Ο Πέτρος Πικρός στο μυθιστόρημα “Τουμπεκί”, τελευταίο μέρος της τριλογίας “Χαμένα κορμιά”, διερευνά και πάλι το κρυφό πρόσωπο της πόλης, οδηγώντας τον αναγνώστη στους σκοτεινούς δρόμους του κοινωνικού περιθωρίου. Ο τίτλος του έργου του δεν ορίζει απλώς την ιδιωματική γλώσσα αυτού του χώρου, αλλά και τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής. Η λέξη “τουμπεκί” (είδος καπνού για το ναργιλέ) στη μεταφορική σημασία της παραπέμπει στον υπόκοσμο και στη συνθηματική γλώσσα του, ενώ στόχος του συγγραφέα είναι να αναφερθεί συνολικά στο διεφθαρμένο κοινωνικό σύστημα. Το “Τουμπεκί” κατάγεται από την παράδοση του νατουραλισμού, ωστόσο οι καινοτομίες που επιχειρεί ο Πικρός ανανεώνουν την εγχώρια πεζογραφία και αναδεικνύουν θεματικές, μοτίβα, πεδία και γλωσσικά ιδιώματα που έως τότε δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά τη λογοτεχνική συντεχνία.
Αλεξάντερ Κλαπ
Πού πάνε τα σκουπίδια; Ποιες χώρες φορτώνονται τα απορρίμματα του δυτικού κόσμου; Ποιον δηλητηριάζουν οι πεταμένες ηλεκτρονικές συσκευές μας; Πώς χρησιμοποιούν οι πετρελαιοβιομηχανίες την ανακύκλωση ως δούρειο ίππο για να προωθήσουν την υπερπαραγωγή πλαστικού; Ο πόλεμος των σκουπιδιών μαίνεται σήμερα ανεξέλεγκτος.
Στο βιβλίο αυτό, καρπό επιτόπιας έρευνας σε πέντε ηπείρους —από την κεντρική Αμερική και την Αφρική στο Αιγαίο και την Ινδονησία—, ο Αλεξάντερ Κλαπ αναζητά τους τόπους και τους ανθρώπους που παραλαμβάνουν τελικά τα απορρίμματά μας: τοξικά απόβλητα, ηλεκτρονικά απόβλητα, παλιοσίδερα, πλαστικά. Συνομιλεί με εργάτες και πολιτικούς, με επιστήμονες και μεσίτες σκουπιδιών, με εφοπλιστές και ακτιβιστές, εξερευνώντας τον αφανή κόσμο της παγκόσμιας διακίνησης αποβλήτων και τα θηριώδη οικονομικά συμφέροντα που τον κυβερνούν.
Όσιαν Βουόνγκ
«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ζήσεις μονάχα μια φορά». Ο Χάι, δεκαεννιάχρονος Αμερικανο-βιετναμέζος, κάτοικος της Ανατολικής Χαράς του Κονέκτικατ, ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα. Τον σταματά μια ηλικιωμένη από τη Λιθουανία με αρχικά συμπτώματα άνοιας. Οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και η ζωή τους αλλάζει.
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι Όσιαν Βουόνγκ (γενν. Βιετνάμ, 1988) επιστρέφει μ᾽ ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για όσα μας στοιχειώνουν, για τη ζωή στο περιθώριο, για τους ανθρώπους που επιλέγουμε να γίνουν η οικογένειά μας και για το πώς πείθουμε τον εαυτό μας για μια δεύτερη ευκαιρία.
Γωγώ Ατζολετάκη
H Αλεξάνδρα, μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά που βιώνει, μετρά τα χρόνια της. Σίγουρα είναι πολλά. Βρίσκεται πια στη «γκρίζα ζώνη» της ζωής της… Όμως, δεν είναι τόσο μεγάλη ούτε τόσο άρρωστη, όσο πιστεύουν οι άλλοι.
Κι αυτοί ο «άλλοι» δεν είναι παρά τα παιδιά της –ο γιος της και η νύφη της, ιδιαιτέρως η νύφη της–, που πλέον δεν θέλουν τη γιαγιά μέσα στα πόδια τους, στο πολυτελές σπίτι τους, που η ίδια η Αλεξάνδρα τους βοήθησε ν’ αποκτήσουν.
Και πώς ν’ απαλλαγούν από τη «γριά»; Πού να τη στείλουν;
Το Γηροκομείο είναι πάντα μια καλή λύση!
Ανήμπορη να αντιδράσει η Αλεξάνδρα, υποτάσσεται στη μοίρα της. Αποφασισμένη ότι εκεί, στο Γηροκομείο, παραπεταμένη και ξεχασμένη, θα τελευτήσει τις μέρες της.
Όμως, η πάντα απρόβλεπτη ζωή, θα κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Ένα τυχαίο γεγονός θα γίνει το έναυσμα για μια καινούργια αρχή, για πρωτόγνωρους και ελπιδοφόρους ορίζοντες.
Ποτέ μη λες «ποτέ»!
Μια ωδή στην τρίτη ηλικία της ζωής μιας γυναίκας, που τελικά μπορεί να εξελιχθεί σε μια… τρίτη άνοιξη!