθάσαμε ως εδώ, στη σημερινή «αναγέννηση» του γκρέκο και στα ποικίλα τεκταινόμενα γύρω από αυτό. Απάντηση σε αυτό –και σε άλλα συναφή– έρχεται να δώσει το βιβλίο αυτό. Αφηγούμενο τις περιπέτειες της γλώσσας και του κόσμου της –μέσα από μία πολυετή επιτόπια έρευνα– έρχεται να προσθέσει μια μικρή ψηφίδα στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ανθρωπολογικό μωσαϊκό του Νότου της γειτονικής μας χώρας, καθώς και στην Ανθρωπολογία της Μεσογείου.
Το βιβλίο αυτό διερευνά την ιστορία του ΚΚΕ κατά την περίοδο 1918–1956, δείχνοντας πόσο ο εγχώριος κομμουνισμός συνδέθηκε με τις διεθνείς εξελίξεις. Η ιστορία του ΚΚΕ φανερώνει τον ρόλο που διαδραμάτισε η Μόσχα στους κόλπους των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων της νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς, όπως δείχνει ο Νίκος Μαραντζίδης, οι διεθνείς θεσμοί του κομμουνισμού (καθοδηγητικό κέντρο στη Μόσχα, Κομιντέρν, Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, Κομινφόρμ, αδελφά κόμματα στα Βαλκάνια) δεν υπήρξαν απλοί εξωγενείς παράγοντες που επηρέασαν τον προσανατολισμό και τις πολιτικές επιλογές τους.
Βασισμένο στην έρευνα αδημοσίευτων και δημοσιευμένων αρχειακών υλικών που βρίσκονται στην Ελλάδα, τη Ρωσία, την Ανατολική και Δυτική Ευρώπη, καθώς και στις χώρες των Βαλκανίων, το βιβλίο ανιχνεύει τις αλληλεπιδράσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος με τα αδελφά κόμματα των γειτονικών κρατών και με τους περιβόητους ανώτατους καθοδηγητές τους στη Σοβιετική Ρωσία του Στάλιν. Ο Μαραντζίδης δείχνει ότι, καθώς τα όρια μεταξύ του εθνικού και του διεθνούς στον κομμουνιστικό κόσμο δεν ήταν σαφή, οι διεθνείς θεσμοί, τα σοβιετικά γεωπολιτικά συμφέροντα και οι στρατηγικές των αδελφών κομμάτων διαμόρφωσαν με ουσιαστικό τρόπο την ηγεσία του ΚΚΕ, τον χαρακτήρα του ως κόμματος και την εκ μέρους του λήψη αποφάσεων, καθώς και τον τρόπο ζωής των υποστηρικτών του στην πορεία του χρόνου.
Εισάγοντας το ελληνικό 1821 σε ένα ευρύτερο χωρικό πλαίσιο, πέραν του συνήθους δυτικοκεντρικού, το βιβλίο αυτό αναδεικνύει εκ νέου και με κριτική ματιά την ιστοριογραφικά παραμελημένη ρωσική/ευρασιατική οπτική. Μελετά τις πολυεπίπεδες διαπολιτισμικές σχέσεις των ελληνόφωνων ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Ρωσική Αυτοκρατορία κατά τη λεγόμενη Εποχή των Επαναστάσεων και εξετάζει τα πολλαπλά νήματα που συνδέουν ένα τοπικό φαινόμενο, την επανάσταση του 1821, με περιφερειακές και παγκόσμιες διαδικασίες. Κεντρική είναι εδώ η έννοια της Αυτοκρατορίας, η οποία προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη διεθνική οπτική και προσφέρει μια μεσαία κλίμακα μελέτης μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου.
Έτσι η Ρωσία δεν εμφανίζεται μόνο ως μια μεγάλη δύναμη ομόδοξη προς τους εξεγερμένους, αλλά και ως μια υβριδική σύγχρονη αυτοκρατορία, με σημαίνοντα ευρωπαϊκό, ευρασιατικό και παγκόσμιο ρόλο. Ο ρόλος αυτός ως προς τους ελληνόφωνους ορθόδοξους της Υψηλής Πύλης εξετάζεται σε τρεις διαφορετικούς χρόνους: το 1770 (μεγάλη διάρκεια), που είναι η αρχή της ρωσικής παρουσίας στη Μεσόγειο και της βαρύνουσας σημασίας της στις περαιτέρω ιστορικές διεργασίες στην περιοχή· το 1815 (μέση διάρκεια), που σηματοδοτεί τις πολιτικές του Αλέξανδρου Α’ και των στενών του συνεργατών στην οικοδόμηση της μεταναπολεόντειας Ευρώπης· και, τέλος, το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821 (συγκυρία), όπου η ρωσική διπλωματία –με δυναμικούς ελληνόφωνους στην υπηρεσία της, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Αλέξανδρος Στούρτζας και το δίκτυο των ελληνόφωνων ρωσικών προξένων στα επαναστατημένα μέρη– θέτει σε μεγάλο βαθμό τους όρους για την πρόσληψη του αγώνα των Ελλήνων στο διεθνές πεδίο ως ενός εθνικού πολέμου που στοχεύει στην απελευθέρωση από τον «αλλόθρησκο ζυγό».
Ιστορία
Σε αυτό το σύντομο και πυκνό δοκίμιο, ένας σπουδαίος ιστορικός μας αφηγείται την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. “Κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος”, γράφει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Τζαντ. Τα τρένα, πέρα από την προφανή συμβολή τους στην οικονομική δραστηριότητα, μεταμορφώνουν τις πόλεις, αλλάζουν την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων, τη σχέση τους με τον χώρο, τον χρόνο, τον εαυτό τους και τους άλλους.
Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο. Τα τρένα κατακτούν τον χώρο, μεταβάλλουν το ίδιο το τοπίο, το επινοούν εκ νέου. Αυτή η κατάκτηση του χώρου οδηγεί αναπόδραστα και στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Οι πελώριοι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ως μνημειώδεις πύλες εισόδου στις σύγχρονες πόλεις, προκαλούν βαθιές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του δημόσιου χώρου. Περικαλλή έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, οι σταθμοί αυτοί φανερώνουν με μόνη την ύπαρξή τους ότι τα τρένα δεν ήταν προορισμένα μόνο για μεταφορές και αναγκαίες μετακινήσεις, αλλά συνδέονταν εξαρχής με το ταξίδι ως ψυχαγωγία, ως περιπέτεια, εντέλει ως την αρχέτυπη εμπειρία του σύγχρονου κόσμου.
Η κατακτητική εμπειρία των σιδηροδρόμων θα ανακοπεί κατά τη δεκαετία του 1950. Το τρένο έχει πια ισχυρούς ανταγωνιστές το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο και θα πέσει θύμα του εξαστισμού, τον οποίο το ίδιο είχε διευκολύνει. Εκεί όμως που το μέλλον των τρένων προμηνυόταν ζοφερό, τα πράγματα, μετά το 1990, άρχισαν να γίνονται ξανά ελπιδοφόρα. Αυτή η απροσδόκητη αναβίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του σύγχρονου τρένου. Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, το κείμενο του Τζαντ, εκτός από ακριβές ιστορικό μελέτημα, είναι και πολιτικό δοκίμιο: “Η υπεράσπιση των τρένων είναι ουσιαστικά υπεράσπιση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, της κοινωνίας των πολιτών έναντι των αγορών, της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζαντ: “Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο… Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά”.
«Δεν υπάρχει βιβλικός ή θεολογικός, κανονικός ή λειτουργικός, πατερικός ή ποιμαντικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της πλήρους αποκατάστασης του παραδοσιακού θεσμού των διακονισσών από τη σύγχρονη Εκκλησία».
Οι μελέτες του ανά χείρας τόμου εξετάζουν από επιστημονική και εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας του Χριστού, τόσο κατά τους πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται σύγχρονες ιστορικές μελέτες από ιστορικούς διεθνούς κύρους, οι οποίες φέρνουν στην επιφάνεια αρχαιολογικά ευρήματα που δίνουν στοιχεία σχετικά με την παρουσία γυναικών στην Αγία Τράπεζα και τον ρόλο τους στη λατρεία. Τα θεολογικά κείμενα επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στη διακονική φύση της χριστιανικής μαρτυρίας και της ιεροσύνης, η οποία παραθεωρήθηκε από αιώνες πατριαρχικής νοοτροπίας και θεσμικού κληρικαλισμού και τονίζουν ότι η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο Ευχαριστίας και όχι μια πυραμίδα εξουσίας.
Η Γαλλική Επανάσταση ταυτίζεται με την Τρομοκρατία; Είναι, άραγε, αναπόφευκτο κάθε επαναστατικό εγχείρημα να καταλήγει στον αυταρχισμό; Η Αννί Ζουρντάν θέτει στο στόχαστρο τις κλασικές θέσεις για την Επανάσταση και προτείνει μια νέα ερμηνεία της Τρομοκρατίας. Όχι, υποστηρίζει η συγγραφέας, Επανάσταση και Τρομοκρατία δεν είναι συνώνυμα. Όχι, κάθε φιλόδοξο ιδεολογικό σχέδιο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν καταλήγει μοιραία στον αυταρχισμό, «αναγκάζοντας τους ανθρώπους να γίνουν ελεύθεροι», κατά τη διατύπωση του Ρουσσώ. Οι κλασικές θέσεις, εναντίον των οποίων εξαπολύει τα βέλη της η Ζουρντάν, έχουν ασφαλώς τις απαρχές τους στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά αναδιατυπώθηκαν από τον Francois Furet και τους μαθητές του κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, καταλήγοντας να συγκροτήσουν την κυρίαρχη ερμηνεία για τη Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 20ού αιώνα.
Σήμερα, όμως, αμφισβητούνται. Πολλοί ιστορικοί, συμφωνώντας με την Αννί Ζουρντάν, αποδίδουν την επαναστατική βία στα συλλογικά πάθη, στον κλονισμό του κράτους και των θεσμών και στη συγκυρία, όχι όμως στην επαναστατική ιδεολογία. Για να κατανοήσουμε την επαναστατική βία, υποστηρίζει η Ζουρντάν, πρέπει να δούμε τη Γαλλική Επανάσταση όπως στ’ αλήθεια ήταν: ένας εμφύλιος πόλεμος. Η επαναστατική βία δεν υπήρξε κάτι το εξαιρετικό. Εκδηλώνεται σε όλες τις επαναστάσεις εκείνης της περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής. Η τρομοκρατία δεν ανάγεται αποκλειστικά στους Αβράκωτους και στους Ιακωβίνους. Όλα τα αντιμαχόμενα μέρη καταφεύγουν σε αυτήν. Στην αρχή, πολεμούν οι επαναστάτες κατά των αντεπαναστατών και, στη συνέχεια, από το 1791, οι επαναστάτες μεταξύ τους.
Το 1204, πολεμιστές από τη δυτική Ευρώπη με σύμβολο τους τον σταυρό κατέλαβαν την πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατέλυσαν τη βυζαντινή έννομη τάξη και λεηλάτησαν με μανία την πλουσιότερη πολιτεία του μεσαιωνικού μεσογειακού κόσμου. Οι οδυνηρές για τις τύχες του ελληνικού κόσμου συνέπειες της τέταρτης σταυροφορίας είναι γνωστές. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι σταυροφόροι, Φράγκοι και Βενετοί, μοίρασαν μεταξύ τους τα εδάφη της Ρωμανίας, εγκαθιδρύοντας στον ελληνικό χώρο την ξένη κυριαρχία. Η διείσδυση και επικράτηση της Δύσης στην Ανατολή αποτελεί ένα από τα πιο σπουδαία κεφάλαια της ιστορίας της Ευρώπης.
Θεωρούμενη μέσα από το πρίσμα της καθολικότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, η εποχή που συνηθίζουμε να καλούμε «λατινοκρατία» και, ειδικότερα, «βενετοκρατία» αποδεικνύεται μείζων περίοδος της ελληνικής ιστορίας. Και τούτο, γιατι το ελληνικό στοιχείο παρουσιάζει στο διάστημα αυτό αφενός προσαρμοστικότητα στις θεσμικὲς αλλαγές, με αποτέλεσμα την οικονομική εξίσωση του με τους ξένους, και αφετέρου πολιτισμική αντοχή και ευρωστία που του επιτρέπει γόνιμη επικοινωνία με τους Δυτικοευρωπαίους, οδηγώντας το εν τέλει στην παραγωγή νέας πολιτισμικής έκφρασης.
Το ιστορικό υλικό που συγκεντρώνεται στο παρόν πόνημα αποσκοπεί να λειτουργήσει ως πρόκληση για την προώθηση της έρευνας των ζητημάτων τα οποία αφορούν την περίοδο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο. Το έργο φιλοδοξεί να προσφέρει με εύληπτο τρόπο τόσο στον ειδικό όσο και στο ευρύτερο μορφωμένο κοινό μία σύνθεση των ήδη εγνωσμένων. Πρόκειται για εγχειρίδιο με αποδέκτη τον νέο σπουδαστή, αλλά και τον εξοικειωμένο ερευνητή και γενικότερα τον κάθε ενδιαφερόμενο να προσεγγίσει το ιστορικό αυτό παρελθόν.