Βλέπετε 181–192 από 226 αποτελέσματα

Ζυράννα Ζατέλη-Χρήστος Μπουλώτης

12.72

Και για να το ομολογήσω απερίφραστα, είμαι παραδομένη άνευ όρων στην γοητεία που ασκούν επάνω μου αυτές οι βέργες σαν να με άγγιξε η κάθε μια ξεχωριστά και να με γήτεψε για πάντα. Το ίδιο θα έλεγα ακόμη κι αν ο εμπνευστής τους, ο δημιουργός τους, δεν μου ήταν ούτε έβδομος ξάδελφος, δεν γνώριζα καν το όνομά του, ή ήταν κάποιος που είχε προ πολλού εκλείψει απ’ τον γνωστό μας κόσμο, είτε ως φυσική οντότητα είτε – μαζί με τη μαγική του βέργα – ως σπάνιο είδος. Αλλά ακόμη καλύτερα που είναι αδελφός μου.

Ελληνική λογοτεχνία

Το πάθος χιλιάδες φορές

Ζυράννα Ζατέλη

26.50

Όποιος πίστεψε ότι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου είχαν πεθάνει διαψεύσθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν γύρισαν όλοι οι «άσωτοι». Καταβεβλημένοι εν ζωή από τα στοιχεία της φύσης, από πάθη και έρωτες που δεν τους σήκωνε η πάνω μεριά της γης, τίναξαν από τον γιακά τους τα χώματα και επέστρεψαν θριαμβικά, για να δειπνήσουν όπως άλλοτε με τους ζωντανούς – μία νύχτα κόσμος ολόκληρος και το ανθρώπινο δράμα εν οίστρω – , μέχρι να έρθει η σεβαστή εκείνη ώρα, το πρώτο χάραμα, να ημερέψουν και να κρυφτούν ξανά ως ώφειλαν στα σκότη. Και όλα τούτα υπό το άγρυπνο βαθύσκιωτο βλέμμα της Λεύκας, που αργότερα θα επιλέξει ως αληθινό της ψευδώνυμο το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους.

Ελληνική λογοτεχνία

Ηδονή στον κρόταφο

Ζυράννα Ζατέλη

10.60

Η Ηδονή στον κρόταφο διαβάζεται ως καλειδοσκοπική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ως ασπρόμαυρη μυθοπλασία με πρωταγωνιστές όλους τους έμψυχους και άψυχους κατοίκους του ζατελικού κόσμου.

Συγγραφείς και οδοιπόροι, γνώριμοι και άγνωστοι, πληθωρικές υπάρξεις και ευδαίμονες μελαγχολικοί, γραφομηχανές που δεν σωπαίνουν αλλά και τσιγάρα-θέλγητρα που αναβοσβήνουν σε κάθε σελίδα του βιβλίου μαρτυρούν παράξενες συμπτώσεις, ιερές βλέψεις, επιθυμίες ανεκπλήρωτες και γι’ αυτό άφθαρτες, θανάτους-έρωτες συχνά παράφορους, γρίφους και μυστικά που αποκαλύπτει ο χρόνος, ο ίδιος ο αυτουργός που τα απέκρυψε.

Σπαράγματα μιας εξομολόγησης που αναδίδει ομίχλη και σκιές σαν γνήσιο παραμύθι, με ιστορίες που γράφτηκαν στην πυρά και ενίοτε στην στάχτη της.

Ελληνική λογοτεχνία

Στην ερημιά με χάρι

Ζυράννα Ζατέλη

15.90

Έχοντας περάσει ακροποδητί τη γνωστή δοκιμασία του ανθρώπου που γράφει για να διαβάσει τι έχει ζήσει, η Ζ. Ζ. κατάφερε να φέρει τη γραφή της σ’ ένα σημείο όπου, άθελά της σχεδόν, τελούνται απίθανες κλεψιγαμίες ανάμεσα στις άδηλες δυνάμεις της ζωής. Μέσα από βελόνες που ταξιδεύουν, μοσχαροκεφαλές που δίνονται πεσκέσι, δάχτυλα παράξενα και κάθε λογής μεταμορφώσεις, μια απόκοσμη βαθύτητα διεκδικεί το βιβλίο σαν στέγη.

Επαφίεται στον αναγνώστη να υποψιαστεί ότι παρόμοιοι ψυχισμοί βλέπουν τη λογοτεχνία όχι ως μέγιστη επιτυχία, αλλά απλώς ως ευγενή συμβιβασμό.

Ελληνική λογοτεχνία

Τα υλικά του χρόνου

Μαργαρίτα Μαντά

12.60

Πιό πολύ απ’ όλα στο ΣΙΝΕΑΚ, εμένα μ’ αρέσουν τα “επίκαιρα”.

“Αυτά τα δείχνουν πριν από τις ταινίες και είναι μαυρόασπρα. Ο μπαμπάς μάς έχει εξηγήσει πως είναι τα νέα απ’ τον κόσμο και την Ελλάδα σε περίληψη. Βλέπουμε εικόνες με βασιλιάδες, πολιτικούς, παπάδες, πολεμιστές, παρελάσεις, νοσοκόμες, παιδάκια σε νοσοκομεία, παιδάκια που παίρνουν δώρα για τα Χριστούγεννα, κάτι στρατιώτες που ψήνουν αρνιά και τσουγκρίζουν αυγά με κάτι κυρίους που φοράνε σκούρα γυαλιά, πολλές ελληνικές σημαίες που ανεμίζουν σε διάφορα μέρη, τον κύριο Ωνάση που φοράει κι αυτός σκούρα γυαλιά, κάτι αεροπλάνα που σταματάνε σ’ ένα μεγάλο μέρος κι ύστερα κατεβαίνει μια σκάλα και βγαίνει μια κοπέλα μ’ ένα καπέλο σαν το πρώτο μου καθικάκι ανάποδα και χαμογελάει και πίσω της βγαίνουν μερικές κυρίες και κύριοι, που κι αυτοί φοράνε σκούρα γυαλιά. Όλα αυτά που βλέπουμε μας τα εξηγεί ένας κύριος με πολύ χοντρή φωνή που δεν τον βλέπουμε, μόνο τον ακούμε. Όταν τελειώνουν τα “Επίκαιρα” μπαίνει μια μουσική και μετά αρχίζει η ταινία”.

“Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου”. (Μ.Μ.)

Ελληνική λογοτεχνία

Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή

Βασίλης Γκουρογιάννης

11.97
[…]Το παλιό λεωφορείο, ένα Βόλβο εικοσαετίας, με αεροπορικό βόμβο και ξερούς τριγμούς, ξεκίνησε για μια σύντομη περιήγηση στην παλαιά Λευκωσία και αποκεί θα κατευθυνόταν προς το ξενοδοχείο Nicosia. Στην ατμόσφαιρά του πλανιόταν η αίσθηση ότι εγκατέλειπαν πίσω στη Μακεδονίτισσα τους νεκρούς συμπολεμιστές, ηττημένοι από το πάθος για μια παγωμένη μπίρα. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να τους παρηγορήσουν. Δεν γνωρίζουν αν οι νεκροί χρειάζονται παρηγοριές. Αυτό που έγινε πριν από λίγο ήταν μια βιαστική συνάντηση έπειτα από τριάντα τόσα χρόνια παλαιών φίλων, οι οποίοι δεν είχαν τίποτε πλέον να πουν πέρα από τα τυπικά και ανυπομονούσαν να χωρίσουν με εύσχημο τρόπο. Εξάλλου οι νεκροί ήταν ήδη ενήλικες: ήταν τριάντα τριών ετών νεκροί. Είχαν πια προσαρμοστεί να είναι νεκροί, ενώ ως ζωντανοί βίωσαν μόλις είκοσι πέντε χρόνια, και προφανώς τα είχαν λησμονήσει. […]

 

Με πρωταγωνιστές μια ομάδα βετεράνων του πολέμου στην Κύπρο το 1974, κατά την εισβολή του Αττίλα, οι οποίοι επιστρέφουν στα πεδία των μαχών τριάντα τόσα χρόνια μετά, ο Βασίλης Γκουρογιάννης στήνει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα για τον αγνοημένο αυτό πόλεμο αλλά και για κάθε πόλεμο. Μεγάλο μέρος του μυθοπλαστικού υλικού του βιβλίου είναι βασισμένο σε μαρτυρίες ελλήνων και τούρκων βετεράνων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα.

Ελληνική λογοτεχνία

Ο κουτσός Άγγελος

Αλέξης Πανσέληνος

11.97

Ένα νουάρ μυθιστόρημα στα χρόνια της Κατοχής.

Αθήνα 1943. Ένας ντετέκτιβ, Ελληνοαμερικανός, βρίσκεται εδώ και λίγα χρόνια στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τους εχθρούς του.

Φυτοζωεί από το επάγγελμά του και ενώ ο πόλεμος διαλύει τις τελευταίες του ελπίδες, κάποιος του αναθέτει την προστασία ενός κοντραμπασίστα της όπερας. Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άνδρες της ιστορίας, μια Εβραιοπούλα παντρεμένη μ’ έναν μαυραγορίτη, έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν’ ανεβάσει τον «Χρυσό του Ρήνου» στη Λυρική, έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή, μια πόρνη της Τρούμπας, μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;

Ελληνική λογοτεχνία

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Αλέξης Πανσέληνος

6.00

Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν τη χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου.

Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες, ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε.

“Συνωθείται ο κόσμος στα σκαλοπάτια της εισόδου από την Καραγεώργη Σερβίας, αλλά δεν μπορεί να μπει ο καθένας, μόνο όσοι έχουν το μαγικό χαρτάκι. Οι λιμουζίνες έχουν τραβήξει πιο κάτω προς το «Κινγκ Τζωρτζ», για να μην εμποδίζουν τα αυτοκίνητα και τα ταξί που αποβιβάζουν τους επισήμους και τους καλεσμένους… Όλων η προσοχή είναι στραμμένη στην είσοδο και στα σκαλοπάτια της «Μεγάλης Βρετανίας». Από μέσα ακούγεται η μουσική της ορχήστρας και η φωνή της Βέμπο που πρώτα τραγουδά τη μεγάλη της επιτυχία, τόσο ταιριαστή με την αποψινή γιορτή, καθώς η Αθήνα μπαίνει και επίσημα ξανά στον χάρτη των ευτυχισμένων, ξένοιαστων και ευλογημένων πόλεων:

Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμμιά, καμμιά σας δε βγαίνει”

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Τζίμης από την Κυψέλη

Χρήστος Χωμενίδης

15.93

Ο Χ.Α. Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα –σχεδόν– ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας τρομάζει.

Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται –στο κατώφλι των εξήντα του– ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου: να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη και που –επί σαράντα σχεδόν χρόνια– ανέβαζε παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις της συμφοράς να γίνει ο ομφαλός της θεατρικής Αθήνας.

Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών… Όλους όσοι υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος.

Η παράσταση που προετοιμάζει, «Ο περονόσπορος», έχει όλες τις προδιαγραφές για να θριαμβεύσει. Ο Τζίμης διατελεί σε υπερδιέγερση. Λαχταρά όχι το επιχειρηματικό κέρδος, μα την υπαρξιακή δικαίωση. Ο Τζίμης Παπιδάκης, με το κιμπαριλίκι του, με τα ακριβά κοστούμια και με τις αρχοντικές χειρονομίες του, είναι ένας τύπος της πιάτσας. Συνάμα δε ένας ελαφροΐσκιωτος, όπως όλοι μας. Μέσα του ζει ο παιδικός εαυτός και οι πεθαμένοι του. Με εκείνους συνδιαλέγεται, σε εκείνους δίνει λογαριασμό. Κι ας επιμένει ότι απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα.

Μια ανάσα πριν από τον θρίαμβό του, εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με έναν απελπισμένο, αδίστακτο άνθρωπο, ο Τζίμης Παπιδάκης θα καταστραφεί. Θα τον συντρίψει η νέα πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των fake news, των δολοφονιών χαρακτήρων. Εν πλήρει συγχύσει αθώος, ανίκανος να υπερασπισθεί τον εαυτό του, θα δοθεί βορά σε ένα αφιονισμένο πλήθος που ηδονίζεται να κατασπαράζει. Που κοχλάζει μεταξύ οίκτου και οργής.

Ο Τζίμης Παπιδάκης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν. Στο πρόσωπό του οι επερχόμενες γενιές παίρνουν αιματηρή εκδίκηση από τις προηγούμενες. Κανείς δικός του δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τζίμη. Ούτε η δεκαεννιάχρονη κόρη του, που ανήκει στο μέλλον. Ούτε καν η Κυψέλη, η οποία αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από πατρίδα του μεταμορφώνεται σε έναν άξενο για εκείνον τόπο.

Ο Τζίμης στην Κυψέλη είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή.

Ελληνική λογοτεχνία

Έρως, θέρος, πόλεμος

Ευγενία Φακίνου

21.20

Σύμη 1919.

Η εποχή των θαυμάτων για το νησί. Ο ηλεκτρισμός, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος αλλά και η σκληρή Ιταλική Κατοχή. Η Μαρία ζει μια «αρχαία» ζωή στα ορεινά του νησιού. Στα δώδεκά της φεύγει μόνη για τη Γη της Επαγγελίας, την Αίγυπτο.

Αλεξάνδρεια 1938.

Ο πόλεμος προ των πυλών. Ως νοσοκόμα πια, θα γνωρίσει την αγριότητα των χειρουργείων της ερήμου, τους βομβαρδισμούς αλλά και το πάθος για ζωή της νεολαίας.

Αθήνα 1945.

Το Άγνωστο. Θα ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή, μέσα στις δύσκολες συνθήκες, μ’ ένα παιδί και μια αφόρητη μοναξιά. Η Μαρία δε διαμόρφωσε την Ιστορία. Δεν όρισε καμία της στιγμή. Υπήρξε μόνο μία κουκκίδα στα ιστορικά γεγονότα, όπως τόσοι άλλοι της γενιάς της. Ατομική και συλλογική μνήμη και ποτέ νοσταλγία. Η μνήμη μάς βοηθά να διαμορφώσουμε την ταυτότητά μας κι όχι να την αρνηθούμε. Να συμφιλιωθούμε με τις «σκοτεινές» στιγμές που έρχονται στην επιφάνεια. Να συγχωρέσουμε και να υπερβούμε τον πόνο που προκαλεί η ανάμνηση.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

11.97

Μεταξύ φαντασίας-μύθου και γεγονότος μετακινούνται οι φράσεις, βάτραχοι που φεύγουν ομαδικά απ’ την ξεραμένη λίμνη και πηγαίνουν και γεννάνε νοήματα και μυστικά σε κρυφούς λασπόλακκους ή σε χαμηλά ποτάμια: νέες λέξεις-γυρίνους με πυρακτωμένες ουρές και διαδρομές που φωσφορίζουν. Στην ανυφαντική της διήγησης αυτοί οι γυρίνοι, όταν μεγαλώσουν, γίνονται άλλοτε πρίγκιπες κι άλλοτε νεροκότσυφες. (Από την έκδοση)

Ελληνική λογοτεχνία

Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

9.90

Τριάντα έξι σύντομα κείμενα για ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, από την οικογένεια και τους φίλους μου ως το πάθος με το γράψιμο.

Μια επιλεκτική αυτοβιογραφία.