Ο Πρώτος Άνθρωπος ξανακάνει όλη τη διαδροµή για ν’ ανακαλύψει το µυστικό του: δεν είναι ο πρώτος. Κάθε άνθρωπος είναι ο πρώτος άνθρωπος, κανείς δεν είναι. Γι’ αυτό πέφτει στα πόδια της µητέρας του. – Ακρόπολη. Ο άνεµος σάρωσε όλα τα σύννεφα, και το φως, το πιο λευκό και το πιο δυνατό, πέφτει από τον ουρανό. Περίεργο συναίσθηµα όλο το πρωινό πως βρίσκοµαι σε τούτο το µέρος εδώ και πολλά χρόνια, πως βρίσκοµαι στο σπίτι µου, χωρίς µάλιστα να µε ενοχλεί η διαφορετική γλώσσα. – Νόµπελ. Περίεργο συναίσθηµα συντριβής και µελαγχολίας. Όταν ήµουν 20 χρονών, φτωχός και γυµνός, γνώρισα την πραγµατική δόξα. Τη µητέρα µου. – 7 Νοεµβρίου, 45 χρονών. Όπως το ήθελα, µέρα µοναξιάς και σκέψης. Να ξεκινήσω να εφαρµόζω από τώρα τούτη την αδιαφορία που θα πρέπει να ολοκληρωθεί στα πενήντα µου. Εκείνη την ηµέρα, θα κυριαρχήσω. – Η δηµοκρατία δεν είναι ο νόµος της πλειονότητας αλλά η προστασία της µειονότητας. – Η µαµά χειρουργήθηκε. Το τηλεγράφηµα του Λ. φτάνει το Σάββατο το πρωί. Το επόµενο βράδυ, αεροπλάνο στις τρεις τα ξηµερώµατα. Εφτά η ώρα στο Αλγέρι. Πάντα η ίδια εντύπωση στο πεδίο του Λευκού-Σπιτιού: η γη µου. Και όµως ο ουρανός είναι γκρίζος, ο αέρας ελαφρύς και σπογγώδης. Εγκαθίσταµαι στην κλινική, στα υψώµατα πάνω από το Αλγέρι. Μεταξύ 1951 και 1959, ο Καµύ γράφει το Καλοκαίρι, την Πτώση, την Εξορία και το Βασίλειο, αντιδρά απέναντι στην τραγωδία του πολέµου της Αλγερίας, στην πολεµική που δηµιουργείται γύρω από τον Επαναστατηµένο άνθρωπο, κάνει δύο ταξίδια στην Ελλάδα, στην Ιταλία, παίρνει το βραβείο Νόµπελ… Τα Σηµειωµατάρια αυτά, τα τελευταία, συχνά σηµειώσεις εργασίας, γίνονται εν τέλει το προσωπικό του ηµερολόγιο, και επιβεβαιώνουν την επίµονη αναζήτηση της αρµονίας «µέσα από τα πιο δύσβατα µονοπάτια, τις ταραχές, τους αγώνες». Ανάµεσα στις ηµερολογιακές καταγραφές, βρίσκουµε σηµειώσεις για µελλοντικά συγγραφικά σχέδια και, βεβαίως, τον Πρώτο Άνθρωπο, το τελευταίο ανολοκλήρωτο βιβλίο του, που έµελλε να εκδοθεί 34 χρόνια µετά τον θάνατό του στο φοβερό αυτοκινητιστικό ατύχηµα της 4ης Ιανουαρίου 1960. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει το αναλυτικό ευρετήριο των τριών τόµων.
Βιντσέντζο Λατρόνικο
Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.
Υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025
Φάνης Παπαδημητρίου
Τον Ιούλιο του 2008 ο δεκαεννιάχρονος Φάνης, με μόνο εμπόδιο στις προοπτικές της επαγγελματικής ποδοσφαιρικής του καριέρας τους νεανικούς παραβατικούς πειραματισμούς του, εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα μιας μηχανής στην Πάρο, όπου έκανε διακοπές με την παρέα του, σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν πλέον αυτονόητο.
Τι κάνεις όταν από εκεί που έπαιζες μπουνιές στα Εξάρχεια και έψαχνες ναρκωτικά στην Πλατεία Βάθη, πρέπει να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς σανίδα για να μεταφερθείς στο κρεβάτι σου; Ποια είναι η λύση όταν το πατρικό σου έχει σκαλιά; Πώς μπορείς να τα καταφέρεις να ζήσεις αυτόνομα όταν είσαι ανειδίκευτος, άνεργος και εθισμένος στον τζόγο; Και τι γίνεται με τις σχέσεις με το άλλο φύλο;
Όπως και το αμαξίδιο, ο λόγος είναι άλλο ένα όχημα που ο Φάνης μαθαίνει να χρησιμοποιεί για να προχωρήσει σε αυτήν τη συγκινητική αυτοβιογραφία, που το ψυχικό σθένος μένει άσβεστο όταν βρέχει τουλούμια από παντού και το ζητούμενο είναι να κρατάς πάντα Ψηλά το Κεφάλι.
Μάλκολμ Λόουρι
O Μπιλ Πλανταγενέτης, Βρετανός πιανίστας της τζαζ, αλκοολικός, φανατικός αναγνώστης του Χέρμαν Μέλβιλ, παθιασμένος με τα καράβια, φτάνει στη Νέα Υόρκη και ανακαλύπτει ότι όλη του η ζωή είναι ένα ναυάγιο – έχει χάσει την μπάντα του, έχει χάσει τη σύντροφό του. Μετά το προσκύνημά του στις ταβέρνες του λιμανιού καταλήγει στο ψυχιατρείο ή μάλλον στην Κόλαση, όπου θα περάσει τον καιρό του και θα μοιραστεί την τύχη του με ναυτικούς, μέθυσους, φτωχούς. Κοιτάζοντας τα καράβια που αρμενίζουν στο Ιστ Ρίβερ, ο Μπιλ καταλαβαίνει ότι ο ψυχίατρος που τον έχει αναλάβει δεν θα καταφέρει να γιατρέψει ποτέ την άρρωστη ψυχή του.
Σε αυτή τη συναρπαστική νουβέλα ο Malcolm Lowry αντλεί από την προσωπική του εμπειρία και μιλά με σφοδρότητα για τις ψευδαισθήσεις της τρέλας και για την πραγματική σημασία της λογικής. Ένα συγκινητικό έργο τέχνης όπου περιέχονται όλες οι κεντρικές ιδέες που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, και ταυτόχρονα για μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Ο συγγραφέας, αντλώντας υλικό από την εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1936, ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
από τον πρόλογο της Κατερίνας Σχινά