Ο Πίθηκος Ξουθ είναι ένα αλλόκοτο και μοναδικό για τα ελληνικά χρονικά βιβλίο, ένα από τα ελάχιστα νεοελληνικά μυθιστορήματα φαντασίας εκείνης της εποχής και το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες. Ο Συριανός Ιάκωβος Πιτσιπίος αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που, εξαιτίας ενός εγκλήματός του, καταδικάζεται από τον Θεό να μεταμορφωθεί σε πίθηκο και να ζήσει έτσι έως ότου εξιλεωθεί, οπότε θα επανακτήσει την ανθρώπινη μορφή. Αφού πρώτα ζήσει σε έναν ερημότοπο, ο πίθηκος αυτός, που ονομάζεται Ξουθ, αιχμαλωτίζεται από τους ανθρώπους και ζει στην Αγγλία και την Ελλάδα, εκτελώντας χρέη υπηρέτη στον εκάστοτε κύριό του. Μέσα από την ιστορία του Ξουθ και την περιγραφή των σχέσεών του με τους ανθρώπους ο συγγραφέας σατιρίζει τα ευρωπαϊκά και τα ελληνικά ήθη του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Φάνης Παπαδημητρίου
Τον Ιούλιο του 2008 ο δεκαεννιάχρονος Φάνης, με μόνο εμπόδιο στις προοπτικές της επαγγελματικής ποδοσφαιρικής του καριέρας τους νεανικούς παραβατικούς πειραματισμούς του, εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα μιας μηχανής στην Πάρο, όπου έκανε διακοπές με την παρέα του, σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν πλέον αυτονόητο.
Τι κάνεις όταν από εκεί που έπαιζες μπουνιές στα Εξάρχεια και έψαχνες ναρκωτικά στην Πλατεία Βάθη, πρέπει να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς σανίδα για να μεταφερθείς στο κρεβάτι σου; Ποια είναι η λύση όταν το πατρικό σου έχει σκαλιά; Πώς μπορείς να τα καταφέρεις να ζήσεις αυτόνομα όταν είσαι ανειδίκευτος, άνεργος και εθισμένος στον τζόγο; Και τι γίνεται με τις σχέσεις με το άλλο φύλο;
Όπως και το αμαξίδιο, ο λόγος είναι άλλο ένα όχημα που ο Φάνης μαθαίνει να χρησιμοποιεί για να προχωρήσει σε αυτήν τη συγκινητική αυτοβιογραφία, που το ψυχικό σθένος μένει άσβεστο όταν βρέχει τουλούμια από παντού και το ζητούμενο είναι να κρατάς πάντα Ψηλά το Κεφάλι.
Μάλκολμ Λόουρι
O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του.
Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά