Ελληνική λογοτεχνία
“Χάσαμε τις δουλειές μας, χάσαμε τα σπίτια μας, χάσαμε τη ζωή μας – γιατί να μη χάσουμε και τη μνήμη μας; Γιατί; Γιατί μας πήραν όλα τ’ άλλα και μας άφησαν τη μνήμη; Γιατί δεν την άρπαξαν κι αυτή;”
Το “Καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα” είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφύλιους που διεξάγονται σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Η Άρτεμη και ο Σταύρος, που πετάνε χαρταετό τον Ιούλιο, πάνω στα αποκαΐδια ενός καμένου ονείρου, ο Χρόνης στο καρότσι, που πολεμάει με ζωντανούς και αναστημένους εφιάλτες, ο Τάσος, που χάνεται χορεύοντας έξω από μια σπηλιά, ο Λάζαρος το Τόξο, που το στόμα του αγαπάει το όνομα του γιου του: τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι εσωτερικοί μετανάστες – άνθρωποι, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψαν αναγκαστικά την Αθήνα ή άλλες μεγάλες πόλεις και εγκαταστάθηκαν στο νησί, παλεύοντας να σταθούν ξανά όρθιοι, να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που αλλάζει διαρκώς και ένα μέλλον που μοιάζει αδιέξοδο για όλους.
Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους ντόπιους κατοίκους, αφιλόξενους απέναντι στους “ξενομπάτες”, θα θέσουν σε δοκιμασία τις μεταξύ τους σχέσεις, θα αναμετρηθούν με τα φαντάσματα του χθες, αλλά και με τον φόβο και την αγωνία για το αύριο. Άνθρωποι σαν κομμένες γέφυρες, που αγωνίζονται να φτιάξουν από την αρχή τον εαυτό τους, τη ζωή τους, μια νέα χώρα, μια νέα πίστη, έναν καινούργιο κόσμο. Γιατί η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας. Η αρχή είναι πάντα μπροστά μας.
Ελληνική λογοτεχνία
Ουσιαστικά, Στα ΔΑΣΗ διαβάζει κανείς ένα ημερολόγιο που άρχισε να γράφεται λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία. Μέσα τους μπορεί να διακρίνει εξομολογητικούς τόνους, ποιητικά κατάλοιπα, στοιχεία μυθοπλασίας και εκλαϊκευμένης θεωρίας.
Στα ΔΑΣΗ άλλοτε εμπλέκονται κι άλλοτε τρέχουν παράλληλα γνωστικά αντικείμενα δενδροκομίας, γεωμετρίας, μηχανικής και γεωγραφίας, υψηλής κουλτούρας, λαϊκών δοξασιών και βιντεοπαιχνιδιών.
Στα ΔΑΣΗ εναλλάσσεται η δαιδαλώδης, ίσως και αγχωτική, περιήγηση μ’ ένα ανακουφιστικό πανόραμα˙ προτείνεται ταυτόχρονα μια επιτομή δασικής οικολογίας και μια εκτεταμένη επισκόπηση της ποιητικής τους.
Ελληνική λογοτεχνία
Η Αθήνα σε αλλεπάλληλα λοκντάουν. Η κοινωνία διχάζεται και οι συγκρούσεις πληθαίνουν. Ο αστυνόμος Χαρίτος βουτάει πάλι στα βαθιά. Πρέπει να λύσει δύο γρίφους που δε φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους: μια σειρά από αυτοκτονίες, αλλά και μια σειρά από δολοφονίες γιατρών. Και σαν να μην του έφταναν όλα αυτά, πρέπει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των συνθηκών στα μέλη της οικογένειάς του.
Το Κίνημα της Αυτοκτονίας είναι ένα μυθιστόρημα του διεθνούς συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη για την πανδημία, το χάσμα των γενεών και των αντιλήψεών τους, αλλά και τη σύγκρουση της αυτοθυσίας με τη βία και το έγκλημα.
Ελληνική λογοτεχνία
Μια οικογένεια, τρεις φωνές, τρία πρόσωπα. Καθένα τους υφαίνει µια ιστορία φτιαγµένη από εικόνες και από µνήµες που συνδέονται µεταξύ τους, άλλοτε προφανώς και άλλοτε υπογείως.
Αναζητούν έναν κοινό τόπο. Ίσως αυτόν µιας ακουαρέλας, όπου το µοναδικό χρωµατικό ίχνος του καθενός θα συνδυαστεί µε των υπολοίπων, φτιάχνοντας ένα τοπίο για τη συνάντησή τους.
Ελληνική λογοτεχνία
Οι εφτά ιστορίες του βιβλίου ταξιδεύουν στον ίδιο τόπο, τον περιγράφουν αλλά δεν τον κατονομάζουν.
Περιηγούνται στο χώρο της μνήμης καθώς αυτή αρχίζει να εξασθενεί, να χάνεται σχεδόν, και έτσι αναγκάζεται ο αφηγητής τους να χτίζει πάνω στα χαλάσματα και τα συντρίμμια των παλιών πραγματικών γεγονότων, να επινοεί φανταστικές ιστορίες σαν αντιστάθισμα αυτής της απώλειας.
Με τα παλιά υλικά προσπαθεί να φτιάξει νέες ιστορίες, αλλά το ξάφνιασμά του είναι μεγάλο όταν πάνω σε αυτά που έχει επινοήσει σκοντάφτουν όλα εκείνα που έχουν συμβεί και αδυνατεί να τα ξεχωρίσει.
Ελληνική λογοτεχνία
Το τρίτο βιβλίο της τριλογίας του Νίκου Θέμελη.
Η ιστορία μιας οικογένειας που θέλει να προκόψει, ν’ ανεβεί κοινωνικά, να ορίσει την ταυτότητά της με την αστική τάξη στην οποία ανήκει.
Ελληνική λογοτεχνία
«Δεν μπορείς να πεθάνεις αν δεν γράψεις αυτήν την ιστορία».
«Για να την γράψω πρέπει κάποιος να πεθάνει πρώτα».
Έρχονταν κι έφευγαν οι εποχές, οι μέρες καταπίνανε τις μέρες, κι η Λεύκα παράδερνε μες στην σιωπή και στους δισταγμούς της. Όλο ένοιωθε να την φυσάει το αεράκι της ευφορίας, να παρακινείται συθέμελα να γράψει επιτέλους την «ιστορία φάντασμα», όλο μαζεύονταν τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι της, κι έλεγες τώρα θ’ ανοίξουν οι κρουνοί και να πώς ξεκινούν οι καταιγίδες. Πέφτανε τότε μερικές ωραίες στάλες, το ρίγος την συνέπαιρνε, κι ύστερα πάλι όλα χάνονταν, κρύβονταν κατά πού δεν ξέρουμε. Και πόσο ακόμα να περιμένει ν’ αποδημήσει ένας άνθρωπος για να λάβει το λάκτισμα, την ευλογία!… Πώς αντέχω και δεν απελπίζομαι; αναρωτιόταν, την ώρα που μέσα της βαθειά εφτά φορές είχε αλλάξει δέρμα απ’ την απελπισία. Κι εκεί ήταν το ζήτημα: οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται άραγε να γραφούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα; Δύναται να «κρυφτεί» η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά; Κι αν δεν υπήρχε διαφορά;
Μια μαγική αναζήτηση για τα άρρητα της γραφής, μέσα στα μυστικότερα μονοπάτια της μυθοπλασίας· γιατί τα καλύτερα είναι αυτά που δεν γράφονται και το πιο σημαντικό ποτέ δεν το λέμε.
Ελληνική λογοτεχνία
Μια µετακόµιση στη δυτική πλαγιά του Λυκαβηττού. Ένα ξαφνικό πέρασµα από το καλοκαίρι στον χειµώνα. Περιπέτειες της ψυχής. Στο σκιερό πίσω κηπάκι, πετάει χαµηλά κι ένα καινούριο είδος πουλιού που εµφανίστηκε µετά τις πυρκαγιές. Μερικοί φοβούνται πως διαβάζει τις σκέψεις. Άλλοι ότι τρέφεται µε ψηφιακά ψίχουλα ψυχών. Τα απόβραδα ένας ευτραφής κύριος φωνάζει: «Βοήθεια, νυχτώνει!».
Ο Ερµής σίγουρα αφαιρέθηκε, ξέχασε αφύλαχτη µια τρύπα στην άσφαλτο – ένα πέρασµα που ενώνει τον πάνω κόσµο µε τον κάτω. Από εκεί µπαινοβγαίνουν η κυρία Τασία –µια µοδίστρα πεθαµένη εδώ και χρόνια– κι ο άσπρος γάτος της ο Γουλιέλµος ΚαταΒάθος. Αυτοί οι δύο, που ισχυρίζονται ότι έχουν ανοίξει Γραφείο Ευρέσεως Φαντασµάτων, στην αρχή µοιάζουν µε κλασικό ντουέτο κατεργαραίων.
Τελικά όµως πρόκειται για µεγάλους καταφερτζήδες που θα στήσουν, για χάρη της ηρωίδας µας, το δείπνο της Εκάτης στο πίσω κηπάκι µε τα φλύαρα φυτά. Πόσα από αυτά θα χωρέσουν άραγε σε ένα τόσο µικρό βιβλίο… Τώρα που στους καιρούς µας η συγγραφέας είναι κι αυτή αδύναµη σαν την ελπίδα.
Ελληνική λογοτεχνία
Ένας τόπος ανάμεσα σε γη και ουρανό, οι τρεις μόνιμοι κάτοικοί του και ένας ολόκληρος αιώνας.
Στο Πέτρινο 8 μια χελώνα που θέλει να διασχίσει ένα γκρεμισμένο γεφύρι, ένας αετός που επίμονα διαγράφει οχτάρια στον αέρα κι ένα φίδι που ισχυρίζεται πως ήταν ο Όφις που έδωσε το μήλο στην Εύα παρακολουθούν τις αλλαγές και τους επισκέπτες που φέρνει ο χρόνος στο αινιγματικό αυτό μέρος: ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος περιπλανιέται με τα οράματα των ηρώων τού 1821, Μικρασιάτες πρόσφυγες αναζητούν μια νέα ζωή με μοναδική περιουσία λίγα σπόρια, ένας αντάρτης του Εμφυλίου προσπαθεί να ολοκληρώσει πάση θυσία την αποστολή του, τα φασιστάκια του Μεταξά στήνουν την κατασκήνωσή τους, και ένας κιτς οικισμός χτίζεται επί απριλιανής χούντας για να φιλοξενήσει το καλοκαίρι τις κυρίες των αξιωματικών. Ανάμεσά τους, ένας ποδηλάτης που μάταια αναζητά κάτι.
Μόνο οι τρεις μόνιμοι κάτοικοι, η χελώνα, ο αετός και το φίδι, θα τα ζήσουν όλα αυτά, και βέβαια ο τόπος ως πρωταγωνιστής, καθώς το Πέτρινο 8 θα γκρεμίζεται, θα πυρπολείται και θα αναγεννιέται κάθε φορά από τις στάχτες του, για να φιλοξενήσει ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα, την Ιστορία, τις ιστορίες μας, τις μέρες που ακόμα δεν είδαμε.
Ελληνική λογοτεχνία
Αφηγείται µια σχεδόν εκατόχρονη γυναίκα από την Ήπειρο. Δεν της φτάνει –κατά τα λόγια της– ο ουρανός για χαρτί, θέλει ουρανούς κι απ’ άλλους τόπους. Πολλές φορές έχεις την αίσθηση πως τη γλώσσα της την κινεί ουράνιος υποβολέας. Τραγουδιστή πηγή πλαγιάς που άνθισε κάποια µακρινή άνοιξη και µαράθηκε στις µέρες µας. Το παρόν βιβλίο είναι ο απόηχος αυτής της γλώσσας. Αφολοή, όπως συχνά πυκνά λέει η αφηγήτρια.
Ελληνική λογοτεχνία
1890, Κρήτη. O νεαρός Ισμαήλ, γιος Τούρκου μεγαλοκτηματία, μεγαλώνει υπό τη σκέπη του προστατευτικού, φιλελεύθερου για τα δεδομένα της εποχής πατέρα του. Στο νησί μορφώνεται και αποκτά ευρεία καλλιέργεια χάρη σε έναν κοσμογυρισμένο Ιρλανδό δάσκαλο που βρίσκεται εκεί τυχαία.
Όμως, λίγο μετά την ενηλικίωσή του, ο Ισμαήλ αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, ταξιδεύοντας με πλαστά έγγραφα πρώτα στην Ελλάδα και τελικά στις ΗΠΑ, ως Ηρακλής Συναξάκης. Τον πρώτο καιρό στις ΗΠΑ εργάζεται στον οίκο ανοχής ενός Έλληνα μετανάστη στη Νέα Υόρκη, συνδέεται με μια νεαρή Ιταλίδα βιολίστρια και τελικά πιάνει δουλειά στην εφημερίδα της ομογένειας Ατλαντίς.
Η εφημερίδα τον στέλνει σε διάφορες πολιτείες και ο Ισμαήλ, που πλέον τον αποκαλούν Ερκ, αποκτά πλήρη εικόνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζουν και εργάζονται μετανάστες από την Ελλάδα και άλλες χώρες, γεγονός που καλλιεργεί την ταξική συνείδησή του. Αναγκάζεται όμως να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και καταλήγει στο Ντένβερ του Κολοράντο. Εκεί συναντά τον γνωστό συνδικαλιστή Λούις Τίκας και γίνεται άτυπο μέλος του συνδικάτου των ανθρακωρύχων. Το τελευταίο ετοιμάζει μεγάλη απεργία στα ορυχεία της περιοχής, η οποία ξεκινάει το 1913 και τον Απρίλιο του 1914 καταλήγει στη «σφαγή του Λάντλοου», όπως έμεινε στην Ιστορία…
Ελληνική λογοτεχνία
Εκείνη την εποχή που γύριζα άσκοπα στην Ευρώπη έκπτωτος – το γιατί δεν είναι της ώρας – δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη φίλη μου τη Ζωή που ζούσε χρόνια εγκαταστημένη στο Παρίσι. Μου ζητούσε να τη βοηθήσω στην επίλυση ενός πολύ λεπτού, όπως μου είπε, γι’ αυτήν προβλήματος. Επρόκειτο, δεν άργησα να το καταλάβω μόλις την επισκέφτηκα στο διαμέρισμά της στο Πασσύ, για το βιβλίο που ήθελε να γράψει με τα απομνημονεύματά της για τη Μεγάλη Φίλη της, τη Μεγάλη Ντίβα, την Divina, όπως την αποκαλούσαν, που είχε πεθάνει σ’ αυτό το ίδιο μελαγχολικό μα ολοζώντανο Παρίσι εννέα χρόνια πριν.
Ο Βασίλης Βασιλικός, μετά από μεγάλο αριθμό βιβλίων, επιστρέφει στο χρονικό, το είδος που τον έκανε διεθνώς γνωστό και που καλλιέργησαν συγγραφείς σαν τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τρούμαν Καπότε. Μόνο που αυτή τη φορά το χρονικό δεν γράφτηκε ποτέ. Η νουβέλα Ντίβα είναι, λοιπόν, η ιστορία μιας ακύρωσης. Αλλά, καμιά φορά, όσα δεν ειπώθηκαν τον καιρό που έπρεπε συμβαίνει να λέγονται με πιο αποκαλυπτικό τρόπο λίγο αργότερα.