Βλέπετε 577–588 από 670 αποτελέσματα

Ξένη λογοτεχνία

Dune

Φρανκ Χέρμπερτ

20.70

O Αρράκις, ο πλανήτης των ερήμων, είναι το μοναδικό μέρος στο σύμπαν όπου υπάρχουν αποθέματα του μπαχαρικού μελάνζ, της πολυτιμότερης ουσίας στην Αυτοκρατορία. Το μελάνζ παρατείνει τη ζωή, διευρύνει την ανθρώπινη συνείδηση κι επιτρέπει στους Πλοηγούς της Διαστημικής Συντεχνίας να αναδιπλώνουν το διάστημα, προσφέροντας έτσι στο ανθρώπινο είδος τη δυνατότητα να ταξιδεύει στ’ αστέρια.
Στον παράξενο αυτό κόσμο, που είναι γνωστός και ως Ντιουν, ξετυλίγεται αριστοτεχνικά η εξιστόρηση της ζωής του νεαρού Πωλ Ατρείδη, που ως Μουάντ΄Ντιμπ θα δώσει σάρκα και οστά στο πιο μεγαλεπήβολο όνειρο της ανθρωπότητας.

Συνδυάζοντας την καταιγιστική δράση και το μυστικισμό, το οικολογικό όραμα και τις ίντριγκες της πολιτικής, το κλασικό έργο του Frank Herbert, που κατέκτησε τα κορυφαία βραβεία του χώρου Hugo και Nebula, παραμένει πάντα επίκαιρο και δίκαια έχει χαρακτηριστεί το μεγαλύτερο έπος επιστημονικής φαντασίας.

Ξένη λογοτεχνία

Ήμασταν ψεύτες

Έμιλυ Λόκχαρτ

15.50

Ξάπλωσα στο σκοτεινό δωμάτιο νιώθοντας απεγνωσμένη λύπη για τον εαυτό μου. Η επιλεκτική αμνησία μου δεν βοηθά τα φαντάσματα της μνήμης να συναρμολογήσουν τη μέρα του ατυχήματος.
Από εκείνο το καλοκαίρι θυμάμαι…
Να ερωτεύομαι τον Γκατ.
Το τριαντάφυλλό του για τη Ρακέλ και τη νύχτα μου γεμάτη κρασί και θυμό.
Το νυχτερινό κολύμπι.
Να φιλάω τον Γκατ στη σοφίτα.
Την κούνια από λάστιχο αυτοκινήτου, το υπόγειο, το περιμετρικό μονοπάτι.
Τον Γκατ να με βλέπει να αιμορραγώ.
Το χέρι της Μίρεν να κρατάει ένα δοχείο με βενζίνη.
Τα πόδια του Τζόνι να τρέχουν κατεβαίνοντας προς το λεμβοστάσιο.
Και εμάς τους τέσσερις Ψεύτες να γελάμε.
Εγώ, ο Τζόνι, η Μίρεν και ο Γκατ.
Ποιοι ήμασταν;
Πού ήμασταν;
Δεν ξέρω…

Κορνέλια Ίσλερ-Κέρενυι

25.20

Ο Διόνυσος αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας μία από τις πιο αγαπητές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Είναι ο γνωστός σε όλους αρχαίος θεός της έκστασης, του κρασιού και του θεάτρου. Κι όμως, για τους αρχαίους Έλληνες, και δη τους πολίτες της κλασικής Αθήνας, αντιπροσώπευε πολλά περισσότερα. Μια πρόχειρη ματιά στην αρχαία εικονογραφία αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τον αναπάντεχο πλούτο των ποικίλων εκφάνσεων του διονυσιακού σύμπαντος.

Ειδικά τα αγγεία, συνδεδεμένα καθώς ήταν με όλο το φάσμα της καθημερινότητας, αλλά και με κρίσιμες στιγμές στη ζωή του ατόμου, της οικογένειας και της πόλης (τελετές ενηλικίωσης, ταφικά έθιμα κτλ.), αποκαλύπτουν το πανόραμα ενός κόσμου στενά συνυφασμένου με όλες τις πτυχές του ατομικού και κοινωνικού βίου. Πρόκειται για έναν κόσμο οριακό, μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, όπου, χάρη στον διαμεσολαβητικό ρόλο μορφών όπως οι σάτυροι, πραγματωνόταν, θα λέγαμε, ένα είδος άμεσης επικοινωνίας με έναν θεό που εμφανιζόταν ως εγγυητής της ατομικής και συλλογικής ευδαιμονίας.

Ξένη λογοτεχνία

Το ολλανδέζικο σπίτι

Αν Πάτσετ

18.00

Η Μέιβ και ο Ντάνι Κόνροϋ μεγαλώνουν στο Ολλανδέζικο Σπίτι, μια εντυπωσιακή έπαυλη στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας. Μια μέρα η μητέρα τους φεύγει αναπάντεχα και λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας τους φέρνει στο σπίτι μια καινούργια γυναίκα, την Άντρια. Ο ερχομός της θα σημάνει το τέλος της παιδικής τους ηλικίας.

Χάνεται όμως κάτι το οποίο προσπαθείς μια ζωή να ξαναβρείς; Η Μέιβ και ο Ντάνι εξορίζονται απ’ το Ολλανδέζικο Σπίτι, αλλά για δεκαετίες παλεύουν να επιστρέψουν σ’ αυτό. Χτυπούν εις μάτην την πόρτα του παρελθόντος, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος να τους ανοίξει ― και κάπως έτσι αφήνουν τη ζωή να περάσει.

Η μοίρα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, λέει η Αν Πάτσετ, μια απ’ τις πιο διακεκριμένες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής πεζογραφίας. Στο Ολλανδέζικο σπίτι η συγγραφέας παραδίδει την ιστορία τριών γενιών μιας οικογένειας, καταθέτοντας έναν αλησμόνητο ύμνο στην αδερφική αγάπη και τη δύναμη της συγχώρεσης.

Μπέρνχαρντ Σλινκ

12.60

Μετά τη συγκινητική και ανατρεπτική του Όλγα (Κριτική, 2018), στην ωριμότητά του ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, ο συγγραφέας του best seller Διαβάζοντας στη Χάννα (Κριτική, 1998), επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων που μιλούν για την απώλεια, για τα αντίο, για τους λυτρωτικούς αλλά και επώδυνους αποχαιρετισμούς που βιώνουμε κατ’ επανάληψη επιλέγοντας την ίδια τη ζωή κι όχι την παραίτηση από αυτήν.

Τι συμβαίνει όταν χρειάζεται να διαχειριστούμε απειλητικές αναμνήσεις και πού καταλήγουν εκείνες που φαινομενικά τις έχουμε τακτοποιήσει; Μπορεί μια ζωή με λανθασμένες επιλογές να είναι «σωστότερη» από μια ζωή γραμμική και ακύμαντη;

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Τζίμης από την Κυψέλη

Χρήστος Χωμενίδης

15.93

Ο Χ.Α. Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα –σχεδόν– ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας τρομάζει.

Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται –στο κατώφλι των εξήντα του– ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου: να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη και που –επί σαράντα σχεδόν χρόνια– ανέβαζε παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις της συμφοράς να γίνει ο ομφαλός της θεατρικής Αθήνας.

Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών… Όλους όσοι υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος.

Η παράσταση που προετοιμάζει, «Ο περονόσπορος», έχει όλες τις προδιαγραφές για να θριαμβεύσει. Ο Τζίμης διατελεί σε υπερδιέγερση. Λαχταρά όχι το επιχειρηματικό κέρδος, μα την υπαρξιακή δικαίωση. Ο Τζίμης Παπιδάκης, με το κιμπαριλίκι του, με τα ακριβά κοστούμια και με τις αρχοντικές χειρονομίες του, είναι ένας τύπος της πιάτσας. Συνάμα δε ένας ελαφροΐσκιωτος, όπως όλοι μας. Μέσα του ζει ο παιδικός εαυτός και οι πεθαμένοι του. Με εκείνους συνδιαλέγεται, σε εκείνους δίνει λογαριασμό. Κι ας επιμένει ότι απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα.

Μια ανάσα πριν από τον θρίαμβό του, εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με έναν απελπισμένο, αδίστακτο άνθρωπο, ο Τζίμης Παπιδάκης θα καταστραφεί. Θα τον συντρίψει η νέα πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των fake news, των δολοφονιών χαρακτήρων. Εν πλήρει συγχύσει αθώος, ανίκανος να υπερασπισθεί τον εαυτό του, θα δοθεί βορά σε ένα αφιονισμένο πλήθος που ηδονίζεται να κατασπαράζει. Που κοχλάζει μεταξύ οίκτου και οργής.

Ο Τζίμης Παπιδάκης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν. Στο πρόσωπό του οι επερχόμενες γενιές παίρνουν αιματηρή εκδίκηση από τις προηγούμενες. Κανείς δικός του δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τζίμη. Ούτε η δεκαεννιάχρονη κόρη του, που ανήκει στο μέλλον. Ούτε καν η Κυψέλη, η οποία αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από πατρίδα του μεταμορφώνεται σε έναν άξενο για εκείνον τόπο.

Ο Τζίμης στην Κυψέλη είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή.

Ξένη λογοτεχνία

Ο θρύλος του Αγίου Πότη

Γιόζεφ Ροτ

9.28

«Η διαθήκη μου». Έτσι ονόμαζε ο Γιόζεφ Ροτ αυτό το τελευταίο του αφήγημα, που προφητεύει ποιητικά, μέσω της θαυμαστής ιστορίας του Παρισινού κλοσάρ, τον ίδιο του το θάνατο, με συγκλονιστική συνέπεια, εύθυμη άνεση και απαράμιλλη στυλιστική δεξιοτεχνία.

Ο Θρύλος του αγίου πότη δημοσιεύτηκε το 1939, τη χρονιά που πέθανε ο συγγραφέας. Σαν τον Αντρέας, τον ήρωα της ιστορίας, ο Ροτ πέθανε από τη μεγάλη κατανάλωση του αλκοόλ στο Παρίσι, αλλά το παρόν αφήγημα δεν αποτελεί αυτοβιογραφική αφήγηση. Είναι ένα κοσμικό θαυμαστό παραμύθι, στο οποίο ο πλάνητας Αντρέας, αφού έχει ζήσει κάτω από τις γέφυρες, γίνεται αποδέκτης μιας σειράς τυχερών γεγονότων που τον οδηγούν ξαφνικά σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Η νουβέλα είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένη, αυστηρή, ανατρεπτική και παιγνιώδης ταυτόχρονα, παρ’ όλο το μελαγχολικό θέμα της.

Ο συγγραφέας και πότης Γιόζεφ Ροτ, επειδή το φάσμα του επερχόμενου πολέμου τού στερούσε κάθε διάθεση να ζήσει και να επιζήσει, κατάφερε μ’ αυτό το έργο του να υψώσει εν ζωή ακόμα ένα έξοχο μνημείο αυτοειρωνείας. επιείκειας και καρτερίας.

Ξένη λογοτεχνία

Hotel Savoy

Γιόζεφ Ροτ

12.08

O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει φτάσει στο τέλος του. Η απέραντη Ρωσία ελευθερώνει τους αιχμαλώτους της, που συγκεντρώνονται (κάθε μέρα και περισσότεροι) στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης. Ο συγγραφέας μας οδηγεί σε μια απ’αυτές τις μικρές πόλεις, που τόσο καλά γνωρίζει, της οποίας το όνομα ο αναγνώστης δεν μαθαίνει. Ο Γκάμπριελ Ντάν, στρατιώτης του αυστριακού στρατού, επιστρέφει από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία: γοητευμένος από το πελώριο Hotel Savoy, πιάνει εκεί δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης του απουσιάζει. Ο νέος άντρας γρήγορα πείθεται πως έχει ανακαλύψει μέσα στους ορόφους του ξενοδοχείου έναν καινούργιο κόσμο. Είναι μάλλον τα πολλά χρόνια του πολέμου και της αιχμαλωσίας που τον έχουν φέρει στο σημείο να βλέπει τα πάντα αλλιώτικα.

Μαζί του ανακαλύπτουμε κι εμείς τη συναρπαστική κρυφή ζωή του ξενοδοχείου, γνωρίζουμε πλάσματα παράξενα, αλλόκοτα, συγκινητικά ή τρομακτικά. Οι πελάτες του είναι άνθρωποι ταραγμένοι, ανήμποροι να βρουν την ηρεμία που λαχταρούν κι έχουν ανάγκη, ονειρεύονται μόνο την ανακούφιση από τις αφόρητες εντάσεις της ζωής τους. Και μαζί με τους ντόπιους περιμένουν κάποιον πλούσιο από την Αμερική, γεννημένο σ’αυτήν την πόλη. Οι φήμες λένε πως δεν θ’ αργήσει να έρθει και να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Η κατάσταση εκτονώνεται με τη βία και το χάος.

Το Hotel Savoy, όπου η πολυτέλεια και η χλιδή των πρώτων ορόφων έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη μιζέρια των τελευταίων, είναι ένα ολοφάνερο σύμβολο: «Το Hotel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ’ όλα τ’ άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy: απ’ έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»

Γιόζεφ Ροτ

13.95

Πριν πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους…»

Έτσι ξεκινά ο Ροτ το μυθιστόρημά του για την απώλεια της πίστης και τα βάσανα του ανθρώπου. Ο σύγχρονος Ιώβ δοκιμάζεται στα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας και ύστερα στους ανελέητους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Μέντελ Σίνγκερ χάνει την οικογένειά του, αρρωσταίνει βαριά και πέφτει θύμα σκληρής μεταχείρισης. Χρειάζεται ένα θαύμα…

Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τί είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.

Πες μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!

Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!

Ξένη λογοτεχνία

Η κρύπτη των Καπουτσίνων

Γιόζεφ Ροτ

13.95

Η κρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει  έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.

Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.

Γιόζεφ Ροτ

20.90

Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ θεωρείται το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γερμανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Παρακολουθεί τις τύχες τριών γενεών της οικογένειας Τρόττα, που εργάζονται στην υπηρεσία του στέμματος: ο πρώτος Τρόττα είναι ένας απλός Σλοβένος στρατιώτης που ανέρχεται κοινωνικά στην κατώτερη αριστοκρατία, χάρη σε μια ηρωική πράξη στο ομιχλώδες πεδίο της μάχης του Σολφερίνο, όπου σώζει τη ζωή του αυτοκράτορα της Αυστρίας· ο δεύτερος είναι ένας ανώτερος κρατικός υπάλληλος· ο τρίτος είναι αξιωματικός του στρατού, που βλέπει τη ζωή του να περιπίπτει στην αφάνεια, μαζί με την αίγλη  των Αψβούργων, και τελικά πεθαίνει στον πόλεμο, χωρίς να αφήσει πίσω στους απογόνους.

Η πορεία των Τρόττα αντανακλά την πορεία της ιδίας της αυτοκρατορίας. Το ιδανικό της ανιδιοτελούς προσφοράς, που είναι κυρίαρχο στον μεσαίο από τους Τρόττα, κλονίζεται στον γιο του, όχι επειδή η αυτοκρατορία έχει αντικειμενικά πάρει στραβό δρόμο, αλλά επειδή υπάρχει μια αλλαγή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που καθιστά αναπότρεπτη την εγκατάλειψη του παλιού ιδεαλισμού (και αυτή ακριβώς η αλλαγή στην ατμόσφαιρα αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την ανατομή της παλιάς Αυστρίας στο βιβλίο του Robert Musil Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες). Μέσα σε τρεις γενιές, η αυτοκρατορική εύνοια θα μεταμορφωθεί σε μια ανίατη κατάρα… Ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ για την παρακμή της αυστροουγγρικής μοναρχίας.

Ρόντρικ Μπίτον

9.72

Αποκαλείται «η εποχή των επαναστάσεων» και η κορύφωσή της ήρθε στις δεκαετίες πριν και μετά το 1800. Όμως διήρκεσε έναν ολόκληρο αιώνα: από την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 ως τις μεγάλες εθνικές «ενοποιήσεις» της Γερμανίας και της Ιταλίας τη δεκαετία του 1860. Η Ελληνική Επανάσταση, που ξέσπασε την άνοιξη του 1821, βρίσκεται ακριβώς στο μέσον αυτής της μακράς «εποχής των επαναστάσεων» – και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αποτέλεσε το σημείο καμπής της.

Οι ιστορικοί άργησαν να αναγνωρίσουν τον καίριο ρόλο που έπαιξε η ελληνική εξέγερση και η διεθνής αναγνώριση της Ελλάδας ως κυρίαρχου, ανεξάρτητου κράτους εννέα χρόνια αργότερα, το 1830, σε αυτή τη διαδικασία, η οποία αναδια­μόρ­φωσε το γεωπολιτικό σκηνικό της ευρωπαϊκής ηπεί­ρου ή, μάλλον, για την ακρίβεια, μεγάλου μέρους του κόσμου. Αυτό το βιβλίο φιλοδοξεί να εξηγήσει όσα συνέβησαν στη διάρκεια αυτών των εννέα ετών, με τις ευρύτατες –και σίγουρα απρόβλεπτες– συνέπειές τους, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η πλήρης σημασία αυτών των γεγονότων αρχίζει να εκτιμάται μόλις σήμερα, διακόσια χρόνια αργότερα.