Λέσχη Ανάγνωσης
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας περάσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό επίτευγμα, τον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί αγαπούσε την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος.
Μεγαλώνοντας, η καλοσύνη του και οι ευγενικοί του τρόποι κέρδιζαν τον σεβασμό όλων. Το 1570 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή του στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε, την καθοριστικής σημασίας για τις χριστιανικές δυνάμεις νίκη επί του τουρκικού στόλου, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία πέντε χρόνια αργότερα, πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Αποπειράθηκε να αποδράσει πέντε φορές και μόνο το 1580 επέστρεψε στην πατρίδα του χάρη σε καταβολή λύτρων.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα Γαλάτεια και ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα, χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία, μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα απέσπασε ενθουσιώδη υποδοχή. Ως πιστός καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό όντως επετεύχθη χάρη στο Δον Κιχώτη. Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή, ο οποίος, έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος, που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Γίνεται το συμπλήρωμά του, το αντίθετό του, αυτό που ήταν ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών. Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, μπλέκοντας αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες.
Χρήστος Παρίδης
Λέσχη Ανάγνωσης
Μπορείς να ερωτευτείς τους φίλους σου; Σίγουρα μπορείς. Και μάλιστα ανεξάρτητα από το τι τους αρέσει να ερωτεύονται αυτοί, αγόρια ή κορίτσια ή οτιδήποτε. Και υπάρχει ο αρχετυπικός έρωτας γι’ αυτό: της Πάτι Σμιθ, ποιήτριας, και του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, φωτογράφου. Γνωρίζονται στα είκοσι κάτι τους στη Νέα Υόρκη. Δεν έχουν να φάνε. Δεν έχουν σταθερές δουλειές και ούτε σκοπεύουν να πιάσουν. Είναι αποφασισμένοι να τα καταφέρουν: θα κάνουν τέχνη. Ζωγραφίζουν και φτιάχνουν κοσμήματα. Μοιράζονται στη μέση ελάχιστο φαγητό. Έχουν στυλ, απόψεις, και ένα δωματιάκι στο Chelsea Hotel, όπου η δημιουργική ατμόσφαιρα μεταξύ φτώχειας, ταλέντου και ναρκωτικών είναι εκρηκτική.
Η Πάτι και ο Ρόμπερτ χτίζουν μεθοδικά τη φιλία τους. Η αφήγηση ξεκινά από τις σκληρές δουλειές του ποδαριού που κάνουν – τα μαρτύρια των εργατών θα απασχολούν δημιουργικά τη Σμιθ για όλη της τη ζωή. Η Σμιθ θέλει να κάνει τέχνη που θα αλλάξει τον κόσμο. Ζωγραφίζει, μελετά, γράφει ποιήματα. Ανάμεσα σε χαοτικά ξενοδοχεία με ενέσεις και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, στους παγωμένους δρόμους της Νέας Υόρκης και στη στέρηση του φαγητού, περιτριγυρισμένα από ποιητές, συγγραφείς και μουσικούς, τα δυο παιδάκια, η Πάτι και ο Ρόμπερτ, γίνονται η Πάτι Σμιθ και ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ γίνεται ένας αναγνωρισμένος φωτογράφος που φωτογραφίζει με ερωτικό τρόπο λουλούδια και χέρια και δερμάτινα και σαδομαζοχιστικά τελετουργικά μεταξύ ανδρών. Η Πάτι Σμιθ γίνεται ένα alien αδιάφορο για τη γνώμη των άλλων, ένα φυτό που μελετά γαλλική ποίηση και πάει χωρίς λεφτά στο Παρίσι για να προσκυνήσει τάφους. Κάνει performance. Πολλοί την περνούν για γκέι γυναίκα τζάνκι, ενώ η ίδια ξοδεύει τις νύχτες της χορεύοντας νηστική και μαστουρωμένη σε στενά δωμάτια, όπου κρατάει απρόσεχτα φυλαγμένα τα ποιήματα και τις ζωγραφιές της. Βάζει την ποίησή της σε τραγούδια και γίνεται διάσημη. Μαθαίνει λίγο κιθάρα. Πλέκει μουσικές και λέξεις. Αναγνωρίζεται διεθνώς. Η Σμιθ γράφει ότι δεν θα τα κατάφερνε χωρίς τον Μέιπλθορπ, ότι της έσωσε τη ζωή –προφανώς είναι ακόμα ερωτευμένη με τον Ρόμπερτ της.
Πεθαίνοντας νέος ο Μέιπλθορπ, αναγνωρισμένος και περιτριγυρισμένος από τις υλικές απολαύσεις που τόσο αναζήτησε, λέει στην Πάτι να γράψει την ιστορία τους. Κι αυτή το κάνει. Ζωή όπου τέχνη και καθημερινότητα μπερδεύονται αξεδιάλυτα, η ζωή του Ρόμπερτ και της Πάτι, μεταξύ ξενοδοχείων, γκαλερί, φθηνών βιβλιοπωλείων, τρένων, μουσικών σκηνών, πάρτι, μπαρ και μουσείων, διαβάζεται ως ειλικρινής ύμνος στη νεότητα, στα ρευστά όρια φιλίας και έρωτα, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στη Νέα Υόρκη που δεν υπάρχει πια και στις αλάνθαστα θεραπευτικές ιδιότητες της ποίησης.
Βίβιαν Στεργίου
Γνωστός για τη σκληρή καταγγελτική του γλώσσα – είχε προκαλέσει τη μήνη της Καθολικής Εκκλησίας που τον πήγε στα δικαστήρια όταν εξέδωσε την «Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού» -, ο Βαυαρός ερευνητής και συγγραφέας περνάει στο πόνημα αυτό «γενεές δεκατέσσερις» την αμερικανική ιστορία, από τον επιθετικό αποικισμό του Νέου Κόσμου και την εξολόθρευση των Ινδιάνων μέχρι τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στην Κορέα, το Βιετνάμ κι αργότερα στην Εγγύς Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο. Αποκαλύπτει έτσι, λέει, «με ποιο τρόπο το ισχυρότερο μέλος του ΝΑΤΟ παριστάνει τη φιλειρηνική δύναμη τη στιγμή που εμφανίζει εξαιρετικά ύποπτες και σκοτεινές πτυχές», χαρακτηρίζοντας τη λεγόμενη «Χώρα της Ελευθερίας» ή «Χώρα του Θεού» ως ένα «βίαιο, ανήθικο και διεφθαρμένο έθνος» – έναν «Μολώχ» που τρώει μέχρι και τα δικά του παιδιά.
Μια αφιερωματική έκδοση στις 45 προσωπικότητες που βρέθηκαν μέχρι σήμερα στο «τιμόνι» των ΗΠΑ – πολλοί εξ αυτών, ειδικά από τον Β’ Παγκόσμιο και μετά, κι ενός μεγάλου μέρους του υπόλοιπου κόσμου – από τον Τζορτζ Ουάσινγκτον ως τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς επίσης στον θεσμό καθαυτό: Πώς διαμορφώθηκε στα 200 και πλέον χρόνια της ύπαρξής του, τι συμβολίζει, τι εύρος εξουσιών έχει, πώς ελέγχεται, η αμερικανική εκλογική ορολογία κ.ά. Μέσα από μια εξιστόρηση γραμμένη έτσι ώστε να γίνεται κατανοητή από κάθε αναγνώστη «περνάει όλη η ταραχώδης πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, τα σκάνδαλα, οι δολοφονίες αλλά και οι μεγάλες αποφάσεις που έκαναν τη χώρα αυτή την ισχυρότερη στον πλανήτη», όπως σημειώνει ο υπεύθυνος της σειράς Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος.
Η αποκαλυπτική μαρτυρία του Γουλφ – προϊόν 18 μηνών εργασίας και 200 συνεντεύξεων από ανθρώπους του προεδρικού περιβάλλοντος, καθώς αναφέρει ο Νεοϋορκέζος συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος που χάρη στο βιβλίο αυτό έγινε διεθνώς διάσημος – προκάλεσε σωστό «σεισμό» στην Αμερική κι έκανε έξαλλο τον Τραμπ, ο οποίος προσπάθησε μάλιστα να εμποδίσει την έκδοσή του. Ξεκινώντας από την απροσδόκητη εκλογή του το ’16, ο Γουλφ – που είχε εξασφαλίσει άδεια να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στον Λευκό Οίκο, αποκρύπτοντας τις προθέσεις του – καταγράφει απολαυστικά και με χιούμορ όσα είδε, άκουσε κι έζησε εκεί, ανατρέχοντας ταυτόχρονα σε όλο τον «αμαρτωλό» βίο και την πολιτεία του «φαινομένου» Ντόναλντ Τραμπ προτού ο εν λόγω μεγιστάνας και πρώην παρουσιαστής ριάλιτι διεκδικήσει την προεδρία. Τον οποίο χαρακτηρίζει ανοικτά παράφρονα, εμμονικό, μεγαλομανή και περιστοιχισμένο από έναν «στρατό καρχαριών» που δεν μπορούν να πιστέψουν πως είναι «βλάκας και ηλίθιος».
Αφορμή γι’ αυτό το συναρπαστικό, «επικό» ανάγνωσμα που αφότου εκδόθηκε (1984) έγινε μπεστ σέλερ και πανεπιστημιακό μάθημα ήταν η επιθυμία του Ζιν – ακτιβιστής και ο ίδιος μια ζωή, ακόμα κι όταν έγινε ακαδημαϊκός – να αναδείξει την ιστορία από την πλευρά των «αποκάτω», δηλαδή των κοινωνικά απόκληρων, των απλών εργατών όπως υπήρξε κι ο ίδιος κάποτε, των λογής μειονοτήτων (Ινδιάνοι, μαύροι, ισπανόφωνοι και λοιποί μετανάστες), των γυναικών, των φοιτητών και των κοινωνικών κινημάτων επίσης, εστιάζοντας στους σκληρούς αγώνες που δόθηκαν για μιαν άλλη Αμερική, αγώνες οι οποίοι συνήθως παραλείπονται από το επίσημο αφήγημα. Όπως όμως λέει και το απόφθεγμα που επικαλείται ο συγγραφέας, «η κραυγή των φτωχών δεν είναι πάντα δίκαιη αλλά αν δεν την έχεις ακούσει, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει δικαιοσύνη».
Η επανάσταση του 1775 που οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου, δυναμικού έθνους που δυόμιση αιώνες μετά θα κυριαρχούσε στην Υφήλιο σε ένα καλογραμμένο ιστορικό δοκίμιο: Oι πολυεπίπεδες ρήξεις και οι αλλαγές ιδεών, αντιλήψεων και νοοτροπιών που αυτή σήμανε, οι δυνάμεις που στήριξαν την απόσχιση από τη βρετανική αυτοκρατορία και ίδρυσαν το αμερικανικό κράτος σε δημοκρατικές βάσεις, η νέα σχέση πολίτη-Πολιτείας που προέκυψε, η έστω τυπική όπως εξελίχθηκε υποχρέωση λογοδοσίας της δεύτερης στον πρώτο παρότι οι υφιστάμενες, οι αποικιακές δομές εκμετάλλευσης δεν καταργήθηκαν – απλώς άλλαξαν μορφή -, οι σχέσεις των νεοφερμένων αποίκων με τους αυτόχθονες Ινδιάνους, τα Συντάγματα των αμερικανικών Πολιτειών και το «πολυκέφαλο τέρας».
«Ποια ήταν, άραγε, η κινητοποιητική δύναμη που έκανε μετανάστες και μετανάστριες να τραγουδούν επαναστατικούς ύμνους στις Ηνωμένες Πολιτείες;», διερωτάται ο Κωστής Καρπόζηλος, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα αυτό – ένα ερώτημα που ξεφεύγει από τα συνήθη στερεότυπα για τους Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ – ανατρέχει στην ιστορία της αμερικανικής (και μαζί, βεβαίως, της ελληνοαμερικανικής) Αριστεράς από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, αναδεικνύοντας παράλληλα «τα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τις ιδέες της ριζικής κοινωνικής μεταβολής με τους μετασχηματισμούς της καθημερινότητας των μεταναστευτικών πληθυσμών», καθώς επίσης τη θέση των ΗΠΑ στη φαντασία των πολιτικών ριζοσπαστών του περασμένου αιώνα.
Λέσχη Ανάγνωσης
«Στην αμερικάνικη έρημο ο περιηγητής αναγνωρίζει στο αρνητικό της πολιτισμένης γης το θρίαμβο της λήθης επί της ιστορικής μνήμης και της κουλτούρας. Αναγνωρίζει όμως ταυτόχρονα τα σημεία ενός σπάταλου πολιτισμού που καταναλώνει τον πάγο, το ουίσκι, τα αυτοκίνητα όπως η άμμος το νερό, που αψηφά την περιορισμένη ενέργεια του πλανήτη και απαιτεί αναμμένα φώτα και κλιματιστικά, αναμμένες τηλεοράσεις ακόμα και στα αδειανά κτίρια…». Η «Αμερική των εμμονών», των «ηλεκτρισμένων, κινηματογραφικών πόλεων» και των «γαληνεμένα αδειανών» ερήμων ως μια «υπερπραγματικότητα», ένα οικουμενικό σημείο αναφοράς για το καλύτερο ή/και το χειρότερο, μια ουτοπία «που εξαρχής βιώθηκε σαν πραγματοποιημένη» και που η αλήθεια της οποίας μπορεί, κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, να εμφανιστεί μόνο σε έναν Ευρωπαίο: «Κι αν οι Αμερικανοί δεν έχουν ταυτότητα, έχουν ωστόσο υπέροχα δόντια!», χαριτολογεί. Εκδοθέν το 1986 σαν μικρό οδοιπορικό, διαβάζεται απνευστί.
Λέσχη Ανάγνωσης
Η Αμερική στον πυρετό της κοσμογονικής δεκαετίας του ’60 μέσα από τη σύγκρουση του επιτυχημένου, καθώς πρέπει Αμερικανοεβραίου μεσοαστού Σίμουρ Λιβόβ, «ζωντανής διαφήμισης» του μεταπολεμικού αμερικανικού ονείρου με την επαναστατημένη έφηβη κόρη του που θέλει τον κόσμο και τον θέλει τώρα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάρει τα όπλα για να το καταφέρει. Βραβευμένο με Πούλιτζερ το 1998, το καθηλωτικό «Αμερικανικό Ειδύλλιο» θεωρείται από τα κορυφαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ στις ΗΠΑ και μαζί με τα «Παντρεύτηκα έναν Κομμουνιστή» και «Το Ανθρώπινο Στίγμα» που ακολούθησαν χρονικά αποτελούν τη λεγόμενη «αμερικανική τριλογία» του πρόσφατα χαμένου συγγραφέα.
Λέσχη Ανάγνωσης
Ένας εκλεγμένος πρόεδρος, δημαγωγός ολκής μετατρέπεται σε δικτάτορα για να σώσει το έθνος από την απάτη της κοινωνικής πρόνοιας, την εγκληματικότητα, τους κινδύνους του σεξ και τον ανεξάρτητο, φιλελεύθερο Τύπο. Σας θυμίζει μήπως κάποιον; Εύστοχη όσο και «προφητική» πολιτική σάτιρα σε μορφή μυθιστορήματος που έγραψε ο Σινκλέρ τον Μεσοπόλεμο, θέλοντας να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του για τον κίνδυνο να επικρατήσει και στις ΗΠΑ ο ολοκληρωτισμός που ήδη «άλωνε» την Ευρώπη. Το βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε, χαρίζοντας στον συγγραφέα του το Νόμπελ λογοτεχνίας (1930).