Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει ένα ζήτημα καθαρά γεωπολιτικό, παρά την φαινομενικά θρησκευτική του διάσταση: τον πόλεμο που η Μόσχα έχει κηρύξει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η φράση “Μόσχα, η Τρίτη Ρώμη” είναι μέρος των σχολικών μας ακουσμάτων. Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο πως ο αυτοπροσδιορισμός της Μόσχας ως “Τρίτης Ρώμης” τροφοδοτείται συστηματικά από μία εθνική γραμμή δημιουργίας θρησκευτικών “αποικιών”, με προφανή πολιτικά οφέλη.
Η από αιώνων ρωσική στρατηγική διείσδυσης και κυριαρχίας στον ορθόδοξο κόσμο γνώρισε νέα έξαρση την μετασοβιετική εποχή. Στην Ελλάδα μαίνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μια καλοστημένη επιχείρηση “υβριδικού πολέμου”, που στοχεύει να στρέψει την ελληνική κοινωνία ενάντια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα η Μόσχα προσπάθησε, με απειλές και πράξεις δολιοφθοράς κατά του πατριάρχη Βαρθολομαίου, να εμποδίσει την δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία, την οποία θεωρεί πνευματική της “αποικία”. Έχοντας αποτύχει να εκβιάσει τις εξελίξεις, διέκοψε σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και με κάθε άλλη Εκκλησία που αναγνώρισε την θρησκευτική χειραφέτηση της Ουκρανίας. Προσπάθησα, μελετώντας την διαμόρφωση της ρωσικής ορθοδοξίας και την κοσμοθεωρία κράτους και Εκκλησίας στην Ρωσία, να κατανοήσω πώς γεννήθηκε η υπερφίαλη “γεωπολιτική της ορθοδοξίας”. Μόλις σήμερα, με την ορθόδοξη “οικουμένη” να κινδυνεύει να διχοτομηθεί, δείχνει ενδιαφέρον για όλα αυτά η ευρύτερη κοινωνία, πέραν του στενού κύκλου του κλήρου, των εκκλησιαστικών ιστορικών και των διπλωματών.
Οι Ρώσοι παραμένουν δέσμιοι της σαγήνης τους για ένα ένδοξο παρελθόν. Μήπως όμως η ψύχωσή τους με την αυτοκρατορική ιδέα και την ισχύ υπονομεύει τελικά την επιρροή τους στον όλο ορθόδοξο κόσμο; Α.Μ.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
“Είμαι χιουμορίστας, γελωτοποιός, ακροβάτης, προβοκάτορας. Τα έργα μου κάνουν διπλές κωλοτούμπες για να διασκεδάσουν το κοινό μου. Εγώ είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, καβγάς, παιχνίδια, τι άλλο θέλετε;”
Το κείμενο αυτό, οι συνομιλίες του Γκομπρόβιτς με τον Ντομινίκ Ντε Ρου, μας καλεί να ζήσουμε από κοντά τη μεγάλη περιπέτεια μιας νεωτερικής δημιουργίας που ξεθεμελιώνει, ανατρέπει τις μορφές του συρμού, αποδέχεται ανοιχτά τις αντιφάσεις και δυναμιτίζει κάθε θεωρία. Απέναντι στον Ντομινίκ Ντε Ρου, ο Γκομπρόβιτς απαντά με την οξύνοια, το χιούμορ, τη διαίσθηση, το ίδιο το ύφος του έργου του.
“Μετά τη συγγραφή αυτής εδώ της Διαθήκης, του απέμεναν λίγοι μόνον μήνες ζωής. Στόχος του ήταν να εξάψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον αιφνιδιάσει και να τον καταπλήξει και, ομολογουμένως, τα καταφέρνει. Η Διαθήκη δεν εκπλήσσει τόσο εξαιτίας των “αποκαλύψεών της”, οι οποίες είναι εσκεμμένα παραδοξολογικές ή συχνά προκλητικές, όσο εξαιτίας της ακλόνητης αυτοπεποίθησης την οποία ο Γκομπρόβιτς κατάφερνε να διατηρεί ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της ζωής του (είκοσι τρία χρόνια εξορίας σε μια ήπειρο της οποίας, για να μην πούμε τίποτε άλλο, δεν μιλούσε καν τη γλώσσα) και εξαιτίας της αντίστοιχης αδιασάλευτης εμπιστοσύνης που είχε στο έργο του. Γνώριζε πως ήταν καινούριο, πρωτότυπο, άφθαρτο”.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς φωτίζει το στοιχείο της συμμετοχής της Σοβιετικής γυναίκας (Ρωσίδας, Ουκρανής, Λευκορωσίδας, Σιβηριανής κτλ.) στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πάνω από 500.000 γυναίκες -στην πλειονότητά τους νεαρά κορίτσια, σχεδόν έφηβες- πήραν ενεργό μέρος στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και στις πρώτες γραμμές του μετώπου, όχι μόνον ως νοσοκόμες και τραυματιοφορείς, αλλά και σε αποκλειστικά έως τότε ανδρικές ειδικότητες: πολυβολήτριες, ελεύθεροι σκοπευτές, αεροπόροι, χειρίστριες βαρέων αντιαεροπορικών και πυροβόλων, απλές τυφεκιοφόροι, ασυρματίστριες ή αντάρτισσες στα μετόπισθεν του εχθρού. Κάποιες από τις γυναίκες αυτές, που επέζησαν κι έφτασαν ως τις μέρες μας, και που η συγγραφέας αναζήτησε σε πόλεις, κωμοπόλεις και απομακρυσμένα χωριά, αφηγήθηκαν τον δικό τους πόλεμο – και το έκαναν με τρόπο συγκλονιστικό.
Το βιβλίο αυτό, που ήταν το πρώτο από μια σειρά “βιβλίων των φωνών” που έγραψε η συγγραφέας-δημοσιογράφος, κυκλοφόρησε σε μια πρώτη εκδοχή το 1985 στη Ρωσία σε 2 εκατομμύρια αντίτυπα (είχαν προηγηθεί και αποσπασματικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά) και μεταφράστηκε σε 35 γλώσσες. Αρκετές από τις ιστορίες του έγιναν η βάση για κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια. Η αναθεωρημένη έκδοση του 2002 περιλαμβάνει κομμάτια που είχαν αφαιρεθεί από τη λογοκρισία, καθώς και υλικό που η ίδια η συγγραφέας δεν είχε τολμήσει εκείνη την εποχή να χρησιμοποιήσει.
Ξεκίνησε ως ανθολόγιο κειμένων για το σουβλάκι από την ελληνική και παγκόσμια βιβλιογραφία, μια συλλογή με αποσπάσματα από άρθρα και βιβλία που ήταν απελπιστικά λίγα. Μετά εξελίχθηκε σε μια έρευνα για το σουβλάκι του ελλαδικού χώρου από την εποχή του Ομήρου, κι ακόμα πιο παλιά, μέχρι τις σημερινές μπασταρδεμένες εκδοχές του (που ΔΕΝ είναι σουβλάκια).
Στη συνέχεια ερευνήσαμε εξαντλητικά το σουβλάκι της Αθήνας και κάναμε άπειρες συνεντεύξεις, μαζέψαμε μαρτυρίες και ιστορίες σουβλατζήδων και αρχίσαμε να συνθέτουμε ένα στόρι απίστευτο που ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό που περιμέναμε.
Δοκιμάσαμε αμέτρητα σουβλάκια, σχεδόν από κάθε σουβλατζίδικο της Αττικής, καθημερινά, για χρόνια, μιλήσαμε με ανθρώπους που έχουν μελετήσει το ελληνικό φαγητό (όλοι ξένοι), αρχαίο και σύγχρονο, αναζητήσαμε ένα σωρό εξαντλημένα και σπάνια βιβλία –βρήκαμε μέχρι και χρονικά από εκστρατείες Βυζαντινών στρατιωτών που αναφέρουν αναλυτικά τι έτρωγαν–, αφηγήσεις περιηγητών, λαογράφων, ψάξαμε τραγούδια (όλα σχεδόν σατιρικά, γιατί το σουβλάκι είναι ταπεινό και καταφρονημένο και κανείς δεν το πήρε ποτέ στα σοβαρά).
Το αποτέλεσμα είναι αυτό το βιβλίο, που δεν έχει ούτε μία φωτογραφία και είναι όλο σχεδιασμένο στο χέρι από τον Κωνσταντίνο Φυντάνη, και που αποτελεί την πρώτη απόπειρα να καταγραφεί η ιστορία του πιο δημοφιλούς ελληνικού street food, του πιο γνωστού ίσως ελληνικού φαγητού στα πέρατα του κόσμου.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ο Ντάνιελ μεγαλώνει ακούγοντας διαρκώς από τους συγγενείς του –Εβραίους μετανάστες από το μακρινό Μπόλεχοφ της Ουκρανίας– πόσο μοιάζει στον μακαρίτη θείο Σμιλ. Μεγαλώνει ακούγοντας επίσης τις οικογενειακές ιστορίες του πληθωρικού παππού του, από τις οποίες όμως ο θείος Σμιλ απουσιάζει παντελώς. Το μόνο που γνωρίζει για τον αμνημόνευτο θείο, τη γυναίκα και τις τέσσερις όμορφες κόρες του είναι ότι «τους σκότωσαν οι ναζί».
Ενήλικος πια, παρακινούμενος από το ένστικτο του «ιστορικού της οικογένειας» και από τη φρικτή υποψία ότι η σιωπή του παππού του υποκρύπτει μια ιστορία αδελφικής προδοσίας, θα ξεκινήσει τη δική του οδύσσεια ανά τον κόσμο για να τρυγήσει από τους λιγοστούς πια γέροντες, πρώην κατοίκους του Μπόλεχοφ –όσους επέζησαν του Ολοκαυτώματος– τις τελευταίες τους αναμνήσεις για τον Σμιλ και τη μοίρα του, για τον θάνατο αλλά και τη ζωή των Εβραίων της Ευρώπης.
Κοινωνιολογία
«Επαναστατώ, άρα υπάρχουµε» επιβεβαιώνει ο Αλµπέρ Καµύ. Η εξέγερση είναι ο µόνος τρόπος για να ξεπεράσουµε το παράλογο. Αλλά το αληθινό θέµα του Επαναστατηµένου ανθρώπου είναι τα ερωτήµατα που θέτει το διεισδυτικό πνεύµα του Καµύ: Πώς ο άνθρωπος, στο όνοµα της εξέγερσης, συµβιβάστηκε µε το έγκληµα; Πώς η εξέγερση κατέληξε στα αυταρχικά κράτη του 20ού αιώνα που αντιγράφουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Πώς η ανθρώπινη περηφάνια αλλαξοδρόµησε;
Ο Επαναστατηµένος άνθρωπος είχε ευθύς εξαρχής τεράστιο αντίκτυπο, προκάλεσε όµως και πολλές αντιδράσεις από διάφορες πλευρές: κοµουνιστές, σουρεαλιστές, υπαρξιστές, χριστιανούς… Οι σύγχρονοι του Καµύ δεν ήταν αρκετά ώριµοι για να παραδεχτούν αλήθειες που επιβλήθηκαν τα κατοπινά χρόνια, καθιστώντας τον Επαναστατηµένο άνθρωπο έργο επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.
«…Το επαναστατικό πνεύµα στην Ευρώπη µπορεί επίσης, για πρώτη και τελευταία φορά, να στοχαστεί πάνω στις αρχές του, ν’ αναρωτηθεί ποια παρέκκλιση το οδηγεί στον χαµό της τροµοκρατίας και του πολέµου, και να ξαναβρεί, µαζί µε τις αιτίες της εξέγερσής του, την πίστη του σε τούτες τις αρχές».
Ένα από τα σπουδαιότερα µανιφέστα ανθρωπισµού. The Times
Βιογραφία - Μαρτυρίες
«Πρώτα πρώτα πρέπει να σωπαίνουµε – να καταργούµε το κοινό και να έχουµε το κουράγιο της αυτοκριτικής. Να εξισορροπούµε µια προσεκτική καλλιέργεια του σώµατος µε την πλήρη συνείδηση της ζωής. Να εγκαταλείπουµε κάθε αξίωση και ν’ αφοσιωνόµαστε σ’ ένα διπλό έργο απελευθέρωσης – ως προς τα χρήµατα και ως προς τις µαταιοδοξίες και τις µικροψυχίες µας. Να ζούµε ακολουθώντας τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν είναι υπερβολικά τα δύο χρόνια από µια ολόκληρη ζωή για να σκεφτούµε πάνω σ’ ένα µόνο πράγµα. Πρέπει να εξουδετερώσουµε οριστικά όλες τις προηγούµενες καταστάσεις και να βάλουµε όλη µας τη δύναµη, πρωτίστως για να µην ξεµάθουµε τίποτα, κατόπιν για να µάθουµευποµονετικά».
Ο Αλµπέρ Καµύ αντιµέτωπος τόσο µε τον κόσµο όσο και µε τον εαυτό του. Με περιέργεια για όλους και για όλα, διηγείται ένα συµβάν, «πιάνει» µια αίσθηση, αποτυπώνει –για να επιστρέψει αργότερα σε αυτές– ιδέες και µνείες. Οι σηµειώσεις αφορούν τα παιδικά του χρόνια, αρχικά, τα αναγνώσµατά του εκείνης της εποχής. Τις σκέψεις, κατόπιν, που θα πλέξουν τα θέµατα από όπου θ’ αναδυθούν ο Ευτυχισµένος θάνατος, ύστερα ο Ξένος, αποσπάσµατα του Μύθου του Σισύφου και της Πανούκλας, που προαναγγέλλουν τον Επαναστατηµένο άνθρωπο. Τα Σηµειωµατάρια µας µισανοίγουν την πόρτα της εσωτερικής ζωής του Καµύ, σε µια ατµόσφαιρα οικειότητας που φωτίζει το έργο του, ενώ αποτελούν, παράλληλα, µια θαυµαστή µαρτυρία για τη σχέση του µε τον κόσµο.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
«Ένα μουγκρητό οδύνης και οργής υψωνόταν στην πόλη, και αντηχούσε ακατεύναστα, ανυποχώρητα, αφανίζοντας κάθε άλλο θόρυβο, τονίζοντας ρυθμικά το μεγάλο ψέμα. Ζει, ζει, ζει! Μουγκρητό που δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο. Δεν υψωνόταν από ανθρώπινα όντα, πλάσματα με δυο χέρια και δυο πόδια και μια δική τους συνείδηση, υψωνόταν από ένα τερατώδες και ασύνετο θεριό, το πλήθος, το χταπόδι που το καταμεσήμερο, καλυμμένο από σφιγμένες γροθιές, στρεβλωμένα πρόσωπα, συσπασμένα στόματα, είχε κατακλύσει την πλατεία Μητροπόλεως, έπειτα είχε απλώσει τα πλοκάμια στους παρακείμενους δρόμους φράζοντάς τους, καταβυθίζοντάς τους με την ανηλεή λάβα που στο ορμητικό της πλημμύρισμα καταπίνει κάθε εμπόδιο, ξεκουφαίνοντάς τους με το ζει, ζει, ζει».
Η Οριάνα Φαλλάτσι, σύντροφος του Αλέκου Παναγούλη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκδίδει το Ένας άντρας τον Ιούλιο του 1979 στην Ιταλία, τρία χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατό του, σε ηλικία 36 ετών. Το βιβλίο γίνεται παγκόσμια επιτυχία και μεταφράζεται σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. «Είχε πεθάνει αυτός που αγαπούσα και είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα που θα έδινε νόημα στην τραγωδία» γράφει η Φαλλάτσι. Και σε μια συνέντευξή της δηλώνει: «Διαβάζοντας Προπ, είδα πως η ιστορία του Παναγούλη αντιστοιχούσε στη δομή ενός παραμυθιού: η μύηση, η περίοδος της μεγάλης δοκιμασίας, η επιστροφή στο χωριό, η τελευταία πρόκληση, η αποθέωση ή ο θάνατος». Και συμπληρώνει: «Δε λέω ποτέ πως ήταν ήρωας –βεβαίως και ήταν ήρωας, αλλά μου φαίνεται περιοριστικό να το λέω–, ήταν πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ένας ποιητής, ένας καλλιτέχνης, και ο ηρωισμός του ήταν απόρροια της ποίησής του».
Επιστήμες
Κι αν γινόταν ν’ ακούσουµε κάτω από το νερό; Κι όµως· µέσα στον «κόσµο της σιωπής» τους τα ψάρια µιλούν… Kι έχουν µάλιστα πολλά να µας πουν! Επιστήµονας, ειδικός της θαλάσσιας ζωής, ο Μπιλ Φρανσουά, µε απλότητα και χιούµορ, µας παίρνει µαζί του για να συναντήσουµε τις φάλαινες µουσικούς ή τον µπακαλιάρο που ανακάλυψε την Αµερική, δίνει τον λόγο στη σαρδέλα αλλά και στον κόκκινο τόνο, µας προσφέρει την ευκαιρία να ακούσουµε τι λέει ο ιππόκαµπος και πώς τραγουδούν τα χτένια του Ατλαντικού.
Μύθοι, ιστορίες και επιστηµονικές ανακαλύψεις, σε µια ονειρική καταβύθιση στον αθέατο υποβρύχιο κόσµο, που προκαλεί θαυµασµό και σεβασµό. Φωτισµένο από τις φθορίζουσες µέδουσες µε τα αόρατα χρώµατα, το βιβλίο αυτό είναι µια κατάδυση στα βάθη της Επιστήµης και της Ιστορίας, µε τρόπο που δείχνει πως οι µύθοι συχνά είναι πιο πειστικοί από την απίστευτη πραγµατικότητα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα. Βασισμένο σε μια αφήγηση για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941
Πρωί πρωί, μόλις ξημέρωσε, έζεψα το κάρο με τα διπλά τα αλόγατα και ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη να πάμε να αγοράσουμε ζωοτροφές. Αλλά στο δρόμο είδαμε ότι τα πράματα ήταν μπερδεμένα. Κατεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη και εκεί ακούμε “γενική επιστράτευσις”, μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί. Αμέσως επιστρέφουμε πίσω στο χωριό κι εκεί όλος ο κόσμος ανάστατος. Διαβάσαμε τις διαταγές, που θα παρουσιαστεί ο καθένας, κι εγώ ήτανε να παρουσιαστώ στο Κιλκίς.
Ελληνική λογοτεχνία
Μια µετακόµιση στη δυτική πλαγιά του Λυκαβηττού. Ένα ξαφνικό πέρασµα από το καλοκαίρι στον χειµώνα. Περιπέτειες της ψυχής. Στο σκιερό πίσω κηπάκι, πετάει χαµηλά κι ένα καινούριο είδος πουλιού που εµφανίστηκε µετά τις πυρκαγιές. Μερικοί φοβούνται πως διαβάζει τις σκέψεις. Άλλοι ότι τρέφεται µε ψηφιακά ψίχουλα ψυχών. Τα απόβραδα ένας ευτραφής κύριος φωνάζει: «Βοήθεια, νυχτώνει!».
Ο Ερµής σίγουρα αφαιρέθηκε, ξέχασε αφύλαχτη µια τρύπα στην άσφαλτο – ένα πέρασµα που ενώνει τον πάνω κόσµο µε τον κάτω. Από εκεί µπαινοβγαίνουν η κυρία Τασία –µια µοδίστρα πεθαµένη εδώ και χρόνια– κι ο άσπρος γάτος της ο Γουλιέλµος ΚαταΒάθος. Αυτοί οι δύο, που ισχυρίζονται ότι έχουν ανοίξει Γραφείο Ευρέσεως Φαντασµάτων, στην αρχή µοιάζουν µε κλασικό ντουέτο κατεργαραίων.
Τελικά όµως πρόκειται για µεγάλους καταφερτζήδες που θα στήσουν, για χάρη της ηρωίδας µας, το δείπνο της Εκάτης στο πίσω κηπάκι µε τα φλύαρα φυτά. Πόσα από αυτά θα χωρέσουν άραγε σε ένα τόσο µικρό βιβλίο… Τώρα που στους καιρούς µας η συγγραφέας είναι κι αυτή αδύναµη σαν την ελπίδα.
Ελληνική λογοτεχνία
Αφηγείται µια σχεδόν εκατόχρονη γυναίκα από την Ήπειρο. Δεν της φτάνει –κατά τα λόγια της– ο ουρανός για χαρτί, θέλει ουρανούς κι απ’ άλλους τόπους. Πολλές φορές έχεις την αίσθηση πως τη γλώσσα της την κινεί ουράνιος υποβολέας. Τραγουδιστή πηγή πλαγιάς που άνθισε κάποια µακρινή άνοιξη και µαράθηκε στις µέρες µας. Το παρόν βιβλίο είναι ο απόηχος αυτής της γλώσσας. Αφολοή, όπως συχνά πυκνά λέει η αφηγήτρια.