Τέχνη
Οι εκδόσεις Όγδοο παρουσιάζουν, στην ελληνική γλώσσα, μια νέα σειρά βιογραφιών που έχει μεταφραστεί και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε πολλές γλώσσες και χώρες.
Τα «Βιογραφήματα» αποτελούν έναν εντελώς νέο τρόπο για να γνωρίσουμε τις ζωές μεγάλων προσωπικοτήτων της τέχνης, της επιστήμης και της ποπ κουλτούρας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ότι οι Beatles (1960-1970) υπήρξαν το διασημότερο ποπ συγκρότημα όλων των εποχών. Βρέθηκαν στην καρδιά της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60 και τα τραγούδια τους μεταμόρφωσαν τον κόσμο της μουσικής. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουν είναι ότι οι Beatles έδωσαν 1400 συναυλίες σε όλο τον κόσμο, ότι την τηλεοπτική παρουσίαση του «All You Need Is Love» την παρακολούθησε ένα κοινό 400 εκατομμυρίων και ότι ήταν το πρώτο συγκρότημα που συμπεριέλαβε τους στίχους των τραγουδιών στα εξώφυλλα των άλμπουμ τους.
Το «Βιογραφικά: The Beatles» παρουσιάζει μια άμεση αποτύπωση της ζωής, του έργου και τις παρακαταθήκης τους με μια σειρά ακαταμάχητων γεγονότων και εικόνων που έχουν μετατραπεί σε εικονογραφίες για να αποκαλύψουν τους μουσικούς πίσω από τη μουσική.
Τέχνη
O Τσαρούχης σε όλη του τη ζωή αρνιότανε να μαγνητοφωνηθεί ενώ μιλούσε. Το κείμενο του παρόντος βιβλίου είναι μια λαμπρή εξαίρεση: Δέχτηκε να διδάξει, δέχτηκε να κινηματογραφηθεί και δέχτηκε να μαγνητοφωνηθεί διδάσκοντας. Αυτό είναι μια πολύτιμη κληρονομιά για μας που ακολουθήσαμε.
Όπως πάντοτε αρνιόταν τον τίτλο του δασκάλου, κι εδώ δεν παραδίδει μαθήματα ως καθηγητής· μπορεί τα θέματα των μαθημάτων να είναι προσεκτικά μελετημένα και συγκροτημένα, αλλά διαβάζοντας το κείμενο, διανθισμένο με αποφθεγματικές διαπιστώσεις συγκλονιστικής ακρίβειας και πρωτοτυπίας αλλά και με το αυθόρμητο χιούμορ του, έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε τους ελεύθερους συνειρμούς του σε μια από εκείνες τις συζητήσεις με τους φίλους του όταν μοιραζόταν μαζί μας γενναιόδωρα τα μυστικά της τέχνης του, αυτά που αναζητούσε με συγκινητική επιμονή σε όλη του τη ζωή.
Δεν μιλά ως ιστορικός τέχνης αλλά ως ζωγράφος και για ζωγράφους: “Μιλάω για ζωγράφους κυρίως εγώ και ζητώ συγγνώμη απ’ τους άλλους που δεν τα λέω φιλολογικά να τα καταλάβουνε”. Παρακολουθώντας όμως την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης από τη μινωική περίοδο μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, επανέρχεται διαρκώς στα τεχνικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, στις εκδηλώσεις των γενικών ζωγραφικών προβλημάτων στην ελληνική τέχνη αλλά και στα στοιχεία της διαχρονικής της ενότητας.
Εξάλλου, δεν ασχολείται μόνο στενά με τη ζωγραφική αλλά επιμένει στη δομή της κοινωνίας και την ιδεολογία κάθε εποχής, και σε παραλληλισμούς με τις άλλες τέχνες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρεται, ακόμα, για το θέατρο και τα κοστούμια, μια και είχε εργαστεί πολλές φορές ως σκηνογράφος, και σκηνοθέτησε και ο ίδιος παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας.
Όπως λέει: “Δε χρειάζεται ο άνθρωπος να ξέρει τόσα πολλά πράγματα”. Σ’ αυτή την πολύ προσωπική ιστορία της τέχνης κατά Γ. Τσαρούχη, μιλά με τη βεβαιότητα της προσωπικής διαπίστωσης και δεν αναπαράγει τις απόψεις άλλων για την ελληνική τέχνη. Σαν ένα μεγάλο τέλειο φίλτρο, έχει χωνέψει όλη την ιστορία της τέχνης και έχει διαμορφώσει μια συνολική θεώρηση – οι λεπτομέρειες δεν τον ενδιαφέρουν.
Ο Τσαρούχης (γεννημένος το 1910) έδωσε αυτά τα μαθήματα σε ηλικία εβδομηνταενός ετών, έχοντας πίσω του την εμπειρία του πολέμου, της δικτατορίας στην Ελλάδα και πολλά χρόνια ειρήνης και ζωγραφικής, κι έχοντας ζήσει στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Είναι η μοναδική φορά που δέχτηκε τον τίτλο του δασκάλου, που πάντοτε τον αρνιότανε θέλοντας να τονίσει τη δυσκολία της ζωγραφικής ως τέχνης. (Από την Εισαγωγή της Ε. Δοξιάδη)
Τι κοινό έχουν μια γυναίκα που επιχειρεί να πηδήξει από το μπαλκόνι ξενοδοχείου της οδού Σταδίου αγκαλιά με την κόρη της, ένας άνδρας αγνώστων στοιχείων που βρίσκεται αναίσθητος στην Πλατεία Συντάγματος, μια νεαρή που μεταμφιέζεται σε άνδρα και περιπλανιέται νύχτα σε κακόφημες συνοικίες του Πειραιά, ένας μουσικός που εξορίζεται σε νησί του Αιγαίου, μια Γερμανοεβραία παιδαγωγός που δίνει τέλος στη ζωή της στην Αθήνα, ένας εύπορος ομογενής που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αίγυπτο; Πρόκειται για πρόσωπα που η ζωή τους σημαδεύτηκε από τα ναρκωτικά στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια μεταιχμιακή εποχή, όταν ουσίες μέχρι πρότινος νόμιμες απαγορεύτηκαν.
Το “Επί της ουσίας” αφηγείται πώς η χρήση και η εμπορία ναρκωτικών έγιναν ποινικό αδίκημα και συνάμα αναδείχτηκαν σε κοινωνικό πρόβλημα, σε μια διαδικασία που συμπαρέσυρε ατομικά πεπρωμένα και διαμόρφωσε δημόσιες πολιτικές. Με βάση νομοθετικές διατάξεις, αστυνομικά αρχεία, διπλωματικά έγγραφα, εγκληματολογικές, ιατρικές και ψυχιατρικές πηγές, αρθρογραφία στον Τύπο, λογοτεχνικά κείμενα και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως το ρεμπέτικο, το βιβλίο εξετάζει τις μορφές και την έκταση που πήρε η χρήση ναρκωτικών στην Ελλάδα. Μελετά τον ρόλο που διαδραμάτισαν αφενός το θεσμικό πλαίσιο και αφετέρου οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τα ναρκωτικά. Διερευνά σε ποιον βαθμό οι εξελίξεις αυτές συνδέονταν με διεθνείς τάσεις και ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης.
Όμως το βιβλίο δεν είναι μονάχα η ιστορία της εμφάνισης ενός νέου κοινωνικού φαινομένου. Αναλύει συγχρόνως ευρύτερες ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκαν μέσα από τους λόγους περί “τοξικομανίας” και εξηγούν γιατί η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών τροφοδότησε εντέλει έναν “ηθικό πανικό” δυσανάλογο με τις διαστάσεις του φαινομένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η “Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα” φιλοδοξεί να συμβάλει στον νηφάλιο δημόσιο διάλογο περί εξαρτησιογόνων ουσιών, σε μια περίοδο όπου οι βεβαιότητες και οι πολιτικές για τα ναρκωτικά τίθενται σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Παρότι η εποχή του Μεσοπολέμου αποτελεί ίσως την προσφιλέστερη περίοδο μελέτης για την ελληνική αρχιτεκτονική ιστοριογραφία, το έργο του Αλέξανδρου Νικολούδη, ενός από τους πρωταγωνιστές της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής των ετών 1900-1940 παρέμενε άγνωστο. Το βιβλίο της Αμαλίας Κωτσάκη, δρ αρχιτέκτονος και επίκουρης καθηγήτριας στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου Κρήτης καλύπτει αυτό ακριβώς το κενό συνεισφέροντας στην έρευνα την μονογραφία του αρχιτέκτονα.
Ο Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944) με λαμπρές σπουδές στην παρισινή École des Beaux-Arts συνδυάζει στο πρόσωπό του τέσσερις ρόλους, άρρηκτα συνδεδεμένους με την εξουσία, του ελεύθερου επαγγελματία, του καθηγητή (υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και πρώτος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ), του επιχειρηματία και του συμβούλου του κράτους. Με δεδομένη την επιλογή του από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως αρχιτέκτονα κατάλληλου να εκφράσει το όραμά του για αστικό εκσυγχρονισμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, η πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής του Νικολούδη αποτέλεσε το πρίσμα θέασης του ερευνητικού υλικού, ενώ η αναζήτηση των ευρωπαϊκών προτύπων στην αρχιτεκτονική του αποτελεί μία από τις κύριες ερμηνευτικές παραμέτρους.
Το ογκώδες έργο του εξέφρασε με επιτυχή τρόπο τις απαιτήσεις μις ανερχόμενης αστικής τάξης στην Ελλάδα και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κτήρια ορόσημα στην πόλη των Αθηνών, όπως η Φοιτητική Λέσχη (Ακαδημίας και Ιπποκράτους), η Στρατιωτική Λέσχη, μεγάλο αριθμό κατοικιών (Μέγαρο Λιβιεράτου, Πατησίων και Ηπείρου, Μέγαρο Καραπάνου, Ηροδότου και Αλωπεκής), το Μέγαρο Βάτη στον Πειραιά, αλλά και πολεοδομικά σχέδια όπως το Πολεοδομικό σχέδιο του Ψυχικού μαζί με ικανό αριθμό επαύλεων (Δ.Διαμαντίδη, Ανδρ.Μιχαλακόπουλου κα), τη διαμόρφωση του Ιπποδρόμου στο Φάληρο, το Ηρώο Μεσολογγίου κ.α. Η στέγαση της Δικαιοσύνης απασχόλησε ιδιαίτερα τον Νικολούδη σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα σύγκλισης με την βενιζελική πολιτική και σκέψη στο κρίσιμο θέμα του Κράτους Δικαίου. Παρουσιάζεται το σύνολο των Δικαστικών Μεγάρων καθώς και των σωφρονιστικών καταστημάτων τα οποία σχεδίασε ο αρχιτέκτων για την ελληνική πρωτεύουσα ως συμμετοχές σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.
Το βιβλίο παρουσιάζει πλούσιο πρωτογενές και δυσπρόσιτο ερευνητικό υλικό προερχόμενο από 48 αρχεία στην Ελλάδα και Γαλλία και ακολουθώντας μια πρωτότυπη ερμηνευτική μέθοδο στη διαγώνιο διαφόρων επιστημονικών κατευθύνσεων, συμβάλλει στην προσπάθεια να φωτιστεί η πορεία που ακολούθησε η αστική και επίσημη αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Δοκίμιο
Ο σουρεαλισμός δεν επιτρέπει σε εκείνους που επιδίδονται σε αυτόν να παραιτηθούν όταν τους ευχαριστεί. Τα πάντα οδηγούν στην πίστη ότι επενεργεί στο μυαλό με τον τρόπο των ναρκωτικών· όπως κι αυτά, δημιουργεί μια ορισμένη κατάσταση ανάγκης και μπορεί να ωθήσει τον άνθρωπο σε τρομερές εξεγέρσεις. Είναι ένας τεχνητός παράδεισος· κι ακόμη –η ανάλυση των μυστηριωδών επιπτώσεων και των ξεχωριστών απολαύσεων που μπορεί να προκαλέσει ο σουρεαλισμός– παρουσιάζεται σαν ένα καινούριο βίτσιο που δεν πρέπει να είναι ίδιο ορισμένων ανθρώπων.
Θήβα, πόλη του μύθου, πόλη της Ιστορίας. Στη σκιά της Αθήνας και της Σπάρτης, άλλοτε σύμμαχος, άλλοτε αντίπαλός τους, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ταραχώδης διαδρομή της μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας, η επιλογή της αντιπαράθεσής της στον εκάστοτε ηγεμόνα του ελληνικού κόσμου, η σύντομη λάμψη της επικράτησής της επί των Σπαρτιατών τον 4ο αιώνα π.Χ., η εξέγερσή της κατά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η καταστροφή της από τους Μακεδόνες το 335 π.Χ. συνέβαλαν στο να καλυφθούν τα χνάρια της από τον χρόνο και η ίδια να καταστεί η «ξεχασμένη πόλη της αρχαίας Ελλάδας». Στο νέο του βιβλίο ο Πολ Κάρτλετζ, ένας από τους λαμπρότερους σημερινούς ιστορικούς της αρχαιότητας, συγκεντρώνει πλήθος πηγών, γραπτών και αρχαιολογικών, τη μαρτυρία των θραυσμάτων του παρελθόντος και τις πληροφορίες των επών, των ποιητών και των ιστορικών προκειμένου να ανασυστήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό της. Από τον θηβαϊκό μυθολογικό κύκλο και τον Πίνδαρο ως τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα η θρησκεία, η πολιτική, η κουλτούρα και οι προσωπικότητες που σημάδεψαν την πόλη παρουσιάζονται σε μια συναρπαστική αφήγηση ανόδου και πτώσης, μεγαλείου και τραγωδίας. Με γλώσσα άμεση, σύγχρονη και κατανοητή που φροντίζει να επισημαίνει σε κάθε βήμα τις αναλογίες με την εποχή μας, ο Πολ Κάρτλετζ ανασυνθέτει δεξιοτεχνικά την εικόνα μιας άλλης εκδοχής της ελληνικής αρχαιότητας με τις φωτεινές και τις σκοτεινές στιγμές της, τους θριάμβους και τις αποτυχίες της, όμοιας και ταυτόχρονα διαφορετικής από εκείνες που μας είναι οικείες, περιγράφοντας γοητευτικά την πόλη του μύθου και της Ιστορίας.
Πώς συμβαίνει και σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης, ένας διαρκώς μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων να παραδίδονται χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και ψευδοεπιστήμης; Και πώς συμβαίνει επίσης, η πιο επιτυχημένη επιστημονική θεωρία όλων των εποχών ‒η κβαντομηχανική‒ να χρησιμοποιείται σήμερα ως το κατ᾽ εξοχήν εργαλείο χειραγώγησης και εξαπάτησης εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, κάτω από τη «σημαία» της περίφημης Νέας Εποχής (New Age) και του ανατολικού μυστικισμού που πάει μαζί της; Και μάλιστα η «βιομηχανία» αυτή να έχει την ενεργό υποστήριξη ενός αυξανόμενου αριθμού πανεπιστημιακών καθηγητών στις ΗΠΑ και όχι μόνο; Πώς τελικά συνέβη και, ενώ η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα οδήγησε στον Διαφωτισμό, στην κατάργηση των «ελέω θεού» καθεστώτων και τελικά στην εγκαθίδρυση των δημοκρατικών πολιτευμάτων, η επιστημονική επανάσταση των αρχών του 20ού αιώνα να βρίσκει σήμερα απέναντί της ένα διογκούμενο ρεύμα εχθρότητας απέναντι στο ίδιο το πνεύμα της επιστήμης; Μια βαθιά εχθρότητα της ίδιας φύσεως με εκείνη της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι σε ό,τι εκπροσωπούσε ο Γαλιλαίος; Τη στήριξη στην εμπειρία και τον ορθό λόγο ως τη μόνη έγκυρη πηγή γνώσης για τον φυσικό κόσμο; Και είναι άραγε τυχαίο ότι αυτή η διανοητική εχθρότητα προς τη θεμελιώδη επιστήμη και τον Διαφωτισμό, που βρίσκεται σήμερα σε έξαρση στις δημοκρατικές χώρες ‒αλλά και η μαζική απήχηση του ανορθολογισμού και της ψευδοεπιστήμης‒, έχει χτυπητές ομοιότητες με αντίστοιχα φαινόμενα που κυριάρχησαν στη μεσοπολεμική Γερμανία;
Τελικά, γιατί η θεμελιώδης επιστήμη άνθησε ‒σύμφωνα με τον ιστορικό της επιστήμης Τόμας Κουν‒ «μόνο στους πολιτισμούς που προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα»; Δηλαδή μόνο στους πολιτισμούς που πήραν πάνω τους το στοίχημα της δημοκρατίας και το έφεραν ώς εδώ;
Και αν όντως επιστήμη και δημοκρατία πήγαιναν πάντα μαζί, μήπως η εχθρότητα προς την επιστήμη ‒η εχθρότητα όχι προς τις τεχνολογικές εφαρμογές της, αλλά προς το ίδιο το πνεύμα της επιστήμης, τον ριζικό αντιδογματισμό της‒ ήταν πάντα ένα κακό σημάδι για το μέλλον της δημοκρατίας της ίδιας;
Τούτο το βιβλίο γράφτηκε κυρίως για να υποστηρίξει τη βασιμότητα αυτών των ερωτημάτων, με τα αναγκαία τεκμήρια, και απλώς να υπαινιχθεί πιθανές απαντήσεις τους. Απευθύνεται σε κάθε ανήσυχο πολίτη του καιρού μας.
Ιστορία
Ο Paul Auster μεγάλωσε παίζοντας με πλαστικά εξάσφαιρα παριστάνοντας τους καουμπόηδες που έβλεπε σε γουέστερν δευτέρας διαλογής. Έζησε τα τραυματικά επακόλουθα του φόνου του παππού του από τη γιαγιά του όταν ο πατέρας του ήταν παιδί και ξέρει, από πρώτο χέρι, πώς καταστρέφονται οικογένειες από μία και μόνη περίσταση ένοπλης βίας. Σε αυτό το σύντομο και καυστικό βιβλίο, ο Όστερ ακολουθεί αιώνες ολόκληρους της κατάχρησης των όπλων στην Αμερική: από τον βίαιο εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού στην καταναγκαστική σκλαβιά εκατομμυρίων ανθρώπων, από τον άσπονδο διχασμό ανάμεσα στα στρατόπεδα υπέρ και κατά της οπλοκατοχής στα μακελειά που κυριαρχούν στα δελτία ειδήσεων σήμερα. Από το 1968, περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο Αμερικανοί έχουν σκοτωθεί από όπλα. Οι αριθμοί είναι τόσο μεγάλοι, τόσο ολέθριοι, που αναγκάζεται κανείς να αναρωτηθεί γιατί η Αμερική είναι η πιο βίαιη χώρα του δυτικού κόσμου;
Το κείμενο διανθίζεται με απόκοσμες, αλησμόνητες φωτογραφίες του Spencer Ostrander από τους τόπους παραπάνω από τριάντα μακελειών ανά τη χώρα. Το Αιματοβαμμένο έθνος διατυπώνει το κεντρικό, φλέγον ερώτημα του καιρού μας: Σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε;
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Μη με ξεχάσετε. Τρεις Εβραίες μητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης
Η παρούσα έκδοση παρουσιάζει τρεις συλλογές επιστολών, γράμματα που έστελναν τρεις Εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην Αθήνα, μερικές εβδομάδες ή μέρες πριν την αναχώρησή τους προς το Άουσβιτς. Οι συγκλονιστικές αυτές μαρτυρίες δίνουν μια μοναδική ματιά στη ζωή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή, μέσα από περιγραφές αυτόπτων μαρτύρων. Δείχνουν πώς οι ίδιες οι μητέρες αντιλαμβάνονταν και ζούσαν τα γεγονότα, μέσω μιας γυναικείας οπτικής που τόσο συχνά απουσιάζει από την ιστοριογραφία. Αυτό το σπάνιο υλικό, τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο και για όλη την Ευρώπη, ανοίγει το δρόμο για νέες προσεγγίσεις των γεγονότων από τους μελετητές και μας επιτρέπει να φωτίσουμε άγνωστες πτυχές της ιστορίας. Οι τελευταίες επιστολές των τριών μητέρων, γεμάτες πόνο και δάκρυ, είναι μια πραγματική παρακαταθήκη γεμάτη συμβολισμούς και μηνύματα, από την καρδιά των θυμάτων της μεγαλύτερης τραγωδίας που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Ιστορία
Η άνθηση της ιστορικής έρευνας για τον ελληνικό εβραϊσμό τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην προπολεμική παρουσία των εβραϊκών κοινοτήτων και κυρίως στο Ολοκαύτωμα την περίοδο του πολέμου. Αντίθετα υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα που αφορούν τη μεταπολεμική εποχή, ιδίως το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών, που αποτελεί θέμα συζήτησης στη δημόσια ιστορία.
Την άνοιξη του 1943, με την εφαρμογή της Τελικής Λύσης στη Θεσσαλονίκη, οι ναζί φρόντισαν να ανοίξουν τον κύκλο της συνενοχής στη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, κάτι που έπραξαν σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Το ελληνικό κράτος ενεπλάκη στην υπόθεση με τη δημιουργία της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ), ενώ χιλιάδες Έλληνες χριστιανοί έσπευσαν, άλλοι από ανάγκη και πολλοί από καιροσκοπισμό, να συμμετάσχουν στη διαδικασία εκμετάλλευσης ως μεσεγγυούχοι.
Ακόμη και μετά την απελευθέρωση, το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών εξακολούθησε να αποτελεί ένα ακανθώδες θέμα που εξέθετε διεθνώς τη χώρα. Ποια ήταν η δημόσια στάση έναντι των επιζώντων Ελλήνων Εβραίων; Πώς αντιμετωπίστηκαν οι δωσίλογοι και όσοι εκμεταλλεύτηκαν και διασπάθισαν τις εβραϊκές περιουσίες; Γιατί καθυστέρησε η εφαρμογή των νόμων και τι συνέβη το 1949; Τι έγινε τελικά;
Το βιβλίο του Δρ. Ανδρέα Μπουρούτη παρακολουθεί την προπολεμική εποχή, την Κατοχή και τη μεταπολεμική περίοδο και δίνει σαφείς και στοιχειοθετημένες απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με τις εβραϊκές περιουσίες, κινητές και ακίνητες, αξιοποιώντας πρωτογενές αρχειακό υλικό που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Μέσα στους δρόμους του κέντρου, της ανατολικής και της δυτικής Θεσσαλονίκης βλέπουμε να εκτυλίσσονται οι ιστορίες ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους χάθηκαν με τραγικό τρόπο στα στρατόπεδα θανάτου.
Η Βουλγαρική Κατοχή αφάνισε την εβραϊκή κοινότητα της Καβάλας· κανείς δεν γύρισε από την Τρεμπλίνκα. Επέστρεψαν, μονάχα, ναυαγοί της Shoah, μερικές δεκάδες Εβραίοι που είχαν καταφέρει να διαφύγουν πριν από την εκτόπιση, ή επέζησαν από τα καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Μέσα από την έρευνα σε ένα μεγάλο επιστολικό αρχείο, το βιβλίο αυτό ζωντανεύει τους βίους, τις φωνές και τις διαδρομές των μελών μιας σημαντικής οικογένειας Εβραίων καπνεμπόρων, αλλά και άλλων Καβαλιωτών Εβραίων. Οι ιστορίες τους φέρνουν στην επιφάνεια διλήμματα και επιλογές που σφράγισαν τον μεταπολεμικό κόσμο. Η αφήγηση του βιβλίου παρακολουθεί τους επιζώντες να σχετίζονται, να παντρεύονται, να συνεργάζονται επαγγελματικά, να παραμένουν στον τόπο τους ή να μεταναστεύουν. Διερωτάται για τους τρόπους με τους οποίους γράφουν για όλα αυτά και εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Για τις μεγάλες αλλά και τις μικρές χειρονομίες, για «ένα μικρό ναι, ένα μικρό όχι, που αρκούν για να εξοντώσουν ένα σύνταγμα από δραγόνους», όπως έγραφε ο Μπέκετ. Χειρονομίες που έρχονται από μια μακρά πολιτισμική παράδοση. Τρόποι που κλονίστηκαν από το ναυάγιο και όμως επιβιώνουν για να κρατούν το νήμα μιας συνέχειας με τα προπολεμικά χρόνια, μέχρις ότου υποχωρήσουν για να δώσουν τη θέση τους σε νέους τρόπους, νέες συνήθειες, νέες μόδες, μέσα στα χρόνια εκείνα που οι δυσκολίες ήταν ευθέως ανάλογες με τις προσπάθειες και τις ελπίδες των ανθρώπων.
Πώς διαχειρίστηκε η ελληνική κοινωνία τη μνήμη του Ολοκαυτώματος στο πλαίσιο του διχασμού που κληροδότησε ο Εμφύλιος πόλεμος τόσο στην πολιτική όσο και στην κουλτούρα της μνήμης; Όπως δείχνει τεκμηριωμένα ο Δημήτρης Ελευθεράκης, η μνήμη του αφανισμού της εβραϊκής ζωής στην Ελλάδα καθυποτάχτηκε πολύ γρήγορα στις ανάγκες νομιμοποίησης διάφορων ενεργών παραγόντων, από το Κ.Κ.Ε. μέχρι την Εκκλησία, που διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για μια θετική απεικόνιση του ρόλου τους στην Κατοχή. Μετά το τέλος της δικτατορίας, η αναδυόμενη ανάγκη συμφιλίωσης προσέκρουσε σε μια προβληματική συζήτηση για το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων. Κατά τη σκιαγράφηση της ελληνικής κοινωνίας του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, οι Εβραίοι δεν εντάχθηκαν ως κοινότητα μνήμης στην αλληλέγγυα κοινότητα η οποία πάλεψε ως Δαβίδ ενάντια στον Γολιάθ που συνιστούσαν οι Γερμανοί κατακτητές. Για να φτάσουμε λοιπόν στην πλήρη αναγνώριση της σημασίας του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, είναι απαραίτητο, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, να ξεπεραστούν οι επικρατούσες ακόμη και σήμερα παραδόσεις που τοποθετούν στο επίκεντρο της ενθύμησης της εξόντωσης δράσεις αντίστασης και διάσωσης που έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου.
Η πρωτοποριακή αυτή μελέτη (που εκδίδεται ταυτόχρονα στη Γερμανία) έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό όχι μόνο στη σχετική ελληνική έρευνα αλλά και στη διερεύνηση της μνημονικής κουλτούρας του Ολοκαυτώματος συνολικά, έτσι ώστε αυτό να πάρει τη βαρύνουσα θέση που του αρμόζει στην ελληνική κουλτούρα μνήμης. Μεταξύ άλλων, δείχνει ότι η ως τώρα απουσία του από αυτήν επιτεύχθηκε μάλλον με τον επιλεκτικό λόγο παρά, όπως πιστεύεται, με τη σιωπή.