Βλέπετε 589–600 από 715 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Τα υλικά του χρόνου

Μαργαρίτα Μαντά

12.60

Πιό πολύ απ’ όλα στο ΣΙΝΕΑΚ, εμένα μ’ αρέσουν τα “επίκαιρα”.

“Αυτά τα δείχνουν πριν από τις ταινίες και είναι μαυρόασπρα. Ο μπαμπάς μάς έχει εξηγήσει πως είναι τα νέα απ’ τον κόσμο και την Ελλάδα σε περίληψη. Βλέπουμε εικόνες με βασιλιάδες, πολιτικούς, παπάδες, πολεμιστές, παρελάσεις, νοσοκόμες, παιδάκια σε νοσοκομεία, παιδάκια που παίρνουν δώρα για τα Χριστούγεννα, κάτι στρατιώτες που ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά με κάτι κυρίους που φοράνε σκούρα γυαλιά, πολλές ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν σε διάφορα μέρη, τον κύριο Ωνάση που φοράει κι αυτός σκούρα γυαλιά, κάτι αεροπλάνα που σταματάνε σ’ ένα μεγάλο μέρος κι ύστερα κατεβαίνει μια σκάλα και βγαίνει μια κοπέλα μ’ ένα καπέλο σαν το πρώτο μου καθικάκι ανάποδα και χαμογελάει και πίσω της βγαίνουν μερικές κυρίες και κύριοι, που κι αυτοί φοράνε σκούρα γυαλιά. Όλα αυτά που βλέπουμε μας τα εξηγεί ένας κύριος με πολύ χοντρή φωνή που δεν τον βλέπουμε, μόνο τον ακούμε. Όταν τελειώνουν τα “Επίκαιρα” μπαίνει μια μουσική και μετά αρχίζει η ταινία”.

“Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου”. (Μ.Μ.)

Ελληνική λογοτεχνία

Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή

Βασίλης Γκουρογιάννης

11.97
[…]Το παλιό λεωφορείο, ένα Βόλβο εικοσαετίας, με αεροπορικό βόμβο και ξερούς τριγμούς, ξεκίνησε για μια σύντομη περιήγηση στην παλαιά Λευκωσία και αποκεί θα κατευθυνόταν προς το ξενοδοχείο Nicosia. Στην ατμόσφαιρά του πλανιόταν η αίσθηση ότι εγκατέλειπαν πίσω στη Μακεδονίτισσα τους νεκρούς συμπολεμιστές, ηττημένοι από το πάθος για μια παγωμένη μπίρα. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να τους παρηγορήσουν. Δεν γνωρίζουν αν οι νεκροί χρειάζονται παρηγοριές. Αυτό που έγινε πριν από λίγο ήταν μια βιαστική συνάντηση έπειτα από τριάντα τόσα χρόνια παλαιών φίλων, οι οποίοι δεν είχαν τίποτε πλέον να πουν πέρα από τα τυπικά και ανυπομονούσαν να χωρίσουν με εύσχημο τρόπο. Εξάλλου οι νεκροί ήταν ήδη ενήλικες: ήταν τριάντα τριών ετών νεκροί. Είχαν πια προσαρμοστεί να είναι νεκροί, ενώ ως ζωντανοί βίωσαν μόλις είκοσι πέντε χρόνια, και προφανώς τα είχαν λησμονήσει. […]

 

Με πρωταγωνιστές μια ομάδα βετεράνων του πολέμου στην Κύπρο το 1974, κατά την εισβολή του Αττίλα, οι οποίοι επιστρέφουν στα πεδία των μαχών τριάντα τόσα χρόνια μετά, ο Βασίλης Γκουρογιάννης στήνει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα για τον αγνοημένο αυτό πόλεμο αλλά και για κάθε πόλεμο. Μεγάλο μέρος του μυθοπλαστικού υλικού του βιβλίου είναι βασισμένο σε μαρτυρίες ελλήνων και τούρκων βετεράνων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα.

Τζον Χιγκς

16.92

Το μέλλον δεν έχει συμβεί ακόμη.

Η ιδέα πως ο πολιτισμός μας είναι καταδικασμένος δεν έχει αποδειχθεί.

Πρόκειται για μια ιστορία που εμείς τη λέμε στον εαυτό μας.

 

Κατά τη δεκαετία του 1980 εγκαταλείψαμε το μέλλον. Τώρα το μόνο που βλέπουμε μπροστά μας είναι οικονομική κατάρρευση, περιβαλλοντική καταστροφή και η Αποκάλυψη των ζόμπι. Αν όμως κάνουμε λάθος; Αν υπάρχει ακόμη μέλλον για μας;

Από τη διαστημική περιπέτεια του Star Trek στην τεχνητή νοημοσύνη, το βασικό εγγυημένο εισόδημα και την επιρροή των κοινωνικών δικτύων, αλλά και από τις αντιλήψεις της γενιάς των μπούμερ σε εκείνες των μιλένιαλ και της Γενιάς Ζ, ο John Higgs μας παρασέρνει σε ένα ταξίδι πέρα από την τεχνολογική τρέλα και τα πρωτοσέλιδα προκειμένου να ανακαλύψουμε γιατί δεν θα πρέπει να εμπιστευόμαστε τις προβλέψεις της επιστημονικής φαντασίας, γιατί η φύση δεν είναι όσο απροστάτευτη θεωρούμε και γιατί η δύναμη που μας ωθεί να δημιουργήσουμε δεν θα αυτοματοποιηθεί ποτέ. Στη διαδρομή τον συντροφεύουν άνθρωποι που συναντά στις περιπλανήσεις του στους δρόμους της πόλης του, του Μπράιτον, και οι συζητήσεις τους μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τι μας περιμένει και πώς μπορούμε να φτιάξουμε ένα καλύτερο μέλλον.

Κέιτ Κιρκπάτρικ

16.92

Η Σιµόν ντε Μποβουάρ θεωρείται µία από τις πιο επιδραστικές διανοούµενες του 20ού αιώνα. Ως σύµβολο της απελευθέρωσης των γυναικών, ενέπνευσε αλλά και σκανδάλισε τη γενιά της µέσα από τις αντισυµβατικές σχέσεις της. Ως φιλόσοφος και συγγραφέας, κέρδισε σηµαντικά λογοτεχνικά βραβεία και άλλαξε τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετωπίζουµε τα έµφυλα ζητήµατα µε το βιβλίο της Το δεύτερο φύλο. Παρά τις επιτυχίες της, όµως, αναρωτιόταν µήπως υποτιµούσε τον εαυτό της.

Αν και η σχέση της µε τον Ζαν-Πολ Σαρτρ έχει καταγραφεί στις θρυλικές ερωτικές σχέσεις του προηγούµενου αιώνα, για την Μποβουάρ είχε το κόστος της: για δεκαετίες ολόκληρες έµεινε στη σκιά του υπαρξιστή φιλοσόφου. Τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει στο φως ηµερολόγια και επιστολές που αποκαλύπτουν την ευρηµατικότητα της δικής της φιλοσοφίας αλλά και τη θέση των υπόλοιπων εραστών στη ζωή της.
Αυτή η πρωτοποριακή βιογραφία αντλεί υλικό από αδηµοσίευτες πηγές για να αφηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία του πώς η Σιµόν έγινε η Μποβουάρ, η γυναίκα που ακόµα και σήµερα προκαλεί και µας εµπνέει.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κουτσός Άγγελος

Αλέξης Πανσέληνος

11.97

Ένα νουάρ μυθιστόρημα στα χρόνια της Κατοχής.

Αθήνα 1943. Ένας ντετέκτιβ, Ελληνοαμερικανός, βρίσκεται εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τους εχθρούς του.

Φυτοζωεί από το επάγγελμά του και ενώ ο πόλεμος διαλύει τις τελευταίες του ελπίδες, κάποιος του αναθέτει την προστασία ενός κοντραμπασίστα της όπερας. Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άνδρες της ιστορίας, μια Εβραιοπούλα παντρεμένη μ’ έναν μαυραγορίτη, έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν’ ανεβάσει τον «Χρυσό του Ρήνου» στη Λυρική, έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή, μια πόρνη της Τρούμπας, μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;

Ελληνική λογοτεχνία

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Αλέξης Πανσέληνος

6.00

Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν τη χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου.

Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες, ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε.

“Συνωθείται ο κόσμος στα σκαλοπάτια της εισόδου από την Καραγεώργη Σερβίας, αλλά δεν μπορεί να μπει ο καθένας, μόνο όσοι έχουν το μαγικό χαρτάκι. Οι λιμουζίνες έχουν τραβήξει πιο κάτω προς το «Κινγκ Τζωρτζ», για να μην εμποδίζουν τα αυτοκίνητα και τα ταξί που αποβιβάζουν τους επισήμους και τους καλεσμένους… Όλων η προσοχή είναι στραμμένη στην είσοδο και στα σκαλοπάτια της «Μεγάλης Βρετανίας». Από μέσα ακούγεται η μουσική της ορχήστρας και η φωνή της Βέμπο που πρώτα τραγουδά τη μεγάλη της επιτυχία, τόσο ταιριαστή με την αποψινή γιορτή, καθώς η Αθήνα μπαίνει και επίσημα ξανά στον χάρτη των ευτυχισμένων, ξένοιαστων και ευλογημένων πόλεων:

Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμμιά, καμμιά σας δε βγαίνει”

Ζαν Ζενέ

15.93

Το ημερολόγιο ενός κλέφτη είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό. Ωμό, άγριο, διαστροφικό, άκρως ερωτικό, βαθιά ποιητικό, σκιαγραφεί έναν κόσμο που μας τρομάζει και μας σαγηνεύει συνάμα. Ο Ζενέ γνωρίζει πολύ καλά το κάτεργο, τους φονιάδες, τους κλέφτες, την απαγορευμένη λαγνεία, το πάθος που φουντώνει (και κατατρώει και τον ίδιον)… Υπάρχει και το παρελθόν που τον στοιχειώνει: η εκπόρνευση σε δημόσια ουρητήρια για πενταροδεκάρες, ο φόνος που διαπράττει, η ζωή του ως άστεγος και ρακένδυτος, οι φυλακές… Παρουσιάζει το Κακό σκληρό και ωμό, όπως είναι, και, την ίδια στιγμή, το εξιδανικεύει ως ύψιστο μέσο άντλησης της ηδονής.

«Το γράψιμο του ημερολογίου δεν είναι μια μορφή λογοτεχνικής χαλάρωσης. Όσο προχωρώ, βάζοντας σε τάξη ό,τι μου προσφέρει η περασμένη μου ζωή, όσο εμμένω στην ακρίβεια της συγγραφής –των κεφαλαίων, των φράσεων, του ίδιου του βιβλίου–, τόσο περισσότερο αισθάνομαι πως εδραιώνεται η θέλησή μου να χρησιμοποιήσω, για τους σκοπούς της αρετής, την αλλοτινή μου εξαθλίωση. Νιώθω τη δύναμή της».

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Σκηνές από το θέατρο της ζωής μου

Ελένη Βαροπούλου

12.96

Με ένα υβριδικό κείμενο μεταξύ αυτοβιογραφικής αφήγησης, δοκιμίου, παράθεσης ιστορικών γεγονότων και συγκέντρωσης ταξιδιωτικών εντυπώσεων, η Ελένη Βαροπούλου, κριτικός, θεωρητικός του θεάτρου και μεταφράστρια, ανατρέχει σε στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή της.

Στην αναδρομή αυτή αναδεικνύονται οι προσωπικές εμπειρίες, τα συναισθήματα, η αίσθηση των τοπίων, της Φύσης και της πραγματικότητας των αντικειμένων, χωρίς όμως να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα ο στοχασμός γύρω από θέματα αισθητικού και πολιτικού περιεχομένου, οι σκέψεις για το ζήτημα του χρόνου, οι μαρτυρίες για το θέατρο, οι προσεγγίσεις λογοτεχνικών κειμένων, έργων τέχνης, φιλοσοφικών ιδεών.

Και για τις διαδικασίες πολιτικοποίησης ή για τη συνύφανση των διαφορετικών πολιτισμών στις χώρες τις οποίες επισκέφτηκε, κάνει λόγο η Ελένη Βαροπούλου, η οποία επί δεκαετίες είχε δραστηριοποιηθεί σε τομείς του πολιτισμού, προωθώντας πάντα τις νέες θεατρικές τάσεις, ενώ παράλληλα εργαζόταν για μια νέου τύπου θεατρική παιδεία. Με αστείρευτο πάθος περιηγήθηκε δεκάδες χώρες της Ευρώπης και των άλλων ηπείρων, ταξίδεψε από την Ιαπωνία μέχρι τον Καναδά, το Μαρόκο, το Ιράν, τη Ρωσία, την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και από την Αυστραλία μέχρι τη Λατινική Αμερική.

Γνώρισε και συναναστράφηκε ανά την υφήλιο σημαντικές προσωπικότητες από το πνευματικό, καλλιτεχνικό και πολιτικό στερέωμα, ενώ υποστήριξε εμπράκτως τις ενσυνείδητες πολιτικές και πολιτιστικές δράσεις. Το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφία με το βλέμμα στραμμένο προς το πνεύμα της εποχής, καθώς ο ενθουσιασμός για τη ζωή και τη δράση συνυπάρχει με πολλές απορίες και ερωτήματα.

 

Ξένη λογοτεχνία

Τρυφερή είναι η νύχτα

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

5.94

Όπως γράφτηκε μετά τον θάνατό του, «ο Fitzgerald ήταν καλύτερος από ό,τι μπόρεσε να συνειδητοποιήσει πότε ο ίδιος γιατί, ουσιαστικά και μεταφορικά, επινόησε μια γενιά…». Εκπρόσωποι αυτής της χαμένης γενιάς του Μεσοπολέμου, ο Ντικ και η Νικόλ Ντάιβερ, πλούσιοι, όμορφοι, ευφυείς, δίνουν πάρτι μυθικά, δημιουργούν απερίγραπτη ατμόσφαιρα για τους φίλους τους, είναι αφάνταστα ελκυστικοί. Ζουν μια φαινομενικά ανέμελη ζωή πλούτου και περιηγήσεων. Και όμως πίσω από την αστραφτερή επιφάνεια κρύβουν εκείνη ένα μυστικό κι αυτός μια αδυναμία. Κατευθύνονται προς τους βράχους πάνω στους οποίους θα συντριβεί η ζωή τους και μόνον ο ένας από τους δυο επιζεί πραγματικά. Ιστορία τρυφερή αλλά και δυνατή, ένας κόσμος ολέθριας ευημερίας και λεηλατημένου ιδεαλισμού.

Το γράψιμο του Fitzgerald είναι τόσο φυσικό, όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας.
Ernest Hemingway

Η εκδοτική ιστορία του βιβλίου.
Την Πρωτομαγιά 1925, τρεις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του Υπέροχου Γκάτσμπυ, ο Fitzgerald έγραφε στην εκδότη του για το νέο του μυθιστόρημα: «Είναι κάτι αληθινά νέο στη μορφή, την ιδέα, τη δομή – για την εποχή μας, αυτό το πρότυπο που αναζητούν ο Joyce και η Stein και που δεν το βρήκε ο Κόνραντ». Η συγγραφή του πέρασε έπειτα από σαράντα κύματα – η κατάρρευση της Zelda το ’30 κι ο εγκλεισμός της σε κλινική στην Ελβετία, το ταξίδι της επιστροφής των Fitzgerald στην Αμερική το ’31, η υποτροπή της Zelda, ο εκ νέου εγκλεισμός της σε κλινική. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε συνέχειες και, με αναθεωρήσεις και περικοπές, σε μορφή βιβλίου τον Απρίλη του 1934 και χάρισε στον συγγραφέα του τον τίτλο του σύγχρονου Ορφέα.

Δημήτρης Αναστασίου

29.61

Το Α=-Α είναι ένα graphicnovel με θέμα την Αμφιβολία. Πρόκειται για την εικαστική αφήγηση της ιστορίας του Άλφα, ο οποίος κάνει μια εναγώνια προσπάθεια να καταλάβει ποιος είναι ο ίδιος και τι είναι αυτός ο παράξενος κόσμος μέσα στον οποίον υπάρχει. Είναι ένας άνθρωπος που ονειρεύεται; Είναι μια ζωγραφιά ενός εικονιστορήματος; Ένας παράφρων σε παραλήρημα; Ή τελικά ένα φάντασμα που επέστρεψε στον κόσμο των ζωντανών; Μέσα από μια παράξενη περιπλάνηση από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα, σε μέρη εκτός τόπου και εποχές εκτός χρόνου, ο Άλφα θα προσπαθήσει να κατανοήσει, μόνο και μόνο για να βρεθεί ενώπιος με ένα μυστήριο που τον ξεπερνά.

Η ιδιαιτερότητα του Α=-Α είναι ότι δεν έχει ένα συγκεκριμένο ζωγραφικό στυλ, αλλά το ζωγραφικό ύφος αλλάζει ακολουθώντας τη συνειδησιακή και ψυχική κατάσταση του κεντρικού χαρακτήρα και τη ροή της αφήγησης. Αφήγηση, η οποία με τη σειρά της ακολουθεί τη ζωγραφική διάθεση και ορίζεται από αυτήν, σαν σε τραμπάλα που το βάρος μετατοπίζεται πότε στη μια και πότε στην άλλη πλευρά. Κάθε καρέ του εικονιστορήματος  Α=-Α είναι ένα μικρό, χειροποίητο έργο τέχνης, φιλοτεχνημένο είτε με μολύβια, είτε μελάνια, είτε με ελαιοχρώματα.

Έτσι το Α=-Α, αυτή η γνωσιολογική ιστορία μυστηρίου, αποτελεί ένα αφηγηματικό ταξίδι στα ψυχικά τοπία του ήρωά του και συνάμα ένα εικαστικό ταξίδι στα διαφορετικά στυλ της ζωγραφικής του.

Η έκδοση του βιβλίου Α = -Α έγινε με την υποστήριξη των kaplanon galleries.

Θανάσης Γιοχάλας - Ζωή Βαΐου

18.90

Οία κεφαλή και εγκέφαλον ουκ είχε

Το εξής νοστιμώτατον εξεδικάσθη εν τω ενταύθα πταισματοδικείω. Ο κ. Α. Πετσάλης κατεμήνυσε τους κρεοπώλας Γ. Παπαδόπουλον ή Ντιρίκον και Νικόλ. Κακόν πωλήσαντας αυτώ κεφαλήν αρνίου άνευ μυελού, ον είχον υπεξαιρέσει κλείσαντες το κρανίον τεχνηέντως κατόπιν! Το πταισματοδικείον κατεδίκασεν αυτούς ερήμην εις κράτησιν τριών εβδομάδων εκάτερον.

Νέα Εφημερίς

ΕΤOΣ ΙΒ΄, ΑΡΙΘ. 169

Παρασκευή 18 Ιουνίου 1893

 

Η εφημερίδα Ραμπαγάς τον Ιούνιο του 1882 ανακοινώνει ότι λόγω του πολλαπλασιασμού των λωποδυτών πολίτες αποφάσισαν να συστήσουν Σύλλογον αντιλωποδυτικόν. Κάθε μέλος φέρει επί της ράχης του πινακίδα όπου ευκρινώς αναγράφεται η φράση Απαγορεύεται η προσέγγισις. Οι λωποδύτες απαντούν με τη σύσταση δικού τους σωματείου. Κάθε μέλος φέρει επί του στήθους την επιγραφή: Άρπαξε να φας και κλέψε νάχης.

Οι άνθρωποι διασταυρώθηκαν στους δρόμους και στις συνοικίες, έδωσαν τον παλμό της καθημερινότητας, ζωγράφισαν με τα θερμά και ψυχρά χρώματα των συναισθημάτων τους, ξανά και ξανά, το μεταβαλλόμενο τοπίο της πόλης. Έπαιξαν ρόλους πρωταγωνιστών ή βουβών προσώπων, δυναμικών ή απαθών θεατών, ενορχηστρώθηκαν στο ανώνυμο πλήθος των επωνύμων μελών της κοινότητας. […]

Το πρόσωπο της Αθήνας θα ήταν άχρωμο, με το βλέμμα κενό, χωρίς την παρουσία τους, τις ιστορίες τους, τις ζωές τους. Η Ιστορία έχει ανάγκη τη μικροϊστορία, πτυχές της οποίας αποτυπώνονται εν θερμώ στις στήλες των εφημερίδων και εγγράφονται στη συλλογική μνήμη· τη μνήμη της πόλης.

Εγιάλ Βάιτσμαν

14.40

Ο Εγιάλ Βάιτσμαν, ιδρυτής και διευθυντής του ερευνητικού ινστιτούτου Forensic Architecture, παρουσιάζει την ιστορία, τις μεθοδολογικές πρακτικές, τις επιστημολογικές προκείμενες, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των ερευνών της ομάδας του σε περιστατικά παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το βιβλίο εντυπωσιάζει και σοκάρει με την αφηγηματική ανασυγκρότηση και τη λεπτομερή χαρτογραφική και οπτική τεκμηρίωση των υποθέσεων που έχει ερευνήσει η ομάδα και εντέλει παρουσιάζει μια νέα μορφή δημόσιας αλήθειας, η οποία έχει παραχθεί τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά και αισθητικά, διατρέχοντας πολλαπλές χωρικές κλίμακες και χρονικές διάρκειες.

Στην Ελλάδα, η Forensic Architecture είναι γνωστή από τις έρευνες τις οποίες διεξήγαγε για τις δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Ζακ Κωστόπουλου. «Στη δουλειά μας προσπαθούμε συχνά να κάνουμε δύο πράγματα ταυτόχρονα: να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία για να αποκαλύψουμε περιστατικά κατάχρησης κρατικής ή εταιρικής εξουσίας και, επίσης, να κατα­νοήσουμε το ίδιο το πρόβλημα με αυτές τις τεχνολογίες. […] Οι μέθοδοί μας, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται απλώς στην “τεχνολογία”.

Καθεμία από τις έρευνές μας συνδέει κοινότητες που υφίστανται άμεσα τη βία, ακτιβιστές που διεξάγουν επιτόπια έρευνα, μεμονωμένους ερευνητές και ειδικούς, καλλιτέχνες που μπορούν να παρουσιάσουν τα πράγματα με πρωτότυπο τρόπο και πολιτιστικούς θεσμούς που μπορούν να ενισχύσουν αυτή την έρευνα». Εγιάλ Βάιτσμαν