Βλέπετε 457–468 από 675 αποτελέσματα

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς

16.22

Στο Δημαρχείο της Αθήνας, τον Φεβρουάριο του 1966, έγινε η πρώτη δημόσια συζήτηση για ένα επίμαχο πολεοδομικό θέμα, μια διαδικασία πρωτόγνωρη για εκείνη την εποχή. Αντικείμενό της: η προβληματική του μέλλοντος της παλιάς πόλης, της λεγόμενης Πλάκας.

Δύο αντιμαχόμενες προοπτικές -διατήρηση και προστασία της ιστορικής συνοικίας ή απαλλοτρίωση και κατεδάφιση, ώστε να διενεργηθούν ανασκαφές- πρόβαλαν ασυμβίβαστες. Αντιπαρέθεσαν τις απόψεις τους τότε αυθεντίες της αθηναϊκής διανόησης, πολεοδόμοι, αρχαιολόγοι, αισθητικοί αλλά και κάτοικοι της περιοχής.

Ο καταξιωμένος μελετητής της πολεοδομικής εξέλιξης της Αθήνας, καθηγητής, αρχιτέκτων-πολεοδόμος Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, φέρνει για πρώτη φορά στο φως τα εκτενή αδημοσίευτα πρακτικά εκείνης της ιστορικής συζήτησης, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος ως σύνεδρος, μαζί με εισαγωγή και σχόλια, καθώς και σπάνιο εικονογραφικό υλικό. Αναδεικνύεται έτσι μια ξεχασμένη αντιπαράθεση και διαβούλευση, σε μια κομβική στιγμή της ιστορίας της Πλάκας, μία δεκαετία πριν από την επιτυχή επέμβαση διάσωσής της, προσφέροντάς μας μια διερεύνηση της ταυτότητας αλλά και ανεπανάληπτης οντότητας της Αθήνας.

Αλέξανδρος Μασσαβέτας

16.92

Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει ένα ζήτημα καθαρά γεωπολιτικό, παρά την φαινομενικά θρησκευτική του διάσταση: τον πόλεμο που η Μόσχα έχει κηρύξει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η φράση “Μόσχα, η Τρίτη Ρώμη” είναι μέρος των σχολικών μας ακουσμάτων. Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο πως ο αυτοπροσδιορισμός της Μόσχας ως “Τρίτης Ρώμης” τροφοδοτείται συστηματικά από μία εθνική γραμμή δημιουργίας θρησκευτικών “αποικιών”, με προφανή πολιτικά οφέλη.

Η από αιώνων ρωσική στρατηγική διείσδυσης και κυριαρχίας στον ορθόδοξο κόσμο γνώρισε νέα έξαρση την μετασοβιετική εποχή. Στην Ελλάδα μαίνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μια καλοστημένη επιχείρηση “υβριδικού πολέμου”, που στοχεύει να στρέψει την ελληνική κοινωνία ενάντια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα η Μόσχα προσπάθησε, με απειλές και πράξεις δολιοφθοράς κατά του πατριάρχη Βαρθολομαίου, να εμποδίσει την δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία, την οποία θεωρεί πνευματική της “αποικία”. Έχοντας αποτύχει να εκβιάσει τις εξελίξεις, διέκοψε σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και με κάθε άλλη Εκκλησία που αναγνώρισε την θρησκευτική χειραφέτηση της Ουκρανίας. Προσπάθησα, μελετώντας την διαμόρφωση της ρωσικής ορθοδοξίας και την κοσμοθεωρία κράτους και Εκκλησίας στην Ρωσία, να κατανοήσω πώς γεννήθηκε η υπερφίαλη “γεωπολιτική της ορθοδοξίας”. Μόλις σήμερα, με την ορθόδοξη “οικουμένη” να κινδυνεύει να διχοτομηθεί, δείχνει ενδιαφέρον για όλα αυτά η ευρύτερη κοινωνία, πέραν του στενού κύκλου του κλήρου, των εκκλησιαστικών ιστορικών και των διπλωματών.

Οι Ρώσοι παραμένουν δέσμιοι της σαγήνης τους για ένα ένδοξο παρελθόν. Μήπως όμως η ψύχωσή τους με την αυτοκρατορική ιδέα και την ισχύ υπονομεύει τελικά την επιρροή τους στον όλο ορθόδοξο κόσμο; Α.Μ.

Δημήτρης Νόλλας

10.98

Το ακατάληπτο και απερινόητο.
Όπως η ζείδωρος αύρα ή ένα πεφταστέρι, έτσι και το πέρασµα µιας άσηµης δασκάλας απ’ τη ζωή ενός ανδρικού σύµπαντος αφήνει όσους την συναναστράφηκαν έκθαµβους όσο και ανίκανους να κατανοήσουν την απώλειά της.

Δεν έχουµε µαρτυρία για την επίδραση που είχαν τα γεγονότα αυτά πάνω της, εκτός από τις νύξεις που κάνει η ίδια στα σηµειωµατάριά της, µε τα οποία δεν ξέρει ακόµη και σήµερα τι να κάνει ο Αντωνάκης, ως άτυπος κληρονόµος της, πνευµατικός τουλάχιστον. Η αλήθεια είναι, όπως τουλάχιστον τη µετέφερε ο Αντωνάκης σε µένα και όσους ήθελαν να τον ακούσουν, πως όλα αυτά που ακολούθησαν µετά την επιστροφή της στην Ελλάδα φανερώνουν ότι η ακατανόητη µεταστροφή της για τους µέχρι τότε γνωστούς της ακουµπούσε, αν δεν οφειλόταν αποκλειστικά, στα όσα είχε ζήσει στο Μόναχο εκείνους τους πρώτους µήνες του 1919, που είχαν αφήσει το σηµάδι τους στον µετέπειτα βίο της.

Ελληνική λογοτεχνία

Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα

Χρήστος Οικονόμου

16.00

“Χάσαμε τις δουλειές μας, χάσαμε τα σπίτια μας, χάσαμε τη ζωή μας – γιατί να μη χάσουμε και τη μνήμη μας; Γιατί; Γιατί μας πήραν όλα τ’ άλλα και μας άφησαν τη μνήμη; Γιατί δεν την άρπαξαν κι αυτή;”

Το “Καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα” είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφύλιους που διεξάγονται σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Η Άρτεμη και ο Σταύρος, που πετάνε χαρταετό τον Ιούλιο, πάνω στα αποκαΐδια ενός καμένου ονείρου, ο Χρόνης στο καρότσι, που πολεμάει με ζωντανούς και αναστημένους εφιάλτες, ο Τάσος, που χάνεται χορεύοντας έξω από μια σπηλιά, ο Λάζαρος το Τόξο, που το στόμα του αγαπάει το όνομα του γιου του: τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι εσωτερικοί μετανάστες – άνθρωποι, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψαν αναγκαστικά την Αθήνα ή άλλες μεγάλες πόλεις και εγκαταστάθηκαν στο νησί, παλεύοντας να σταθούν ξανά όρθιοι, να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που αλλάζει διαρκώς και ένα μέλλον που μοιάζει αδιέξοδο για όλους.

Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους ντόπιους κατοίκους, αφιλόξενους απέναντι στους “ξενομπάτες”, θα θέσουν σε δοκιμασία τις μεταξύ τους σχέσεις, θα αναμετρηθούν με τα φαντάσματα του χθες, αλλά και με τον φόβο και την αγωνία για το αύριο. Άνθρωποι σαν κομμένες γέφυρες, που αγωνίζονται να φτιάξουν από την αρχή τον εαυτό τους, τη ζωή τους, μια νέα χώρα, μια νέα πίστη, έναν καινούργιο κόσμο. Γιατί η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας. Η αρχή είναι πάντα μπροστά μας.

Μάτση Χατζηλαζάρου

16.34

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρίδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Ξένη λογοτεχνία

Γκρίζες μέλισσες

Αντρέϊ Κούρκοφ

20.00

Στο χωριό Μάλαγια Σταρογκράντοφκα, που βρίσκεται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» της Ανατολικής Ουκρανίας, έχουν απομείνει μονάχα ο σαρανταεννιάχρονος συνταξιούχος Σεργκέι Σεργκέγιτς και ο πρώην συμμαθητής του Πάσκα. Έχοντας διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τη ζωή, είναι αναγκασμένοι να συμφιλιωθούν και το κατορθώνουν υπό νευραλγικές συνθήκες, δεχόμενοι μάλιστα επισκέψεις από διαφορετικούς ανθρώπους, ο ένας στρατιωτικούς του επίσημου κράτους και ο άλλος ρωσόφωνους αυτονομιστές.

Με τον ερχομό της άνοιξης, το βασικό μέλημα του Σεργκέγιτς είναι να μεταφέρει τις έξι κυψέλες με τις μέλισσές του όσο γίνεται πιο μακριά από τον πόλεμο, για να μην πάρει το μέλι του τη γεύση των όπλων. Όμως δεν μπορεί να φανταστεί τις δοκιμασίες που του επιφυλάσσει αυτό το ταξίδι. Ύστερα από μια ατυχή στάση κοντά στο Ζαπορόζιε, αποφασίζει να πάει στην Κριμαία και να βρει έναν Τατάρο τον οποίο είχε γνωρίσει παλιότερα σε ένα συνέδριο μελισσοκόμων. Το καλοκαίρι που θα περάσει εκεί θα μάθει στον Σεργκέγιτς να μην εμπιστεύεται κανέναν, ούτε καν τις μέλισσές του. Σε τούτο το μυθιστόρημα ο Αντρέι Κούρκοφ ακτινογραφεί την αβέβαιη μοίρα μιας ολόκληρης χώρας. Είναι διορατικός και συγκινητικός.

 

-Διαθέσιμο από 28.3.22

 

Κάϊλ Χάρπερ

29.68

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια νέα, μνημειώδη εξιστόρηση ενός από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην ανθρώπινη ιστορία: της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η μοίρα της Ρώμης είναι η πρώτη μελέτη η οποία εξετάζει τον καταστροφικό ρόλο που έπαιξαν η κλιματική αλλαγή, οι λοιμώδεις νόσοι και οι πανδημίες στην κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους – μια ιστορία θριάμβου της φύσης απέναντι στην ανθρώπινη φιλοδοξία.

Ο Κάιλ Χάρπερ μεταφέρει τους αναγνώστες από το απόγειο της Ρώμης, κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν η αυτοκρατορία έμοιαζε με ανίκητη υπερδύναμη, έως την παρακμή και τη διάλυσή της τον 7ο αιώνα, αναλύοντας κρίσιμες καμπές και αθέατες παραμέτρους που σφράγισαν ανεξίτηλα τη διαδρομή αυτή.

Συνυφαίνοντας μια μεγάλη ιστορική αφήγηση με τις τελευταίες εξελίξεις στην κλιματική επιστήμη και τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της γενετικής, ο συγγραφέας δείχνει πώς η μοίρα της Ρώμης κρίθηκε όχι μόνο από αυτοκράτορες, στρατιώτες και βαρβάρους, αλλά και από ηφαιστειακές εκρήξεις, ηλιακούς κύκλους, κλιματικές αστάθειες και ολέθρια μικρόβια, ιούς και βακτήρια.

Το βιβλίο, ένας οξυδερκής στοχασμός για τη μύχια σχέση της ανθρωπότητας με το περιβάλλον, περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο πώς ένας από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς της ιστορίας ήρθε αντιμέτωπος με τη σωρευτική βία της φύσης, αντέχοντας για αιώνες αλλά τελικά υποκύπτοντας. Το παράδειγμα της Ρώμης είναι μια επίκαιρη υπενθύμιση ότι η κλιματική αλλαγή και η μικροβιακή εξέλιξη έχουν διαμορφώσει τον κόσμο μας με τρόπους αναπάντεχους και καθοριστικούς.

Όντεν Γουίσταν Χιου

10.00

Γραμμένο την δεκαετία του 1940, το ποίημα αρχικά μοιράστηκε δακτυλογραφημένο ανάμεσα σε φίλους του Ώντεν. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1965, σε περιοδικό της Νέας Υόρκης, και κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σαν φυλλάδιο.

Αλλά λίγο καιρό αργότερα, μετά από έφοδο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, στο βιβλιοπωλείο του Ed Sanders, κατασχέθηκαν τα περισσότερα αντίγραφά του, μαζί με άλλο «άσεμνο» υλικό, και κατεστράφησαν.

Ξαναδημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το 1967 και στο Άμστερνταμ το 1969 (στο ερωτικό δημοσίευμα Suck που αναφέρεται στο ποίημα του Σπέντερ). Το ποίημα, ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνεται στις Εκδόσεις των Ποιητικών Συλλογών του Ώντεν.

Σωτήρης Κακίσης

13.78

Ο μέσα κήπος

Όλυμπε, Κίσσαβε, βουνά της Κίνας,
άγνωστα ‘Εβερεστ της Ινδοκίνας,
ψηλά κι απάτητα, μικρά μπροστά μου,
μπρος στα αισθήματα τα πιο κρυφά μου.

Ο μέσα έρωτας, ο μέσα κήπος,
κόσμος ολόκληρος αυτός ο χτύπος.
Ο μέσα έρωτας, καρδιά, καρδιά μου,
βουνά κι ηφαίστεια όλα δικά μου!

Βουνά ρεμπέτικα της Αλαμπάμα,
Αίτνα της Θήρας μου και Φουτζιγιάμα,
ηφαίστεια άγρια, σβηστά μπροστά μου,
μπροστά στον έρωτα και την καρδιά μου.

Σωτήρης Κακίσης

7.63

Στην τσέπη μου μέσα μυρίζει ρίγανη, φυτεία ολόκληρη από κάθε ως τώρα μου εποχή, κάθε κόκκος της κι άλλη μυρωδιά, όλες σ’ όλους η μία καλύτερη από την άλλη, η μια εποχή πιο δική μου εδώ τώρα από το μέλλον όπως φαίνεται, από την άλλη. και χάδια στην τσέπη μου μέσα μαζί, κι από των ελάχιστων ηλικιών μέσα στην τσέπη μου εδώ φερμένα. κι όπερα ολόκληρη μες στην τσέπη μου υπέροχα ιδιωτική. όπερα με χάδια και ρίγανη αποκλειστικά.

Τζον Μακ Γκρέγκορ

22.71

“…και όλα τα αρχεία του κόσμου να είχε στη διάθεσή του, δεν θα τον βοηθούσαν σε τίποτα εάν δεν ήξερε ποιον ή τι θα αναζητούσε, ή έστω πού έπρεπε να ψάξει…”

Ο Ντέηβιντ είναι έφορος σε μουσείο στο Κόβεντρυ. Από παιδί έχει τη συνήθεια να συλλέγει κάθε λογής αντικείμενα για να συγκρατεί το παρελθόν. Το μεγάλο όνειρο του Ντέηβιντ είναι να διευθύνει κάποτε το δικό του μουσείο. Προηγουμένως χρειάζεται όμως να βάλει σε τάξη τη δική του ιστορία. Ξάφνου όμως, από τη μια μέρα στην άλλη, όλα του τα στηρίγματα καταρρέουν. Μαθαίνει πως δεν είναι γιος των γονιών του. Έτσι, αφιερώνει όλη του τη ζωή αναζητώντας τη μητέρα του, από το χάος που βασίλευε στο Λονδίνο γύρω στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως την Ιρλανδία της νέας χιλιετίας. Ο γάμος του σχεδόν διαλύεται όσο ο ίδιος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απεγνωσμένη αναζήτηση της πραγματικής του μητέρας, ενώ η σύζυγός του Έληνορ ταλανίζεται εξίσου από κατάθλιψη και οικογενειακά προβλήματα – η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και η υιοθεσία, η κατάθλιψη και η άνοια και κυρίως η μνήμη και ο καταλυτικός της ρόλος στη ζωή μας. Κοινή η ανάγκη τους για συναισθηματική ασφάλεια, κοινή και η αδυναμία τους να συγχωρούν. Τίποτε δε μένει αλώβητο στο πέρασμα του χρόνου· κάθε μέρα που ξημερώνει ζητά μια νέα αρχή. Συνηθισμένα πράγματα, καθημερινά· που όμως ο λυρισμός και η συναισθηματική σοφία του ΜακΓκρέγκορ τα απογειώνουν. Όλα αυτά με φόντο το Κόβεντρυ, τον μικρόκοσμο της σύγχρονης Αγγλίας, με τις συνεχείς εναλλαγές οικονομικής ύφεσης και ανάκαμψης.

Με το ξεχωριστό ύφος που τον διακρίνει, ο ΜακΓκρέγκορ μάς αφηγείται την ιστορία του Ντέηβιντ, σε ένα συγκινητικό μυθιστόρημα γύρω από τις ανεξάντλητες δυνατότητες που προσφέρονται καθημερινά για μια νέα αρχή.

Ελληνική λογοτεχνία

Στα Δάση

Ιορδάνης Παπαδόπουλος

11.97

Ουσιαστικά, Στα ΔΑΣΗ διαβάζει κανείς ένα ημερολόγιο που άρχισε να γράφεται λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία. Μέσα τους μπορεί να διακρίνει εξομολογητικούς τόνους, ποιητικά κατάλοιπα, στοιχεία μυθοπλασίας και εκλαϊκευμένης θεωρίας.

Στα ΔΑΣΗ άλλοτε εμπλέκονται κι άλλοτε τρέχουν παράλληλα γνωστικά αντικείμενα δενδροκομίας, γεωμετρίας, μηχανικής και γεωγραφίας, υψηλής κουλτούρας, λαϊκών δοξασιών και βιντεοπαιχνιδιών.

Στα ΔΑΣΗ εναλλάσσεται η δαιδαλώδης, ίσως και αγχωτική, περιήγηση μ’ ένα ανακουφιστικό πανόραμα˙ προτείνεται ταυτόχρονα μια επιτομή δασικής οικολογίας και μια εκτεταμένη επισκόπηση της ποιητικής τους.