Κάμντεν, Νιου Τζέρσεϊ, 1980. Ερημωμένα σπίτια, κλειστές βιομηχανίες, φτωχές συνοικίες. Ένας έφηβος, ο Πητ, εξαφανίζεται, και η μάνα του η Λουίσα πεθαίνει το επόμενο πρωί από στεναχώρια. Η αδερφή του, η δωδεκάχρονη Μίνι, ορφανή από γονείς, εισβάλλει άθελά της στη ζωή της συμμαθήτριάς της Λητώς και ανατρέπει τις βεβαιότητες της οικογένειάς της. Ανοίγει ρωγμές που δύσκολα θα κλείσουν έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, στο αμερικανικό όνειρο, σε δεύτερες και τρίτες γενιές μεταναστών, στην παρακμή και τη φθορά της πόλης, σε χαμένες ευκαιρίες και σε επιλογές που λάθεψαν. Κι όσο ο θετός πατέρας της Λητώς, ο Μπέιζελ Καμπάνης, ψάχνει να βρει τι στράβωσε στη διαδρομή, τόσο αναμετριέται με τα φαντάσματα και τους φόβους της παιδικής του ηλικίας κι όσο η γυναίκα του η Σούζαν απομακρύνεται από κοντά του κι από την κοινή κι ανέμπνευστη ζωή τους, τόσο η Μίνι και η Λητώ μοιάζουν να ενηλικιώνονται σε έναν κόσμο σκληρά κι άδικα καμωμένο. Ο χρόνος, σαν τις νιφάδες του χιονιού, τους ξεγελά, ξεγλιστρά και χάνεται. Μαζί του κι αυτοί.
Ηλίας Ζάικος
” Η ιδέα πως θα υπάρχει ένα βιβλίο όπου στη θέση του συγγραφέα θ’ αναγράφεται τ’ όνομά μου, ακόμη και μέχρι σήμερα που γράφω αυτό το σημείωμα, μου φαίνεται σχεδόν αστεία. «Θα πέσει φωτιά να σε κάψει», μου διαμηνύει ο άλλος μου εαυτός, πάντα δεν με χώνευε τούτος και τώρα άδραξε την ευκαιρία να με ταπεινώσει.
Οι σπουδαίοι γραφιάδες ποτέ δεν έλειψαν στον τόπο μας, τί είδους σκοπιμότητα ή και μια κρυμμένη ματαιοδοξία ίσως κρύβεται, λοιπόν, πίσω απ’ την απόφασή μου να εκδοθεί τούτη η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία;
Η μουσική μού δίδαξε πως το ερώτημα είναι ρητορικό, μια σοφιστεία. Σταματάς να παίζεις τα μπλουζ που αγαπάς επειδή ξεπεράστηκες από άλλους ή μήπως διότι οι νότες που επέλεξες έχουν ήδη ακουστεί; Χώρια που είμαι πεπεισμένος πως ακόμα και σ’ ακαδημαϊκές πραγματείες τεχνικής φύσης, πάντα ανιχνεύονται σημεία όπου ο γράφων ξεφορτώνει ιδιαίτερα συναισθήματα κι απόψεις κάθε απόχρωσης, μια βαθύτερη ανάγκη που την αποζητούμε όλοι.
Ξεκίνησα να βάζω λέξεις στο χαρτί από μια ενδόμυχη επιθυμία όχι να πω κάτι που δεν ξέρετε – τί θα μπορούσα να προσθέσω άλλωστε σε όσα ο άνθρωπος έχει ήδη αποκαλύψει, ποιές ιδέες θα ήμουν ικανός να σκαρφιστώ που δεν σημείωσε ο ποιητής; – μα επειδή τα κείμενα αυτής της έκδοσης τα νιώθω κάπως σαν πρελούδια που δεν πρόφτασα να μορφοποιήσω, τραγούδια δίχως ρίμες και μελωδικές γραμμές, σαν λαχτάρα να υπερασπιστώ την ύπαρξή μου ως μουσικός-άνθρωπος και καλλιτέχνης-πολίτης, πάντα έτσι ήθελα να βλέπω τον εαυτό μου άλλωστε.
Βρέθηκα στον πυρήνα της πληρότητας επειδή είχα την τύχη να καθορίζω πού και πότε θα κάνω το επόμενο βήμα. Ταυτόχρονα, πέρασε η ζωή μου κι έμαθα ελάχιστα. Είναι τούτες οι αδυσώπητες αντιφάσεις που τυραννούν κι εμένα και τόσο πετυχημένα έχουν περιγραφεί κατά καιρούς στις μάχες του καλού με το κακό, της φωτιάς με το νερό, της γέννησης με τον θάνατο. Εκείνοι οι συλλογισμοί που τη μια μέρα σε κάνουν θεό και την επόμενη σκουπίδι.
Αρκετοί μού ’δωσαν ώθηση να βιβλιοδετήσω τις σκέψεις και τις εμπειρίες μου, κυρίως φίλοι που τους άρεσε ο τρόπος που τοποθετώ λέξεις και νοήματα στη σειρά. Θέλω, όμως, να σταθώ σε κάποιες γυναίκες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο ζήτημα.
Η μία είναι η κόρη μου, η Ξένη…..”
(Από τον πρόλογο του συγγραφέα)
Ο Ηλίας Ζάικος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα 20 του. Τρία χρόνια αργότερα ίδρυσε τους Blues Gang, με τους οποίους την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησαν τον πρώτο μπλουζ δίσκο της ελληνικής δισκογραφίας. Το 1986 το γκρουπ μετονομάζεται σε Blues Wire και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Έχει κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκους με το συγκρότημα, καθώς και προσωπικές δουλειές κι ένα DVD. Εμφανίστηκε σε αμέτρητες συναυλίες συμμετέχοντας σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, TV shows, radio broadcasts και πληθώρα άλλων εκδηλώσεων.
Ασχολήθηκε επί σειρά ετών με το ραδιόφωνο ως μουσικός παραγωγός σε αρκετούς σταθμούς και για πάνω από μία δεκαετία στον 9,58 της ΕΡΤ 3. Επίσης, έχει εμφανιστεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο ενώ δίδαξε κιθάρα στο ωδείο Φ.Νάκας.
Θεωρείται ο σημαντικότερος μουσικός του μπλουζ στην Ελλάδα και εκ των κορυφαίων πανευρωπαϊκά.
Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο.
Πίνακας εξωφύλλου: Λουκάς Βενετούλιας, Θεσσαλονίκη, 1980
Κώστας Μανδηλάς
Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”.
Αρχές της δεκαετίας του ’80, μια παρέα νεαρών της περιοχής Πετραλώνων και Θησείου, μπουχτισμένη από τη μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα της στρατευμένης έκφρασης και των ρηχών επικοινωνιακών στερεότυπων, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα περιοδικό αυτοέκφρασης, την «Ανοιχτή Πόλη». Ένα αντεργκράουντ έντυπο που από το τρίτο τεύχος, υπήρξε το μοναδικό ελληνικό περιοδικό μέλος του θρυλικού «Alternative Press Syndicate». Μέσα από το πνεύμα της αντικουλτούρας, της επιλεγμένης ριζοσπαστικής rock μουσικής και της διαφορετικής αντιεξουσιαστικής- εναλλακτικής λογικής, στα δεκατρία χρόνια της ύπαρξής της, η «Ανοιχτή Πόλη» επιχείρησε να αρθρώσει έναν άλλο λόγο απέναντι στο ξύλινο λόγο των διάφορων μεταπολιτευτικών νεολαιίστικων κομματικών παραφυάδων. Τη διαδρομή αυτού του περιοδικού, αλλά και τη σχέση του με τα πολιτισμικά και πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής (φτάνοντας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90), περιγράφει ο υπεύθυνος της έκδοσης κι ένας από τους βασικούς συντελεστές του, ο Κώστας Μανδηλάς. Μέσα από τον αφηγηματικό λόγο του συγγραφέα, δίνονται πολλές πληροφορίες για τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, στέκια και ανθρώπους εκείνων των καιρών, που έδωσαν κι αυτοί/ές πολλά στη μάχη ενάντια στην αποικιοποίηση της καθημερινής ζωής. Ταυτόχρονα σκιαγραφείται το χρώμα μιας εποχής, που μπορεί να έχει περάσει ωστόσο τα αιτήματά της για ελευθερία και σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν επίκαιρα.
Αύγουστος Κορτώ
Για χρόνια θα ιστορούσαν τον γυρισμό της Σμαρώς στον Σταυραετό…
Δυο χωριά δεμένα με άσβεστο μίσος.
Δυο νέοι που κλέβονται, και γυρεύουν την τύχη τους στο σκοτάδι της κατοχικής Αθήνας.
Κι έπειτα;
Κανείς δεν ξέρει τι γίνηκε, εκτός απ’ τη Σμαρώ, που γυρνά το ’45 στον Σταυραετό με δυο μωρά παιδιά – μα μόνο το ένα είναι του Μηνά, του Κούκου που την έκλεψε.
Όμως τα μυστικά του παρελθόντος, τα ψέματα της επιβίωσης, θα στοιχειώσουν το μέλλον όλων τους.
Απ’ τη μια, το μοναστήρι για τα ορφανά κορίτσια. Κι απ’ την άλλη, ένας γάμος σαν κλωστή που βαστάει δυο πεπρωμένα.
Ένα βιβλίο μαχαιριά.
Μια ιστορία για τους απλούς ανθρώπους, που ποτέ δεν είναι απλοί.
Μια ιστορία για την Ελλάδα – τη σκληρότητα και την ομορφιά της.