Ξένη λογοτεχνία
Για πρώτη φορά στα ελληνικά ολόκληρο το μνημειώδες έργο του κορυφαίου Ιταλού λογοτέχνη.
Με φόντο τη Φεράρα και με επίκεντρο την εβραϊκή κοινότητά της, στην οποία ανήκε, ο μεγάλος συγγραφέας φτιάχνει ένα πανόραμα της Ιταλίας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από τα ακόλουθα έξι αυτοτελή κείμενα: Εντός των τειχών, Τα χρυσά γυαλιά, Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι, Πίσω από την πόρτα, Ο ερωδιός και Η μυρουδιά του κομμένου χόρτου. Το πρώτο και το τελευταίο από αυτά περιέχουν περισσότερα διηγήματα και προσωπικές μαρτυρίες και εξομολογήσεις. Τα άλλα τέσσερα είναι μυθιστορήματα. Καθένα από αυτά μπορεί να διαβαστεί και χωριστά, αλλά συνδέονται μέσα από γεγονότα και αξέχαστους χαρακτήρες, όπως ο σεβαστός γιατρός του οποίου η ομοφυλοφιλία γίνεται ανεκτή όσο παραμένει κρυφή, ένας επιζών από τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου που οι εορτασμοί των γειτόνων για την επιστροφή του σταδιακά καταλήγουν στον εξοστρακισμό, ο Εβραίος αριστοκράτης που χάνει όλα του τα προνόμια, η δασκάλα που εξαιτίας της κομμουνιστικής ιδεολογίας της μπαίνει στο στόχαστρο ακόμα και των δικών της.
Επιστήμες
Πρόκειται για ουσιαστική συμβολή στις θουκυδίδειες σπουδές, η οποία από το 1984 και εξής παραμένει βιβλίο αναφοράς για το έργο του Αθηναίου ιστορικού. Ο Ρόμπερτ Κόνορ, βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας και με ιδιαίτερη ευαισθησία στο μοναδικό και γι’ αυτό δύσκολο ύφος του Θουκυδίδη, αναλύει όλες τις μικρές και μεγάλες ενότητες του κάθε βιβλίου διαδοχικά, τη μία μετά την άλλη. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει κάθε φορά την εξέλιξη της αφήγησης, καθώς αυτή παρακολουθεί την εξέλιξη του πολέμου, την εστίαση και τη σημασία που προσδίδει ο ιστορικός στην κάθε ενότητα, τον τρόπο με τον οποίο το κάθε βιβλίο συμπληρώνει το προηγούμενο και ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση όχι μόνο των προηγούμενων βιβλίων αλλά και των επόμενων. Η πρόταση του Κόνορ για την ανάγνωση του Θουκυδίδη είναι διαφωτιστική και δελεαστική, χωρίς ωστόσο να είναι και οριστική.
Άλλωστε και η ιστορική αφήγηση του Θουκυδίδη δεν είναι οριστική, αφού δεν προσφέρει εύκολες συνταγές και απαντήσεις αλλά δεδομένα που πιστοποιούν τη διαρκή κίνησιν, προκαλώντας τη συνεχή επαγρύπνηση του αναγνώστη.
“Έλεγα, σε όποιον ήταν πρόθυμος να με ακούσει, ότι δεν περίμενα τίποτα, κι αυτός ήταν ένας τρόπος να κρύβω ότι περίμενα σχεδόν τα πάντα, κάτι που με τη σειρά του μ’ έκανε να ζω στη φρίκη και στο έγκλημα”.
Στον Άνχελ Ρος αρέσει ο κίνδυνος, ο Τζόυς και ο Τζιμ Μόρρισον. Ένα καλοκαίρι στη Βαρκελώνη, αυτός ο νέος, που θέλει να γίνει συγγραφέας, γνωρίζεται με την Άννα, μια εκκεντρική Νοτιοαμερικανή, και την ακολουθεί σαν ίσκιος της στα πιο σκοτεινά άκρα ή εκεί που τη σέρνει η τρέλα, παγιδευμένος ανάμεσα στη μουσική και την ψυχεδέλεια που τον συνεπαίρνουν και στην ηρεμία της λογικής σκέψης: ανάμεσα στον Τζιμ Μόρρισον και στον Τζέημς Τζόυς.
Στις αυτοκτονικές του περιπλανήσεις, αυτό το ζευγάρι που ζει στο χείλος του γκρεμού θα αγαπηθεί, θα χαθεί, θα παίξει με τη ζωή του και με τη ζωή των άλλων, θα τρομοκρατήσει και θα σφαγιάσει με παραλογισμό, κυνηγώντας τον πια απίθανο στόχο.
Πώς θα τα καταφέρει η Άννα να γλιτώσει από την καταβύθιση στο έγκλημα; Κι ο Άνχελ θα καταφέρει να γράψει το τζοϋσιανό του μυθιστόρημα ενώ ακούει τις τελευταίες νότες από το The End του Τζιμ Μόρρισον;
Οι Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς είναι το δραματικό ημερολόγιο ενός νεαρού ήρωα-αντιήρωα. Αντιστρέφουν και αναθεωρούν το τυπικό λογοτεχνικό πλαίσιο που αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία μιας περιπέτειας σαν αυτή της Μπόννυ και του Κλάυντ, για παράδειγμα, ή για το σπουδαίο έργο του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ Με κομμένη την ανάσα.
Γραμμένο με τέσσερα χέρια στις αρχές της δεκαετίας τοθ 1980, στο μυθιστόρημα αυτό ο Ρομπέρτο Μπολάνιο και ο Α. Γκ. Πόρτα ένωσαν το ταλέντο τους για να φτιάξουν μαζί μια pulp ιστορία στην οποία, με μαγικό τρόπο -τον μαγικό τρόπο της λογοτεχνίας- ο αναγνώστης δεν βρίσκει ρωγμές, δεν αντιλαμβάνεται καμία παραφωνία και που προοικονομεί αυτό στο οποίο θα βασιστεί ένα μέρος του μετέπειτα έργου τους: το παιχνίδι της πολυμάθειας, της μαυρίλας, της οργής, του χιούμορ και της μελαγχολίας.
Η έκδοση συμπληρώνεται από το Ημερολόγιο μπαρ και ένα κείμενο του Α. Γκ. Πόρτα, στο οποίο αφηγείται, πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα, την εμπειρία του να γράφεται με τέσσερα χέρια ένα βιβλίο με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Ιστορία
Η περίοδος από τον 3ο ως τον 7ο αιώνα μ.Χ. είναι μια εποχή εξελισσόμενης εθνογένεσης που μεταμορφώνει την όψη του “ρωμαϊκού κόσμου” και οδηγεί στην εμφάνιση της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο κύριος συντελεστής αυτού του μετασχηματισμού είναι οι μετακινήσεις ή εισβολές, ανάλογα με την ερμηνεία, μιας πανσπερμίας λαών -από τους υπερβόρειους Πίκτους και Σκότους, τους Γότθους, τους Κέλτες, τους Φράγκους, τους Σάξονες, τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Ούννους, έως άλλους λιγότερο ή καθόλου γνωστούς, όπως οι Έρουλοι, οι Σαρμάτες ή οι Οτ γκάγκα- που οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τούς αποκαλούσαν “βαρβάρους”, είτε με την έννοια του “μη Έλληνα” ή του “μη Ρωμαίου” είτε, κυρίως, με την υποτιμητική σημασία του “απολίτιστου”.
Ο Έντουαρντ Τζέιμς επιλέγει συνειδητά να χρησιμοποιήσει τον συμπεριληπτικό όρο “βάρβαρος” αποκαθαίροντάς τον από τις υποτιμητικές του συνδηλώσεις. Συνδυάζοντας τις ιστορικές πηγές με τα αρχαιολογικά τεκμήρια, επικεντρώνεται στους ίδιους τους βαρβάρους προσεγγίζοντάς τους όχι ως απρόσωπες ορδές που επέφεραν την πτώση ενός μεγάλου πολιτισμού αλλά ως άτομα και ομάδες που είχαν να επιδείξουν τον δικό τους πολιτισμό και τα δικά τους επιτεύγματα.
Ένα καίριο θέμα που διατρέχει το βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία των βαρβάρων έχει παρερμηνευθεί και χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει τους στόχους του σύγχρονου εθνικισμού στην Ευρώπη. Ο Έντουαρντ Τζέιμς θέτει συνειδητά στο στόχαστρό του τους εθνικιστικούς μύθους και ανατρέπει τις απλουστευτικές διχοτομίες ανάμεσα στη “βαρβαρότητα” και στον “πολιτισμό”, που οδηγούν σε μονοσήμαντες ερμηνείες της ιστορίας και του κόσμου.
Ξένη λογοτεχνία
Οι Επουλωμένες καρδιές του Μαξ Μπλέχερ αποτελούν το δεύτερο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας που συμπληρώνεται από τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό και το Φωτεινό άντρο. Ο νεαρός Εμμανουήλ, alter ego του συγγραφέα, πάσχει από φυματίωση των οστών και εγκαθίσταται στο σανατόριο της λουτρόπολης Μπερκ, στις ακτές της βόρειας Γαλλίας, για να θεραπευτεί.
Η ζωή και ο έρωτας συνεχίζουν να ρέουν κάτω από τα γύψινα ασφυκτικά καλούπια των ασθενών, οι οποίοι κυκλοφορούν καθηλωμένοι σε αυτοσχέδιες άμαξες· το σκοτεινό χιούμορ, σε συνδυασμό με το εξωπραγματικό και το στοιχείο της παρέκκλισης, ή του εφιάλτη, στη γραφή του Μπλέχερ άλλοτε διαβρώνουν κι άλλοτε πυκνώνουν τη μονολιθική ατμόσφαιρα του φόβου στο σανατόριο.
Η κριτική, όχι απόλυτα δικαιολογημένα, συνέδεσε τις Επουλωμένες καρδιές με το Μαγικό βουνό, κυρίως λόγω της παραπλήσιας θεματολογίας τους, ωστόσο οι ρίζες της αχαλίνωτης μπλεχεριανής φαντασίας εντοπίζονται περισσότερο στον υπερρεαλιστή Μπρετόν, παρά στον “κλασικίζοντα ρεαλιστή Τόμας Μαν”, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του έργου Βίκτωρ Ιβάνοβιτς.
Κοινωνιολογία
«Αν θέλεις ένα καλό παγωτό σοκολάτα, βανίλια και φράουλα, μπορείς να παραγγείλεις ένα Φυρστ Πύκλερ. … Ο δημιουργός αυτού του παγωτού ήταν ένας πρόγονός μου, ένας Φυρστ Πύκλερ έξυπνος, μεγάλος ταξιδευτής, πολύ μορφωμένος άνθρωπος, που είχε χόμπι τη βοτανική και την κηπουρική. Φυσικά ο ίδιος πίστευε -εάν το σκέφτηκε καμιά φορά- ότι, αν κάποτε περνούσε στην Ιστορία, θα ήταν για κάποια από τις μονογραφίες που έγραψε και δημοσίευσε, κυρίως ταξιδιωτικά χρονικά, όχι όμως συνηθισμένα ταξιδιωτικά, αλλά βιβλιαράκια που σήμερα είναι πολύ ευχάριστα -πώς να το πω;-, έξυπνα, τέλος πάντων, αρκετά έξυπνα, θα λέγαμε, βιβλιαράκια, στα όποια φαινόταν ότι ο τελικός σκοπός του κάθε ταξιδιού του ήταν να ερευνήσει έναν συγκεκριμένο κήπο, συχνά εντελώς ξεχασμένους κήπους, εγκαταλελειμμένους στο έλεος του Θεού, παρατημένους στη μοίρα τους, και ο διάσημος πρόγονός μου ήξερε να βρίσκει τις ομορφιές τους μέσα σε άπειρα αγριόχορτα και στην τόση εγκατάλειψη.
Τα βιβλιαράκια του, παρ’ όλη την -πώς να το πω;- βοτανική επένδυσή τους, ήταν γεμάτα με ευφυέστατες παρατηρήσεις, και μέσω αυτών μπορείς να πάρεις μια ιδέα αρκετά προσεγγιστική για την Ευρώπη της εποχής του, μια Ευρώπη ταραγμένη συχνά … Φυσικά, ο πρόγονός μου δεν ήταν μακριά … από τις αναποδιές της -πώς να το πω;-, της ανθρώπινης φύσης. Και γι’ αυτό έγραφε και εξέδιδε βιβλία με τον δικό του τρόπο, ταπεινά, αλλά με καλή γερμανική γλώσσα, και ύψωνε τη φωνή του κατά της αδικίας. Νομίζω ότι δεν τον ενδιέφερε να μάθει που πάει η ψυχή όταν το σώμα πεθαίνει, παρότι έγραψε ορισμένες σελίδες και γι’ αυτό. Τον ενδιέφερε η αξιοπρέπεια, και επίσης τον ενδιέφεραν τα φυτά.
Για την ευτυχία δεν είπε ούτε λέξη, υποθέτω επειδή τη θεωρούσε κάτι αυστηρώς προσωπικό και ίσως -πώς να το πω;-, ίσως κάτι βαλτώδες και σαθρό. Είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, παρότι ορισμένες σελίδες του θα με διέψευδαν εύκολα. Και πιθανότατα, εφόσον δεν ήταν κανένας άγιος, ούτε καν γενναίος άνδρας, σίγουρα δεν σκέφτηκε την υστεροφημία του…. Αυτό που δεν φαντάστηκε ποτέ ήταν ότι θα περνούσε στην Ιστορία δίνοντας το όνομά του σ’ ένα παγωτό που συνδυάζει τρεις γεύσεις. Γι’ αυτό μπορώ να σας διαβεβαιώσω».
Ελληνική λογοτεχνία
«Αγάπησα αυτά τα παιδιά κι εκείνα με πρόδωσαν. Με μίσησαν. Με θεώρησαν εχθρό τους. Μπορώ να καταλάβω το μίσος όλων των άλλων, αλλά όχι το δικό τους. Τα ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι αν θα μπορούσαν ποτέ να με συγχωρήσουν. Να με συγχωρήσουν! «Ναι», είπε ο Χάρης. Κι η Κορίνα κούνησε αμέσως κι εκείνη το κεφάλι της συμφωνώντας. Θα μ’ έχουν συγχωρήσει πια λοιπόν, φαντάζομαι… Μάλιστα. Όπως κι εγώ αυτά. Όπως κι εσύ εμένα, ελπίζω. Όχι γιατί έκανα ό,τι έκανα· γιατί κηλίδωσα το όνομά σου.»
Ξένη λογοτεχνία
Μέχρι χτες, η Λύδια ζούσε μια συνηθισμένη ζωή στο Ακαπούλκο του Μεξικού. Όσα αγαπούσε ήταν εκεί: η οικογένειά της, το βιβλιοπωλείο της, το σπίτι της. Σήμερα, έχει χάσει τα πάντα.
Και τώρα τρέχει, χωρίς ανάσα, μαζί με τον οκτάχρονο γιο της, τον Λούκα. Τρέχει να ξεφύγει απ’ το καρτέλ που λυμαίνεται την πόλη και που διψά για εκδίκηση.
Μόνη ελπίδα για τη Λύδια και τον Λούκα είναι να βρουν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες διασχίζοντας την απέραντη χώρα του Μεξικού. Να περάσουν παράνομα τα σύνορα, να φτάσουν στο ξένο χώμα.
Πρώτα όμως πρέπει να μείνουν ζωντανοί.
Σ’ αυτό το καταιγιστικό μυθιστόρημα η Τζανίν Κάμμινς αποτυπώνει αδυσώπητα την πραγματικότητα της αναγκαστικής μετανάστευσης: τη βίαιη φυγή, την αγωνία, τη ζωή στο δρόμο, την αυθαιρεσία οποιοσδήποτε διαθέτει εξουσία, δύναμη ή όπλα.
Με μια γραφή ηλεκτρισμένη, το Ξένο χώμα μιλά για το πείσμα της ζωής ενάντια στη βία του ισχυρού. Για το θαύμα της καλοσύνης μες στην ακραία σκληρότητα. Και για όλους εκείνους που προχωρούν με μόνη αποσκευή μια άγρια θέληση να βρεθούν στην άλλη μεριά των συνόρων.
Ξένη λογοτεχνία
1836, Πρωσία. Η Χάνε Νουσμπάουμ είναι σχεδόν δεκαπέντε χρονών και οι περιορισμοί της γυναικείας ζωής στο Κάι την πνίγουν, μέχρι που συναντά την Τέα και δίπλα της βρίσκει την αποδοχή. Οι Νουσμπάουμ είναι Παλαιολουθηρανοί και η προσευχή τους γίνεται στα κρυφά ‒ είναι μια κοινότητα υπό απειλή. Προκειμένου να ξεφύγουν από το κράτος και την Ένωση της Εκκλησίας, οι κάτοικοι του χωριού στριμώχνονται ασφυκτικά σ’ ένα πλοίο με προορισμό τη Νότια Αυστραλία, όπου θα μπορούν να ζουν χωρίς φόβο, ελεύθεροι. Ανάμεσα στις κακουχίες του ταξιδιού, το τραγούδι των φαλαινών μπαίνει στην καρδιά της Χάνε, μαζί με το θαύμα της αγάπης για την Τέα. Ο δικός τους δεσμός είναι τόσο ισχυρός, που είναι αδύνατο να σπάσει.
1838, Νότια Αυστραλία. Μια νέα αρχή γίνεται σε μια παλιά γη. Ο Θεός, η κοινωνία και η ίδια η φύση αποφασίζουν ότι η Χάνε και η Τέα δεν μπορούν να είναι μαζί. Η ηρωίδα ταλαντεύεται ανάμεσα στα άκρα, στους κανόνες, στην αγάπη του Θεού και το φόβο του Ανθρώπου, ταλαντεύεται ακόμα κι ανάμεσα στο Πριν και το Μετά του Θανάτου. Αλλά μέσα στο αδύνατο κρύβεται η λατρεία…
Ξένη λογοτεχνία
Δραπετεύοντας από το χωριό όπου γεννήθηκε, από μια περιοχή ταλανισμένη από τη φτώχεια, την πείνα και τους λοιμούς, ο νεαρός Ιλιάς φτάνει σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη όπου έκθαμβος παρακολουθεί την παρέλαση των Δυνάμεων Ασφαλείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Χρόνια αργότερα, το 1914, ενώ επίκειται ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Βρετανών και των Γερμανών, στην Τάνγκα της Τανζανίας, o Ιλιάς αποφασίζει να καταταγεί στον γερμανικό στρατό, που αποτελείται κυρίως από Αφρικανούς μισθοφόρους, υποσχόμενος στη μικρή του αδελφή πως σύντομα θα επιστρέψει.
Η υπόσχεσή του δε θα εκπληρωθεί ποτέ και το μυστήριο για το τι απέγινε ο Ιλιάς θα σκιάζει τη ζωή της Αφίγια ώσπου να γνωρίσει τον Χάμζα, έναν γενναιόδωρο και ονειροπόλο λιποτάκτη ο οποίος κατάφερε να διαφύγει από τη φρίκη του πολέμου. Οι δυο τους θα ζήσουν μια αναπάντεχη ιστορία αγάπης που θα ενώσει δυο οικογένειες αλλά και δυο ηπείρους, την Αφρική με την Ευρώπη. Συνδυάζοντας ιστορικά στοιχεία σε μια συγκινητική μυθοπλασία, ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα μάς προσφέρει ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο για την Αφρική, την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, τις φρικαλεότητες του πολέμου, καθώς και για τις απροσμέτρητες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης.
Ξένη λογοτεχνία
Άνοιξη του 1901, στο -φανταστικό- νησί Μίνγκερ, μεταξύ Κρήτης και Κύπρου. Στο νησί ξεσπά επιδημία πανούκλας και επιβάλλεται καραντίνα. Για να αναχαιτιστεί η επιδημία, ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β’ στέλνει στο Μίνγκερ τον αρχιεπιθεωρητή υγείας Μπονκόφσκι πασά, σύντομα όμως εκείνος δολοφονείται. Ο σουλτάνος αναθέτει τότε στον νεαρό γιατρό Νουρί το καθήκον να αναλάβει δράση. Αλλά το κακό έχει ριζώσει, η πανούκλα εξαπλώνεται ταχύτατα παρά τα αυστηρά μέτρα, δημιουργώντας επιπλέον εντάσεις ανάμεσα στους μουσουλμάνους και στους χριστιανούς κατοίκους του νησιού.
Η ανικανότητα της τοπικής διοίκησης και η άρνηση του λαού να σεβαστεί τις απαγορεύσεις καταδικάζουν το εγχείρημα σε αποτυχία, ενώ κυριαρχούν ο παραλογισμός του φόβου, οι ίντριγκες και οι εθνικιστικές προκαταλήψεις. Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης της επιδημίας, ο σουλτάνος υποκύπτει στις διεθνείς πιέσεις και αποφασίζει τον αποκλεισμό του νησιού. Οι κάτοικοι του Μίνγκερ πρέπει πια να βρουν μόνοι τους τρόπο να νικήσουν την πανούκλα…
Οι Νύχτες πανούκλας πρωτοκυκλοφόρησαν στην Τουρκία τον Μάρτιο του 2021· τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ασκήθηκε δίωξη κατά του συγγραφέα με την κατηγορία της προσβολής του Κεμάλ Ατατούρκ και της τουρκικής σημαίας.